Απώλειες άνω των 10 τρισ. δολαρίων σημειώνουν οι αγορές παγκοσμίως τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς μόνο οι ζημιές των τεχνολογικών κολοσσών της Wall Street ξεπέρασαν το 1 τρισ. δολάρια, με τους αναλυτές να εκτιμούν πως ο ανοδικός κύκλος των αγορών, ο οποίος είναι ο μακροβιότερος στη σύγχρονη ιστορία τους, θα ολοκληρωθεί εντός του 2019.
Στα μεγάλα χρηματοπιστωτικά κέντρα της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου οι διαχειριστές κεφαλαίων αναφέρουν ότι ιστορικά, όταν τα επιτόκια στις ΗΠΑ αυξάνουν στο 2,75%-3%, οι αγορές υποχωρούν περισσότερο από 20%. Καθώς η FED αναμένεται να προχωρήσει σε νέα αύξηση επιτοκίων, πιθανώς τον Δεκέμβριο, και σε 3 επιπλέον αυξήσεις το 2019, οι αγορές αρχίζουν να προεξοφλούν μια σημαντική διόρθωση στις τιμές, κάτι που άρχισε ήδη να διαφαίνεται.
Στην Ελλάδα, ο εκλογικός κύκλος και η κατάρρευση των τραπεζών οδήγησαν σε απώλειες 13,5 δισ. ευρώ από το υψηλό του έτους στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, με τα 6,5 δισ. ευρώ να αφορούν τις τραπεζικές μετοχές. Παρά τα 64 δισ. ευρώ, εξάλλου, που δαπανήθηκαν για την ανακεφαλαιοποίησή τους, συνεχίζουν να διαπραγματεύονται κοντά στο μηδέν, καθώς όσοι επενδυτές συμμετείχαν στις δύο πρώτες ανακεφαλαιοποιήσεις, που πραγματοποιήθηκαν το 2013 και το 2014, σήμερα χάνουν το 99,9% των χρημάτων τους, ενώ και οι ζημιές από την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση ξεπερνούν το 55%. Ορισμένα hedge funds, όπως το Lansdowne που εκτίμησε πως οι τράπεζες θα χρειαστούν αρκετά δισεκατομμύρια νέα κεφάλαια, τοποθετήθηκαν επιθετικά πτωτικά στις μετοχές τους, επιτείνοντας την πτώση.
Το κόστος δανεισμού
Οι απώλειες μάλιστα στους ελληνικούς τίτλους συνεχίστηκαν παρά το διάγγελμα της Ιθάκης και την «καθαρή έξοδο», ενώ η χώρα παραμένει εκτός αγορών, με το κόστος δανεισμού της να ξεπερνά σήμερα το απαγορευτικό 4,5%. Οι οικονομολόγοι αναρωτιούνται μάλιστα με τι επιτόκιο θα δανειστεί η χώρα τα 4 δισ. ευρώ που φέρεται ότι θέλει να αντλήσει από τις αγορές κατά τη διάρκεια του 2019, όπως προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θεωρώντας πως πολλά θα κριθούν και από την πορεία της σύγκρουσης Ρώμης – Βρυξελλών, καθώς για τους διεθνείς επενδυτές το μέλλον της Ελλάδας παραμένει άμεσα συνυφασμένο με αυτό της Ιταλίας. «Ακόμη και στο ακραίο σενάριο που η Ιταλία φύγει από το ευρώ, η Ελλάδα θα είναι αυτή που θα ακολουθήσει» εκτιμούν διαχειριστές κεφαλαίων στο City του Λονδίνου.
Η παγκόσμια οικονομία δείχνει να επιβραδύνει, ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξης ανά χώρα και περιοχή εμφανίζουν μεγαλύτερες αποκλίσεις, την ώρα που οι κυκλικοί και πολιτικοί κίνδυνοι δείχνουν να αυξάνουν, παρατηρούσε η ελβετική τράπεζα UBS. Η αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων που ενισχύει την ευπάθεια των αναδυομένων αγορών με υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών και χαμηλά συναλλαγματικά αποθέματα, οι προοπτικές χαμηλότερης ανάπτυξης από την Κίνα και οι εμπορικές εντάσεις – κυρίως της Κίνας με τις ΗΠΑ με ουσιαστική διακύβευση τον ανταγωνισμό για την παγκόσμια ηγεσία – θα παραμείνουν ένα χρόνιο θέμα για τις αγορές.
Οι πολιτικές εντάσεις συνεχίζονται, όπως φαίνεται από τη σύγκρουση Ρώμης – Βρυξελλών και τις διαπραγματεύσεις για το Brexit, ενώ οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι είναι πιθανό να παραμείνουν υψηλοί, την ώρα που ο οικονομικός εθνικισμός και ο προστατευτισμός εξακολουθούν να απειλούν τις οικονομίες πιέζοντας τις τιμές παγκοσμίως.
Δυσκολότερο σκηνικό
Τα υψηλότερα επιτόκια, σε συνδυασμό με την άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων, παραπέμπουν σε ένα δυσκολότερο διεθνές οικονομικό σκηνικό.
Οι ευρωεκλογές επίσης είναι πιθανό να δώσουν μια καλή εικόνα για την άνοδο των λαϊκιστικών κομμάτων και την επιρροή της αντιευρωπαϊκής πλατφόρμας στη Γηραιά Ηπειρο. Χωρίς πάντως ακραίες εξελίξεις (π.χ. απότομη άνοδος επιτοκίων, έξοδος της Ιταλίας από το ευρώ, σκληρό Brexit, εμπορικές συγκρούσεις ευρείας κλίμακας κ.ά.), ο αντίκτυπος στην παγκόσμια οικονομία θα είναι μέτριος. Αυτό σημαίνει πως ο οικονομικός κύκλος θα μπορούσε να κρατήσει λίγο περισσότερο, τουλάχιστον ως το α’ εξάμηνο του 2019, αλλά στη συνέχεια η επιβράδυνση αποτελεί το κύριο σενάριο των οικονομολόγων.
Για τους επόμενους 12-18 μήνες, εξάλλου, οι επαγγελματίες των αγορών «βλέπουν» πλέον αύξηση των διακυμάνσεων, με τους διαχειριστές 225 θεσμικών χαρτοφυλακίων στην τελευταία έρευνα της BofA/ML να θεωρούν πως οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για τις αγορές αφορούν την άνοδο των επιτοκίων, τους εμπορικούς πολέμους, την επιβράδυνση της Κίνας και τα γεωπολιτικά ρίσκα.
Αναλυτές της Pimco εκτιμούσαν, πάλι, πως η επόμενη ύφεση θα είναι πιο επιφανειακή από παλιότερα, αλλά ταυτόχρονα μεγαλύτερης διάρκειας και πιθανώς πιο επικίνδυνη, ενώ η μεταβλητότητα θα παραμείνει υψηλή.
Η βιωσιμότητα του χρέους
Μελέτη του Levy Economics Institute εκτιμά πως σημαντικό για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, πέρα από την ωρίμαση των ομολόγων, είναι το κόστος δανεισμού να κινείται χαμηλότερα του ονομαστικού ΑΕΠ. Παράλληλα, στο βασικό της σενάριο, με περιορισμένη ανάπτυξη, η ανάκαμψη θα είναι αργή και θα απαιτηθεί χρόνος για την επιστροφή στην προ κρίσης εποχή, ενώ στο εναλλακτικό σενάριο ισχυρότερη αύξηση των επενδύσεων θα οδηγήσει σε ανάπτυξη 3,5% την περίοδο 2019-2020, οδηγώντας ταχύτερα τις οικονομικές συνθήκες στα προ κρίσης επίπεδα.