Στο κατώφλι μιας νέας ύφεσης βρίσκεται η ιταλική οικονομία σε μια περίοδο κατά την οποία η νέα «αντισυστημική» κυβέρνηση της Ρώμης εμφανίζεται διατεθειμένη να κοντραριστεί κατά μέτωπο με τις Βρυξέλλες, επιμένοντας στον προϋπολογισμό που – καινοφανώς – απέρριψε ως δημοσιονομικώς αποκλίνοντα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η μηδενική ανάπτυξη, ωστόσο, που κατέγραψε το τρίμηνο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 2018 η ιταλική οικονομία αποτελεί για την κυβέρνηση της Ρώμης επιχείρημα προκειμένου να υποστηρίξει τον απορριφθέντα προϋπολογισμό, δεδομένου ότι η ίδια τον θεωρεί αναπτυξιακό.
Ο προϋπολογισμός της νέας κυβέρνησης συνασπισμού, που συγκροτούν το απολιτικό Κίνημα 5 Αστέρων και η ακροδεξιά Λέγκα, προβλέπει περικοπές φόρων και αυξήσεις δαπανών, ανατρέποντας τη λιτότητα που είχαν επιβάλει οι παλαιότερες κυβερνήσεις των παραδοσιακών και «θεσμικών», τρόπος του λέγειν, κομμάτων. Με την «επεκτατική» οικονομική που χαράζει η Ρώμη ευελπιστεί να αποτρέψει τη βύθιση για τρίτη φορά της ιταλικής οικονομίας σε ύφεση μέσα στην τελευταία δεκαετία.
O εμπορικός πόλεμος και το Brexit
Δεν είναι, ωστόσο, μόνο η ιταλική οικονομία που φρενάρισε απότομα το τρίτο τρίμηνο του έτους – σημειωτέον ότι το ιταλικό ΑΕΠ υπολείπεται ακόμη κατά 5% για να φθάσει στο προ της παγκόσμιας κρίσης επίπεδο.
Συνολικά ο ρυθμός ανάπτυξης της ευρωζώνης επιβραδύνθηκε στο 0,2% – είναι το χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας τετραετίας.
Οι αναλυτές αποδίδουν την επιβράδυνση αυτή σε μια σειρά διεθνών εξελίξεων, όπως είναι ο εμπορικός πόλεμος που έχουν κηρύξει οι ΗΠΑ εναντίον της Κίνας κατά πρώτο λόγο, αλλά και κατά της Ευρώπης, η αβεβαιότητα για το Brexit, αλλά και η πολιτική αστάθεια σε μεγάλες οικονομίες στην Ευρώπη (η ιταλική περιλαμβάνεται ασφαλώς σ’ αυτές) αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο (στη Βραζιλία για παράδειγμα). Ενα ακόμη «βαρίδι» για την ανάπτυξη της ευρωζώνης είναι η, εξαιτίας των αμερικανικών κυρώσεων, επιβράδυνση του αναπτυξιακού ρυθμού στην Κίνα, μιας χώρας με μείζονα σημασία για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές. Σημειωτέον ότι η Κομισιόν σε ανακοίνωσή της επισημαίνει ότι η πτώση του ρυθμού αύξησης του ευρωπαϊκού ΑΕΠ συμπίπτει με την καταγραφείσα σε διάφορες έρευνες πτώση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης στην ευρωζώνη σε όλους τους τομείς της οικονομίας, στη βιομηχανία, στις υπηρεσίες και κυρίως στο λιανικό εμπόριο.
Εναν σημαντικό παράγοντα πολιτικής αστάθειας – λόγω της αρνητικής προπαγάνδας των ανά την Ευρώπη λαϊκιστών – αλλά ταυτόχρονα και οικονομικής σταθερότητας αποτελούν, πάντως, οι μεταναστευτικές ροές προς τη Γηραιά Ηπειρο, σημειώνει σε έρευνά του το ανεξάρτητο γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW).
Ο ρόλος της μετανάστευσης
Η Γερμανία, ωστόσο, η οποία για να διατηρήσει την οικονομική της ευμάρεια έχει αποφασίσει ότι πρέπει να υποδέχεται 500.000 οικονομικούς μετανάστες ετησίως, έχει ευεργετηθεί τα τελευταία χρόνια της κρίσης και από τις ροές από τις άλλες χώρες της ΕΕ, κυρίως από τον ευρωπαϊκό Νότο.
Σύμφωνα με την έρευνα της DIW, η εισροή άνω των 5 εκατ. πολιτών της ΕΕ στη Γερμανία από το 2011 συμβάλλει στην ενίσχυση του ΑΕΠ της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας κατά 0,2% ετησίως. Ορισμένες χρονιές, όπως το 2015, που οι ροές οικονομικών μεταναστών προς τη Γερμανία ήταν αυξημένες, το όφελος για το γερμανικό ΑΕΠ έφθασε το 0,3%.