Με την παραγωγή αλλά και την κατανάλωση του γάλακτος να μειώνεται στη χώρα μας, κτηνοτρόφοι, γαλακτοβιομήχανοι, λιανέμποροι και καταναλωτές αναζητούν νέες ισορροπίες.
Διανύοντας ίσως την πιο περίπλοκη περίοδο των τελευταίων χρόνων, κανείς δεν είναι ευχαριστημένος, ενώ ταυτόχρονα η ελλειμματικότητα της εγχώριας αγοράς σε πρώτη ύλη επιδεινώνεται.
Με βάση τα τελευταία στοιχεία του ΕΛΓΟ – Δήμητρα στο 11μηνο του 2022 καταγράφηκε μείωση ποσοτήτων 4,26% του αγελαδινού γάλακτος και 5,4% του γίδινου, παρότι οι τιμές παραγωγού εκτινάχθηκαν.
Αντίστοιχα, μειωμένος ήταν και ο αριθμός των αγελαδοτρόφων. Το 2021 στο 11μηνο ήταν ενεργοί 2.355 κτηνοτρόφοι, ενώ το 2022 ο αντίστοιχος αριθμός έπεσε στους 2.203.
Αντίθετα, στο πρόβειο γάλα λόγω της καλής πορείας της φέτας στις αγορές του εξωτερικού η παραγωγή διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα, όπως και ο αριθμός των παραγωγών.
Πιέσεις για μείωση των τιμών παραγωγού
Ωστόσο, η πίεση από τη μειωμένη ζήτηση έχει ήδη μεταφερθεί στον πρωτογενή τομέα, καθώς όλο και περισσότεροι εκπρόσωποι της μεταποίησης προχωρούν σε μειώσεις των τιμών παραγωγού πρωτίστως στο αγελαδινό γάλα.
Για τον Ιανουάριο η μείωση τιμών που έκαναν μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες προς τους παραγωγούς ανήλθε σε 1-2 λεπτά του ευρώ, ενώ περίπου ίδια είναι και τον Φεβρουάριο, ενώ τον Μάρτιο θα κυμανθεί περίπου στα 5 λεπτά, ανάλογα με την ποιότητα του εισκομιζόμενου προϊόντος. Επισημαίνουν μάλιστα ότι ήδη στις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές οι τιμές παραγωγού στο αγελαδινό γάλα έχουν αρχίσει να κινούνται έντονα πτωτικά.
Την ίδια ώρα, δεδομένου ότι η εγχώρια κατανάλωση φέτας συνεχίζει να υποχωρεί, δεν πρέπει να αποκλειστεί η σταδιακή αποκλιμάκωση των τιμών και στο πρόβειο γάλα, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τους παραγωγούς.
Στα κάγκελα οι κτηνοτρόφοι
Η κίνηση αυτή έχει ήδη προκαλέσει την οξεία αντίδραση των κτηνοτρόφων, που συνεχίζουν να επωμίζονται μεγάλα βάρη στο κομμάτι των εισροών.
Οι κτηνοτρόφοι βρίσκονται σε μια κρίσιμη καμπή για τη συνέχιση της παραγωγικής τους δραστηριότητας, επισημαίνει ο Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας.
«Η διαφορά τιμής παραγωγού και τιμής πώλησης στο ράφι είναι χαώδης. Κρούομε τον κώδωνα του κινδύνου αφανισμού της ελληνικής κτηνοτροφίας, με μείωση του ζωικού κεφαλαίου και παύση δραστηριότητας».
Από την πλευρά τους αγελαδοτρόφοι της Ενωσης Φυλής Χολστάιν Ελλάδος αμφισβητούν το επιχείρημα των γαλακτοβιομηχανιών ότι θα ομαλοποιηθεί η κατάσταση με τις τιμές των ζωοτροφών και της ενέργειας.
Τα ενεργειακά κόστη και οι αυξήσεις
Αναφορικά με την πορεία των τιμών εφέτος ο κ. Τάκης Σαράντης μιλώντας στο «Βήμα» επισημαίνει ότι η αγορά θα ισορροπήσει όταν σταθεροποιηθούν τα ενεργειακά κόστη. Τόνισε επίσης ότι το 2022 έγιναν μικρότερες αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων προκειμένου να μην επιβαρυνθούν πολύ τα ήδη πιεσμένα από τις πληθωριστικές πιέσεις ελληνικά νοικοκυριά.
Σύμφωνα με τον κ. Μιχάλη Παναγιωτάκη, διευθύνοντα σύμβουλο της γαλακτοβιομηχανίας Δωδώνη, «είναι νωρίς για ασφαλείς προβλέψεις ως προς την πορεία των τιμών φέτος, καθώς αυτή διαμορφώνεται από τη ζήτηση, την προσφορά και τους ίδιους τους όρους της αγοράς. Σίγουρα η σταθερή παραγωγή γάλακτος στη χώρα μας και οι συνεχιζόμενες – ίσως βραχυπρόθεσμες – αυξημένες τιμές ενέργειας και υλικών συσκευασίας, σε συνδυασμό με τον μειωμένο όγκο πωλήσεων που καταγράφουν τα γαλακτοκομικά προϊόντα, θα επηρεάσουν το σύνολο του κλάδου αλλά και τις τιμές διάθεσης».
Ο πρόεδρος της Εθνικής Ενωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών και πρόεδρος του Αγροτικού Γαλακτοκομικού Συνεταιρισμού Καλαβρύτων, κ. Παύλος Σατολιάς, σημειώνει ότι πιθανόν να βλέπουμε το «ταβάνι» όσον αφορά τις τιμές καταναλωτή. Ενώ όσον αφορά το λειτουργικό κόστος των κτηνοτρόφων σε επίπεδο ζωοτροφών ανέφερε ότι έχουν αρχίσει να αχνοφαίνονται πολύ μικρά σημάδια αποκλιμάκωσης.
Επίσης επεσήμανε ότι οι απώλειες στο ζωικό κεφάλαιο στην αιγοπροβατοτροφία ήταν ελάχιστες το 2022.
Λιγότερες εκμεταλλεύσεις
Πάντως με βάση τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για τα αποτελέσματα της απογραφής του γεωργοκτηνοτροφικού κλάδου την περίοδο 2009 – 2020, απώλειες 48,3% κατέγραψε η αιγοτροφία, από 71.585 σε 36.977 εκμεταλλεύσεις. Οι προβατοτροφικές εκμεταλλεύσεις μειώθηκαν κατά 38,3%, από 91.933 σε 56.759. Οσον αφορά τις βοοτροφικές εκμεταλλεύσεις μειώθηκαν κατά 34,9%, δηλαδή από 16.679 σε 10.865.
Σε αριθμό ζώων, στα αιγοειδή, η μείωση των κοπαδιών έφτασε το 25,3%, ενώ στα προβατοειδή η μεταβολή ήταν -15,7%. Μόλις -3,7% ήταν η μείωση στον αριθμό των βοοειδών.
Η μεγαλύτερη μείωση στον αριθμό των εκμεταλλεύσεων σε σχέση με τον αριθμό των ζώων δείχνει ότι αποχώρησαν οι συγκριτικά μικρότερες μονάδες.
Σύμφωνα με την κλαδική μελέτη για τα γαλακτοκομικά προϊόντα που πραγματοποίησε η εταιρεία Στόχασις Σύμβουλοι Επιχειρήσεων ΑΕ, το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς γαλακτοκομικών προϊόντων σε αξία (τιμές χονδρικής) εκτιμάται σε 1,6 δισ. ευρώ το 2022, από 1,3 δισ. ευρώ το 2021, αύξηση δηλαδή της τάξης του 23,07% λόγω της αύξησης της μέσης τιμής των προϊόντων. Αντίθετα ο όγκος πωλήσεων σχεδόν σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες του κλάδου μειώθηκε με μοναδική εξαίρεση την αναπτυσσόμενη κατηγορία του ξινόγαλου, που θεωρείται υψηλής διατροφικής αξίας.
Ο πληθωρισμός και οι τιμές που δεν πέφτουν
Με τον πληθωρισμό των τροφίμων να σφυροκοπά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, οι έλληνες καταναλωτές πέρυσι πλήρωσαν σχεδόν 52 εκατ. ευρώ παραπάνω, συγκριτικά με το 2021, για να αγοράσουν σημαντικά λιγότερες ποσότητες γαλακτοκομικών προϊόντων (λευκό και σοκολατούχο γάλα, γιαούρτι, συσκευασμένο τυρί, κρέμα γάλακτος, παγωτά και βούτυρο).
Ενα από τα πλέον βασικά είδη, όπως το φρέσκο γάλα, συγκαταλέγεται στο top 20 των κατηγοριών που εμφάνισαν τις υψηλότερες ανατιμήσεις στο ράφι το 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της IRI, με τη μέση τιμή στο 1,56 ευρώ, αυξημένη κατά 11,7% σε σχέση με το 2021, ενώ ελαφρώς χαμηλότερη ήταν η άνοδος στην τιμή του γιαουρτιού (+11,2%).
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η μέση τιμή «ενσωματώνει» τόσο τις τιμές των επώνυμων προϊόντων όσο και εκείνες των φθηνότερων προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας (Private Label), η αποτύπωση των τελικών τιμών από τις εταιρείες ερευνών που παρακολουθούν την αγορά επηρεάζεται αναλόγως.
Απτή απόδειξη ότι τα γαλακτοκομικά προϊόντα εξελίσσονται σε «πολυτέλεια» για τα νοικοκυριά μέσων και χαμηλών εισοδημάτων αποτελεί αφενός η πορεία της ζήτησης – που συνεχίζει να μειώνεται – και αφετέρου η στροφή σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.
Στη διάρκεια του 2022 οι όγκοι πωλήσεων υποχώρησαν 6,6% στο λευκό γάλα και 6,3% στο γιαούρτι με βάση τα στοιχεία της IRI (σουπερμάρκετ σε ηπειρωτική Ελλάδα και Κρήτη, μη συμπεριλαμβανομένων πωλήσεων της Lidl). Πρόκειται για τα δύο προϊόντα που οι καταναλωτές επιδεικνύουν διαχρονικά τη μεγαλύτερη πιστότητα στις μάρκες, όπως αναφέρει στέλεχος της γαλακτοβιομηχανίας στο «Βήμα». Κι όμως, πλέον, τα σήματα των αλυσίδων σουπερμάρκετ έχουν «κλέψει» το 25% των πωλήσεων του φρέσκου γάλακτος και πάνω από το 30% του γιαουρτιού, με το «καλάθι του νοικοκυριού» να λειτουργεί υπέρ των φθηνότερων προϊόντων.
Σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς, ούτε τον φετινό Ιανουάριο η ζήτηση για προϊόντα γαλακτοκομικών ανέκαμψε, με τους όγκους να μην παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις.
Περίσσεια και συμπυκνώματα
Το τελευταίο διάστημα, το κενό που έχει δημιουργηθεί μεταξύ ζήτησης και προσφοράς δημιουργεί «περίσσεια» ακριβής πρώτης ύλης στους μεταποιητές, όπως υποστηρίζουν. Την ίδια ώρα όμως η αυξημένη παραγωγή αγελαδινού γάλακτος στην Κεντρική Ευρώπη έχει «ρίξει» σε διψήφιο ποσοστό τις τιμές στα εισαγόμενα συμπυκνώματα, συγκριτικά με τις τιμές στο νωπό ελληνικό γάλα. Σημειώνεται ότι τα συμπυκνώματα χρησιμοποιούνται συμπληρωματικά στην παραγωγή κάποιων τυριών και γιαουρτιών.
Το αποτέλεσμα είναι ότι στα σουπερμάρκετ άρχισαν να κυκλοφορούν κίτρινα τυριά, όπως gouda και edam, καθώς και λευκά τυριά από εισαγόμενο αγελαδινό γάλα με χαμηλότερη τιμή. Πρόκειται για προϊόντα τα οποία είχαν ανατιμηθεί κατά 25% έως 35% τον προηγούμενο χρόνο.
Μπροστά στη νέα πίεση και καθώς ο καταναλωτής κινείται πλέον με μοναδικό κριτήριο την τιμή, μεγάλες ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες έχουν αρχίσει τις έντονες προωθητικές ενέργειες στα τυριά με αγελαδινό γάλα προκειμένου να διατηρήσουν τα ερείσματά τους στην αγορά.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και στο λευκό γάλα, του οποίου οι τιμές «τσίμπησαν» κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου. Ενώ με βάση τα σημερινά δεδομένα ούτε αυτόν τον μήνα αναμένεται να υπάρξουν διορθωτικές κινήσεις όσον αφορά την τιμή στο ράφι. Και ο λόγος είναι, σύμφωνα με τους εκπροσώπους του μεταποιητικού κλάδου, οι συντελεστές κόστους παραγωγής.