Πώς χρηματοδοτείται μια επανάσταση τον 19ο αιώνα; Ποιοι δημοσιονομικοί θεσμοί τίθενται σε λειτουργία ενόσω ηχούν τα καριοφίλια; Ποια νομίσματα κυκλοφορούν και πώς συλλέγονται οι φόροι; Συντάσσονται προϋπολογισμοί; Και πώς εν τέλει η οργάνωση των οικονομικών του Αγώνα συνυφαίνεται με τη γέννηση ενός νέου κράτους;
Για σχεδόν 200 χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821 ζητήματα όπως τα παραπάνω παρέμεναν υποφωτισμένα παρά την πληθώρα αρχειακών πηγών που φανερώνουν ότι πίσω από τους οπλαρχηγούς και τους αγωνιστές, τις μάχες και τις διεθνείς συνθήκες λειτουργούσε ένας οικονομικός μηχανισμός που περιελάμβανε δανειακές συμβάσεις και φοροεισπρακτικά εργαλεία, εθνικές ομολογίες και υποσχετικές, προπλάσματα υπουργείων και φορέων.
Τον άγνωστο αυτόν κόσμο επανέφερε ως πεδίο μελέτης με την πολυετή ερευνητική εργασία του ο Σίμος Μποζίκης, διδάσκων στο Τμήμα Ιστορίας του Ιόνιου Πανεπιστημίου, που το 2020 εξέδωσε το βιβλίο «Ελληνική Επανάσταση και Δημόσια Οικονομία: Η συγκρότηση του ελληνικού εθνικού κράτους 1821-1832» (εκδ. Ασίνη). Με τη βοήθειά του και με αφορμή την επέτειο της 25ης Μαρτίου, «Το Βήμα» καταδύεται σε μια άγνωστη πτυχή της Επανάστασης.
Η χρηματοδότηση του 1821
«Η Επανάσταση ξεκίνησε χωρίς να έχει υπάρξει σπουδαία προετοιμασία από οικονομικής πλευράς. Υπήρχαν κάποιες πρώιμες δομές όπως η «κάσα», το ταμείο της Φιλικής Εταιρείας, όμως αυτό δεν αρκούσε για να χρηματοδοτηθεί ένας πόλεμος» λέει ο Σίμος Μποζίκης. Ετσι, ένα μέρος των πόρων αντλήθηκε από διαθέσιμα εγχώρια και διεθνή αποθέματα, από Ελληνες και Οθωμανούς, χριστιανούς και μουσουλμάνους. Οι τρόποι εξασφάλισής τους διέφεραν, καθώς περιελάμβαναν άμεση βία (λάφυρα – λείες, λύτρα, λεηλασίες – αρπαγές, εθνικά κτήματα), έμμεσο εξαναγκασμό (εθνικά ακίνητα, αναγκαστικοί έρανοι/δάνεια, φόροι), αλλά και εκούσιες συνεισφορές. Η πλειοψηφία των πόρων αυτών διερχόταν από τους θεσμούς που οικοδομούσε το επαναστατικό κράτος. «Οι πόροι έρρεαν μέσα από ένα ατελείωτο κουβάρι χρεωστικών και πιστωτικών σχέσεων, στο όνομα του έθνους και στο πλαίσιο υφιστάμενων ή νέων κοινωνικών δεσμών, αλλά και των νέων πολιτικών δομών που παρήγαγε η Επανάσταση».
Πώς, εν μέσω γενικευμένης αναταραχής και πολεμικού πυρετού, εξασφαλιζόταν η νομιμότητα αλλά και η νομιμοποίηση (η αποδοχή από τον πληθυσμό) της συγκέντρωσης και της διάθεσης των πόρων; «Το τυπικό σκέλος της νομιμότητας και της θεσμικής νομιμοποίησης διασφαλιζόταν από τις δομές που είχε δημιουργήσει η επαναστατική εξουσία, όπως οι Εθνοσυνελεύσεις, το βουλευτικό και το εκτελεστικό, τα επιμέρους υπουργεία, το εθνικό ταμείο, άλλους θεσμούς όπως τα δικαστήρια των λειών και με καθιερωμένες διοικητικές πρακτικές» απαντά ο ιστορικός. Οσο για την ευρύτερη νομιμοποίηση, αυτή βασιζόταν στην πίστη των ανθρώπων στην επαναστατική προσπάθεια και στην αποδοχή των συνθηκών που αυτή δημιουργούσε. Δεν απουσίαζαν, βεβαίως, και περιπτώσεις απείθειας, υπό τη μορφή, για παράδειγμα, της άρνησης καταβολής φόρων, αλλά αυτό που έδινε τον τόνο ήταν η διαπραγμάτευση στο εσωτερικό των επαναστατικών θεσμών και η αξίωση αναγνώρισης της συμβολής του καθενός στην κοινή υπόθεση.
Παλιές (φορολογικές) δομές σε νέο πλαίσιο
Οπως και σε άλλους τομείς έτσι και σε αυτόν της φορολογίας οι επαναστάτες αξιοποίησαν πρακτικές που λειτουργούσαν επί οθωμανικής κυριαρχίας, προσαρμόζοντάς τες στις νέες συνθήκες. Στις πρακτικές των Οθωμανών που αξιοποίησαν οι Ελληνες περιλαμβάνεται η εμπειρία της κατανομής φορολογικών βαρών μέσα από καταλόγους, καθώς και η δημιουργία εσόδων με την ετήσια ενοικίαση του δικαιώματος είσπραξης των φόρων. Αξιοποιήθηκαν οι κατάλογοι κατανομής του κεφαλικού φόρου, που ήταν συνυφασμένος με το καθεστώς του ραγιά, για τη διεξαγωγή αυτοπροαίρετων εράνων θεμελιωμένων στην ιδέα του κοινού αγώνα για την ελευθερία. Παράλληλα, εφαρμόστηκε – με ορισμένες αναπροσαρμογές – η πρακτική της φοροενοικίασης: Το φορολογικό προϊόν δημοπρατούνταν σε ιδιώτες σε τίμημα χαμηλότερο από την αξία του και έτσι η διοίκηση απαλλασσόταν από το κόστος της φοροσυλλογής. Από το πλαίσιο που οικοδομήθηκε, συνδυάζοντας παλιές και νέες δομές, δεν απουσίαζαν οι αρρυθμίες και οι αστοχίες, όμως συνολικά το σύστημα αποδείχτηκε λειτουργικό υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες.
Προϋπολογισμοί, δάνεια και χρήμα
Παρά την αναταραχή της Επανάστασης, στο ζήτημα της δημοσιονομικής διαχείρισης η εθνική διοίκηση προσπαθούσε να κινείται βάσει ενός μεσοπρόθεσμου πλάνου. Ετσι ήδη από τη Β’ Εθνοσυνέλευση, τον Απρίλιο του 1823, ξεκίνησε να συντάσσεται ένα είδος πρώιμων προϋπολογισμών. Επρόκειτο περισσότερο, όπως εξηγεί ο Σίμος Μποζίκης, «για γενικούς οδοδείκτες που έδειχναν τις προτεραιότητες στις δαπάνες και από πού θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν οι τακτικοί πόροι». Και καθώς οι πόροι δεν επαρκούσαν, συχνά οι προϋπολογισμοί καταδείκνυαν την ανάγκη προσφυγής σε δανεισμό, διεθνή ή εγχώριο.
Βεβαίως, τα εξωτερικά δάνεια δεν συνάπτονταν μόνο για να καλυφθεί το πρωτόλειο «δημοσιονομικό έλλειμμα». Αποτελούσαν παράλληλα συνειδητή πολιτική επιλογή που σχετιζόταν, μεταξύ άλλων, με τον κεντρικό έλεγχο των πόρων που εισέρρεαν και τη συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας. Επρόκειτο, δε, για μια στρατηγική που εκκινούσε από πολλές διαφορετικές αφετηρίες, όπως η χρηματοδότηση του πολεμικού στόλου.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο εσωτερικός δανεισμός, τα «απόνερα» του οποίου έφτασαν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Μέρος του εγχώριου δανεισμού πήρε τη μορφή ενός οιονεί κρατικού χρήματος. Επρόκειτο, δηλαδή, για εθνικές ομολογίες, αποδεικτικά του ταμείου που λειτουργούσαν ως υποσχετικές και ήταν μερικώς αποδεκτά από το κράτος στις φορο-ενοικιάσεις και αλλού. «Μπορεί χαρτονόμισμα επισήμως να έχουμε επί Καποδίστρια, ωστόσο συναφείς μορφές οιονεί χρήματος αναπτύχθηκαν πολύ νωρίς».
Οι λογαριασμοί και αυτά τα χρεωστικά και πιστωτικά έγγραφα τηρούνταν σε γρόσι, που αποτελούσε το επίσημο λογιστικό νόμισμα μέχρι την έκδοση του φοίνικα. Ενα μέρος των δοσοληψιών εκκαθαριζόταν με συμψηφισμούς, ενώ οι πληρωμές σε μετρητά βασίζονταν στα δεκάδες οθωμανικά και ευρωπαϊκά νομίσματα που κυκλοφορούσαν στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Σημειώνεται ότι η έκδοση κρατικού χρήματος και ο διεθνής δανεισμός δεν αποτελούσαν ελληνική πρωτοτυπία, καθώς αντίστοιχες πρακτικές υιοθετήθηκαν τόσο κατά την Αμερικανική όσο και κατά τη Γαλλική Επανάσταση. Ετσι και οι έλληνες επαναστάτες αξιοποίησαν όλες τις δυνατότητες που προσέφερε ο καπιταλισμός του 19ου αιώνα, όπως η αγορά χρήματος του Λονδίνου.
Από την Επανάσταση στον 21ο αιώνα
Η διαχείριση των οικονομικών του Αγώνα γέννησε και τις πρωτόλειες μορφές σειράς κρατικών θεσμών που υπάρχουν έως σήμερα. Το Ελεγκτικό Συνέδριο δημιουργήθηκε επισήμως το 1829 ως «Λογιστικόν και Ελεγκτικόν Συμβούλιον», όμως και νωρίτερα υπήρχαν επιτροπές επιφορτισμένες με τον ρόλο αυτόν καθώς εξαρχής η διαχείριση δημόσιου χρήματος γεννούσε και το ζήτημα του ελέγχου. Την ίδια περίοδο, άλλωστε, σχηματοποιήθηκαν και τα πρώτα υπουργεία, συμπεριλαμβανομένου του υπουργείου Οικονομικών.
Η οικονομία του πολέμου και το νέο κράτος
Η δεκαετής σχεδόν περίοδος του Ελληνικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας έχει αποτυπωθεί στο συλλογικό φαντασιακό, όπως είναι λογικό, ως μια εποχή απόλυτης καταστροφής. Και όμως, η οικονομική δραστηριότητα δεν εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Κατά τον Σίμο Μποζίκη, οι εχθροπραξίες αποδιοργάνωσαν αρχικά μερικώς τη γεωργική παραγωγή καθώς οδηγούσαν σε λεηλασίες στις περιοχές από τις οποίες διέρχονταν τα στρατεύματα, όμως η κτηνοτροφία και οι καλλιέργειες κάλυψαν ένα υπολογίσιμο μέρος των αναγκών, σε συνδυασμό φυσικά με εισαγωγές σιτηρών από το εξωτερικό. Εξάλλου, η πολεμική αναμέτρηση δεν επέφερε μόνο αποδιοργάνωση αλλά και έναν αναπροσανατολισμό της παραγωγής γύρω από την «οικονομία του πολέμου», που, μεταξύ άλλων, περιελάμβανε την παρενόχληση και τον έλεγχο του εχθρικού ανεφοδιασμού και το εμπόριο των λειών.
Μετά τη λήξη του πολέμου ξεκίνησε το τιτάνιο έργο της αναδιοργάνωσης της οικονομίας του νέου κράτους. Ενός κράτους που άρχισε να συγκροτείται μέσα από πολύ χαμηλές υλικές προϋποθέσεις, χωρίς σοβαρές υποδομές και με μια κοινωνία νέα, αποτελούμενη από πρόσφυγες και διάσπαρτους τοπικούς πληθυσμούς. Με τα προβλήματα που είχε αφήσει ανοικτά μια δεκαετής σχεδόν πολεμική αναμέτρηση και τις πιεστικές ανάγκες της επόμενης ημέρας. Κεντρικό ζήτημα αποτελούσαν οι εξαιρετικά υψηλές δαπάνες που έπρεπε να πραγματοποιήσουν οι κρατικές αρχές προκειμένου να εισρεύσουν έσοδα στο δημόσιο ταμείο. Από τους καπνούς του Αγώνα είχε γεννηθεί ένα νέο κράτος που πάλευε να ορθοποδήσει.
ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ
Αγγελος Σκορδάς
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
Παναγιώτης Σωτήρης