Το 2023 είναι έτος αναδιάταξης των διεθνών αλυσίδων αξίας ως αποτέλεσμα των γεωστρατηγικών εντάσεων. Η ελληνική οικονομία, έχοντας πετύχει σημαντική διαρθρωτική και μακροοικονομική πρόοδο μετά την κρίση χρέους, διεκδικεί τη θέση που αναλογεί στα συγκριτικά της πλεονεκτήματα στον νέο παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας. Παραμένει όμως αντιμέτωπη και με τις δικές της ιδιαίτερες προκλήσεις: δυσμενείς δημογραφικές προβολές και brain drain, δομική ανεργία, υψηλό δημόσιο χρέος και υψηλές αμυντικές δαπάνες.
Ο μόνος τρόπος για την αντιμετώπιση των προκλήσεων είναι η επίτευξη ισχυρής και διατηρήσιμης ανάπτυξης. Δεν αρκεί μία συγκυριακή μεγέθυνση της οικονομίας αλλά χρειάζεται να βελτιωθούν και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης ώστε αυτή να μην οδηγήσει σε μακροοικονομικές ανισορροπίες, μια νέα κρίση χρέους ή του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών. Δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή μας ότι το εξωτερικό έλλειμμα για τρία συναπτά έτη κινείται πέριξ ή άνω του 7% του ΑΕΠ και προβλέπεται (ΤτΕ, ΟΟΣΑ) ότι θα αυξηθεί περαιτέρω τα επόμενα δύο έτη, προσλαμβάνοντας πάλι διαστάσεις διαρθρωτικού προβλήματος. Αυτό συμβαίνει διότι ενώ οι εξαγωγές έχουν αυξηθεί σημαντικά, οι εισαγωγές αυξάνονται ακόμη ταχύτερα και αφορούν κυρίως καταναλωτικά αγαθά. Το μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι ακόμη και σήμερα υπερβολικά βασισμένο στην ιδιωτική κατανάλωση (μερίδιο στο ΑΕΠ σχεδόν 70%, έναντι 52% μέσου όρου στην Ευρωζώνη). Αντίθετα, το μερίδιο των επενδύσεων παγίων στο ΑΕΠ υπολείπεται σχεδόν 10 π.μ. της Ευρωζώνης. Για να κλείσει η απόσταση, απαιτείται ετήσια αύξηση κατά σχεδόν 8% σε πραγματικές τιμές επί μία δεκαετία – και δι’ αυτής η αύξηση της έντασης γνώσης και τεχνολογίας της παραγωγής, που παραμένει χαμηλή, καθώς και της εξωστρέφειας της οικονομίας.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.