Αποφασισμένη να εφαρμόσει το ταχύτερο δυνατό το σχέδιο αποχώρησης του κράτους από τις τράπεζες είναι, σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση, διαβλέποντας στην τρέχουσα συγκυρία μια σημαντική ευκαιρία για την έναρξη της διαδικασίας πλήρους επιστροφής του κλάδου στον ιδιωτικό τομέα.

Τον ασκό του Αιόλου άνοιξε η προ μερικών μηνών επίσημη εκδήλωση ενδιαφέροντος από τον επενδυτικό βραχίονα της Σαουδικής Αραβίας για το 20% της Εθνικής Τράπεζας, ενώ πριν από λίγες ημέρες στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) έφθασε πρόταση από τον ιταλικό όμιλο ION για την εξαγορά του συνόλου της συμμετοχής του (27%) στην Πειραιώς, με premium της τάξης του 15% σε σχέση με την αποτίμησή της στο ΧΑ.

Είχαν προηγηθεί το καλοκαίρι συναντήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Αθήνα με τον πρίγκιπα διάδοχο του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν και τον επικεφαλής του ΙΟΝ Αντρέα Πινιατάρο, στις οποίες συζητήθηκε η προοπτική εισόδου των επενδυτικών σχημάτων που εκπροσωπούν στο μετοχικό κεφάλαιο των δύο συστημικών ομίλων. Το ενδιαφέρον από τη σαουδαραβική πλευρά επισημοποιήθηκε με επιστολή τον περασμένο Αύγουστο προς το ΤΧΣ, με το οποίο έχει αυτή την περίοδο αποκλειστικές επαφές, ενώ πριν από λίγες ημέρες προχώρησαν σε αντίστοιχη κίνηση και οι Ιταλοί.

Πρόβλημα το πλαίσιο

Το πρόβλημα είναι ότι η προσφάτως ψηφισθείσα νομοθεσία για το πλαίσιο λειτουργίας του Ταμείου προβλέπει συγκεκριμένες ανταγωνιστικές διαδικασίες για την αποεπένδυσή του και όχι απευθείας πωλήσεις σε επενδυτές. Ειδικότερα, οι επιλογές είναι οι εξής: ανοιχτός διαγωνισμός ή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος σε επιλεγμένους επενδυτές, με χρηματιστηριακές εντολές, με δημόσια προσφορά ή με τη διαδικασία του βιβλίου προσφορών (book building).

Επιπλέον, προτού ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση θα πρέπει να εκπονηθεί η στρατηγική αποεπένδυσης, την οποία ήδη ετοιμάζει η Rothschild και στη συνέχεια ο σύμβουλος διάθεσης που θα επιλεγεί για κάθε συναλλαγή να συντάξει έκθεση για τους όρους και τη δομή της.

Ως εκ τούτου, σε αυτή τη φάση οποιαδήποτε συμφωνία είναι αδύνατη. Στο πλαίσιο αυτό, κυβερνητικές πηγές υποστηρίζουν πως θα κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να τρέξουν ταχύτατα όλα τα προαπαιτούμενα που ορίζει η νομοθεσία, ώστε εφόσον οι τελικές προσφορές αποδειχθούν συμφέρουσες, τα deals να προχωρήσουν χωρίς καθυστερήσεις.

Από το Μέγαρο Μαξίμου διευκρινίζουν ότι για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος δεν είναι απαραίτητη η αλλαγή του ισχύοντος νόμου. Αυτό που χρειάζεται, κατά τις ίδιες πηγές, είναι να διαμορφωθεί με τον κατάλληλο τρόπο το πλαίσιο πώλησης των συμμετοχών του Ταμείου, ώστε να υπάρχει πρόνοια για λήψη προσφορών και από άλλους επενδυτές, πέραν των Σαουδαράβων και των Ιταλών. Με τον τρόπο αυτόν θα διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα της διαδικασίας. Οπως εκτιμούν, η έκθεση αυτή μπορεί να έτοιμη έως και το τέλος Νοεμβρίου, ενώ δεν αποκλείουν την υπογραφή συμφωνιών πώλησης ακόμη και στο πρώτο μισό του 2023.

«Θρίαμβος»

Ο επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργου Αλέξης Πατέλης θεωρεί «θρίαμβο» το ισχυρό εν μέσω ενεργειακής κρίσης ενδιαφέρον για τοποθετήσεις στο εγχώριο σύστημα. Πιστεύει δε ότι οι τρέχουσες συνθήκες ευνοούν την ταχεία εφαρμογή της στρατηγικής αποεπένδυσης του Δημοσίου από τις τράπεζες. Κι αυτό παρά τις χαμηλές, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι αναλυτές με βάση τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών ομίλων, αποτιμήσεις, αλλά και τις προοπτικές ενίσχυσής τους όταν η χώρα επανέλθει σε επενδυτική βαθμίδα.

Οπως λέει σε συνεργάτες του, «δεν υπάρχει καλή και κακή εποχή για να πουλήσεις. Είδατε την κριτική που ασκήθηκε για την επιτυχημένη τελευταία αύξηση κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς. Εν τέλει αυτή η κίνηση αποδεικνύεται σήμερα καθοριστική για την ελκυστικότητα του ομίλου και την προσέλκυση επενδυτικού ενδιαφέροντος».

 

«Γύρισμα»

Η αλήθεια είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν πετύχει ένα άνευ προηγουμένου στην Ευρώπη γύρισμα από τη χρεοκοπία στη βιωσιμότητα. Με καθαρούς ισολογισμούς μετά το κύμα τιτλοποιήσεων και πωλήσεων κόκκινων δανείων της τελευταίας τριετίας, ισχυρούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, τόσο με εκδόσεις νέων μετοχών και ομολόγων, όσο και με κινήσεις μετασχηματισμού τους και ρευστότητα υπεραρκετή για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, είναι πλέον σε θέση να πετύχουν υψηλή και διατηρήσιμη κερδοφορία.

Αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσεων και δανείων

Με ταχείς ρυθμούς θα αλλάζει από εδώ και στο εξής ο χάρτης των επιτοκίων στην εγχώρια αγορά, καθώς η εν εξελίξει αύξηση του κόστους δανεισμού στη ζώνη του ευρώ θα οδηγήσει τις τράπεζες σε μπαράζ αναπροσαρμογών στους όρους διάθεσης καταθετικών και χορηγητικών προγραμμάτων. Την ίδια στιγμή η πλειονότητα των υφιστάμενων δανείων θα καθίσταται ολοένα και πιο ακριβή, επιβαρύνοντας τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων.

Οπως επισημαίνουν αναλυτές, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα προχωρήσει κατά τα φαινόμενα σε νέες επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων της τουλάχιστον έως και τις αρχές του 2023 για τον έλεγχο του διψήφιου πλέον πληθωρισμού. Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, ο βασικός παρεμβατικός της δείκτης θα ενισχυθεί στη συνεδρίαση της 27ης Οκτωβρίου κατά 75 μονάδες βάσης στο 2%, ενώ έως και το τέλος του 2022 εκτιμάται ότι θα φτάσει το 2,50%. Για την επόμενη χρονιά δε, δεν αποκλείεται να ανέλθει στο 3%.

Οι επιδράσεις

Η επίδραση των νομισματικών αυτών παρεμβάσεων στην ελληνική αγορά χρήματος θα είναι σημαντική. Συγκεκριμένα:

l Καταθέσεις: Την περασμένη εβδομάδα συστημικός όμιλος προχώρησε στην πρώτη αύξηση επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις μετά από σχεδόν 10 χρόνια. Η νέα οροφή των αποδόσεων που προσφέρει διαμορφώθηκε στο 0,20% από μόλις 0,02% προηγουμένως. Πρόκειται για μία στρατηγική που θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες τράπεζες έως και τις αρχές Νοεμβρίου. Οσο όμως θα ενισχύονται τα διατραπεζικά επιτόκια, θα γίνονται κατά διαστήματα, π.χ. ανά δίμηνο, και νέες αναπροσαρμογές.

l Υφιστάμενα δάνεια: Από αρνητικό έδαφος έως και τον περασμένο Ιούλιο, τα επιτόκια euribor με τα οποία είναι συνδεδεμένες οι περισσότερες χορηγήσεις, έχουν αναρριχηθεί σε υψηλό 11 ετών. Ο 3μηνος δείκτης στις 19/10 διαμορφωνόταν στο 1,46%. Ετσι, σε ένα στεγαστικό με περιθώριο κέρδους (spread) 2%, το τελικό ονομαστικό ετησιοποιημένο κόστος από το 2% έχει αυξηθεί μέσα σε τρεις μήνες στο 3,46%. Δεν αποκλείεται δε στο πρώτο εξάμηνο του 2023 να προσεγγίσει ή να ξεπεράσει ακόμη και το 5%. Δηλαδή ο οφειλέτης θα καταβάλλει 2,5 φορές περισσότερους τόκους επί του ανεξόφλητου κεφαλαίου του.

l Νέες χρηματοδοτήσεις: Οι τράπεζες εφαρμόζουν μία πολιτική προσαρμογής των επιτοκίων τους στα δεδομένα της εποχής, χωρίς ωστόσο υπερβολές που θα διαταράξουν σε μεγάλο βαθμό τη ζήτηση για χρήμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα στεγαστικά δάνεια. Από τη μία πλευρά αυξάνουν τα επιτόκια σε προγράμματα σταθερού επιτοκίου για πολλά χρόνια ή τα καταργούν. Από την άλλη όμως διατηρούν σε ελκυστικά επίπεδα στη ζώνη του 3%-3,50% τα σταθερά μικρότερης διάρκειας, 3 και 5 ετών, ενώ μειώνουν τα περιθώρια κέρδους τους στα κυμαινόμενα.