Η εποχή μας είναι μια περίοδος σημαντικών προκλήσεων και ριζικών ανατροπών. Δέκα χρόνια μετά τη χρηματοοικονομική κρίση, η ραγδαία αξιοποίηση της τεχνολογικής εξέλιξης σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση δημιουργούν μεγάλες ανισορροπίες στην κοινωνία και στην οικονομία παγκοσμίως, αλλά και τεράστιες ευκαιρίες για τη δημιουργία ενός νέου παραγωγικού ιστού. Σε αυτό το περιβάλλον είναι ευκαιρία οικονομίες σαν την ελληνική να μπορέσουν να επαναπροσδιορίσουν το παραγωγικό τους μοντέλο, βελτιώνοντας τη σχετική τους θέση.
Βέβαια, στην κατεύθυνση αυτή, μια βασική πρόκληση είναι η πρόσβαση σε επενδυτικά κεφάλαια σε συνδυασμό με την προσαρμογή στις εξελίξεις και την ορθή διάγνωση τι είδους προϊόντα και υπηρεσίες θα είναι στο μέλλον ανταγωνιστικά και βιώσιμα. Η δυσκολία χρηματοδότησης αφορά ιδίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ), οι οποίες αποτελούν, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πολιτικές που υιοθετούνται στην Ευρώπη προκειμένου να διευκολύνουν τη χρηματοδότηση και να επιτρέψουν την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών, με στόχο η σχέση debt/equity να προσαρμοστεί στα νέα επίπεδα αποδεκτού κινδύνου χωρίς να περιορίζονται τα χρησιμοποιούμενα από τις επιχειρήσεις κεφάλαια. Επιπλέον, κράτη-μέλη όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Ιταλία έχουν εισαγάγει νέα κίνητρα προσφέροντας διάφορες φορολογικές ελαφρύνσεις για τις οντότητες που επενδύουν, άμεσα ή έμμεσα, σε ΜμΕ και νεοφυείς επιχειρήσεις με πολύ θετικά αποτελέσματα. Οι πολιτικές αυτές στηρίζουν την αύξηση της τοπικής επενδυτικής ροής κεφαλαίων με στόχο την πολλαπλασιαστική κινητοποίηση των διεθνών θεσμικών επενδυτών. Η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη από αντίστοιχες συντονισμένες και μακροπρόθεσμες πολιτικές προκειμένου να επιτευχθεί η ανάπτυξη και η βιωσιμότητα ενός δυναμικού ελληνικού οικοσυστήματος με γνώμονα τις επιχειρήσεις, το οποίο θα πρωτοστατεί στις διεθνείς εξελίξεις και θα ανταποκρίνεται γρήγορα και άμεσα στις ανάγκες χρηματοδότησής τους.
Το Χρηματιστήριο Αθηνών θα μπορούσε να αποτελέσει τον καταλύτη για την αξιοποίηση του οικοσυστήματος της κεφαλαιαγοράς μας, λειτουργώντας ως σταθερή πηγή άντλησης εγχώριων και διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων, όπως άλλωστε λειτούργησε και κατά την περίοδο της κρίσης όταν αυτό κρίθηκε σκόπιμο. Για παράδειγμα, η θετική εμπειρία από την πρόσβαση του διεθνούς δικτύου στις αυξήσεις κεφαλαίων των τραπεζών και από τη δημιουργία οργανωμένης αγοράς εταιρικών ομολόγων για ΜμΕ, έχουν δώσει ήδη δείγμα των δυνατοτήτων της ελληνικής κεφαλαιαγοράς.
Βασική προϋπόθεση είναι η στρατηγική εμπλοκή των αναδόχων μέσω της ενδυνάμωσης του investment banking, κινητοποιούμενο όχι απαραίτητα από το μέγεθος των συναλλαγών αλλά από τον αριθμό και την ποιότητά τους, την επιτυχή αναδιάρθρωση εταιρειών μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών, αλλά και τα πολλαπλασιαστικά οφέλη που θα έχει, τελικά, η αύξηση του αριθμού των υγιών επιχειρήσεων.
Από την άλλη, το ελληνικό επιχειρηματικό οικοσύστημα οφείλει να παρακολουθεί και να αφομοιώνει γρήγορα τις αναδυόμενες τάσεις τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο και να ανταποκρίνεται στις αυξανόμενες προκλήσεις, κατανοώντας τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και εστιάζοντας στα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Βασικός άξονας δεν μπορεί παρά να είναι η αξιοποίηση της ψηφιακής επανάστασης (digitalization), η οποία έχει δημιουργήσει ένα νέο και δυναμικό πεδίο ανατροπής και επανασύνθεσης των παραδοσιακών δομών και μοντέλων παραγωγής.
Στο πλαίσιο της αξιοποίησης αυτής της διεθνούς τάσης και στην Ελλάδα, η συζήτηση και κατ’ επέκταση η διαμόρφωση επενδυτικού ενδιαφέροντος πρέπει να εστιάζει:
l Στην αξιοποίηση των αυτοματισμών και των συνεργιών με ενεργειακά έργα στην αγροτική παραγωγή και στη μεταποίηση.
lΣτη δημιουργία μηχανισμών ηλεκτρονικού εμπορίου (e-trade) με διάρθρωση χαμηλού κόστους ώστε να διευρυνθεί η διείσδυση των ελληνικών προϊόντων στην διεθνή αγορά.
l Στην υψηλού επιπέδου εκπαίδευση στον τομέα των υπηρεσιών με κεντρικό στόχο το επίπεδο των τουριστικών υπηρεσιών.
Το επενδυτικό ενδιαφέρον εστιάζει κατ’ αρχήν στα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε οικονομίας και παράλληλα εξελίσσεται σύμφωνα με τις διεθνείς τάσεις. Την περίοδο αυτή έχει αρχίσει να κινείται ξεκάθαρα προς δύο κατευθύνσεις. Από τη μία δημιουργείται μια τάση αυξανόμενης ευαισθησίας των μεγάλων brand names στη διαχείριση κεφαλαίων στον ESG (Environmental, Social, Governance) προσανατολισμό ως προς τις επενδυτικές τους επιλογές (με κεφάλαια υπό διαχείριση 60 τρις USD), ενώ από την άλλη οι μικροί και ευέλικτοι διαχειριστές κεφαλαίων έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους στο digital disruption, το οποίο αναμένεται να συγκεντρώσει 2,2 τρισ. USD για επενδύσεις τον επόμενο χρόνο.
Η στροφή των εξωστρεφών εταιρειών στη διαμόρφωση μιας νέας παραγωγικής δομής παράλληλα με την αύξηση της ελκυστικότητας της χρηματοοικονομικής δομής τους προς τους χρηματοδότες, η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε πιο στέρεες βάσεις προκειμένου να επιτευχθεί το απαιτούμενο βιώσιμο πλεόνασμα για τις επόμενες δεκαετίες, οι προγραμματισμένες μεταρρυθμίσεις οι οποίες βελτιώνουν το επενδυτικό κλίμα, καθώς και η δημιουργία – ως αποτέλεσμα της παρατεταμένης ύφεσης – της αναγκαίας αυτογνωσίας αλλά και κρίσιμης μάζας γνώσεων και εμπειριών ικανής να αναγνώσει και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες, καθιστούν τη χρονική αυτή στιγμή μοναδική. Καθώς σε όλον τον κόσμο η κινητοποίηση όλων προς την ίδια κατεύθυνση αξιοποίησης των ευκαιριών είναι εντυπωσιακή, η ανάγκη συστράτευσης, συνεργασίας και στοχοπροσήλωσης όλων των συνισταμένων του ελληνικού οικοσυστήματος καθίσταται πιο επιτακτική από ποτέ.
O κ. Σωκράτης Λαζαρίδης είναι διευθύνων σύμβουλος Ομίλου Χρηματιστηρίου Αθηνών.