Σε μητέρα των μαχών αναδεικνύεται για τις τράπεζες η διεύρυνση της πίτας των δανείων και η διεκδίκηση μεγαλύτερων μεριδίων στην εγχώρια αγορά από το 2025. Πρόκειται για μια κρίσιμη χρονιά για το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο καλείται να επιβεβαιώσει την ικανότητά του να παράγει υψηλή κερδοφορία ανεξαρτήτως νομισματικού περιβάλλοντος.

Η αλήθεια είναι ότι η ενίσχυση του καθαρού αποτελέσματος πάνω από τα 7,5 δισ. ευρώ τη διετία 2023-2024 ήταν αποτέλεσμα κυρίως της αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους, λόγω της σημαντικής ανόδου των παρεμβατικών δεικτών της ΕΚΤ. Οι τράπεζες, χωρίς να ιδρώσουν, είδαν το εισόδημά τους από τα δάνεια να διαμορφώνεται σε πολυετή υψηλά, ενώ σημαντικά κέρδη είχαν από τις τοποθετήσεις σε προϊόντα σταθερού εισοδήματος και από το παρκάρισμα ρευστότητας στην Ευρωτράπεζα.

Απώλειες

Καθώς όμως ήδη από τον περασμένο Ιούνιο το κόστος του χρήματος έχει ξεκινήσει την καθοδική του πορεία, η οποία θα συνεχιστεί κατά τα φαινόμενα με ταχείς ρυθμούς και στο πρώτο μισό του 2025, οι απώλειες στην οργανική τους κερδοφορία από τις παραπάνω πηγές είναι αναπόφευκτες.

Για την επίτευξη λοιπόν των στόχων που θα προβλέπουν τα νέα τριετή business plans, τα οποία θα παρουσιαστούν στις αρχές της νέας χρονιάς μαζί με τα αποτελέσματα της τρέχουσας χρήσης, αναγκαία συνθήκη αποτελεί η μεγέθυνση του ενεργητικού τους, κατά βάση μέσω των νέων χορηγήσεων.

Φιλόδοξο εγχείρημα

Οι προϋπολογισμοί για την επόμενη χρήση που επικυρώθηκαν από τα διοικητικά συμβούλια των συστημικών ομίλων τις προηγούμενες ημέρες, προβλέπουν επιτάχυνση των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης. Σύμφωνα με πληροφορίες, στόχο αποτελεί η αύξηση των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά 8-10 δισ. ευρώ σε επίπεδο συστήματος.

Πρόκειται για ένα φιλόδοξο εγχείρημα, που αν και ευνοείται από τη μείωση των επιτοκίων, προϋποθέτει την αφύπνιση της ζήτησης για δανεισμό από φυσικά πρόσωπα και τη διατήρηση της πορείας ενίσχυσης των επενδύσεων από τις επιχειρήσεις όλων των μεγεθών.

Ομως, η αύξηση του αριθμού των ενδιαφερομένων για δανεισμό από μόνη της δεν είναι αρκετή. Θα πρέπει ταυτόχρονα όσοι αιτηθούν για χρηματοδότηση να πληρούν τα συνήθη τραπεζικά κριτήρια. Πρόκειται για έναν περιοριστικό παράγοντα προς την κατεύθυνση αύξησης των χορηγήσεων, μιας και στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας περί το 50% των δανειοληπτών ήταν κόκκινοι και μέχρι σήμερα παραμένουν αποκλεισμένοι από την αγορά, λόγω του κακού ιστορικού τους.

Επανένταξη

Πλέον όμως στις τράπεζες εκτιμούν πως είναι δυνατή η σταδιακή επανένταξή τους στην περίμετρο των υποψηφίων για χρηματοδότηση. Ο λόγος γίνεται για όσους βρέθηκαν με ληξιπρόθεσμες οφειλές στα χρόνια της κρίσης, εν συνεχεία τις ρύθμισαν και έκτοτε αποπληρώνουν με απόλυτη συνέπεια τις δόσεις τους. Παρά ταύτα παραμένουν αποκλεισμένοι από τις δανειοδοτήσεις.

Τραπεζική πηγή επισημαίνει πως «κάποιος που αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες στην αποπληρωμή του χρέους του κατά την περίοδο των μνημονίων, αλλά είναι ενήμερος μετά την αναδιάρθρωσή του για τουλάχιστον 3 χρόνια, μπορεί υπό προϋποθέσεις να δανειοδοτηθεί εκ νέου».

Εκτιμά ότι μέσα στην επόμενη 5ετία, σταδιακά, περί τους 250.000 δανειολήπτες αυτής της κατηγορίας θα δουν εκ νέου τις πόρτες των τραπεζών να ανοίγουν. Η διαδικασία αυτή θα ξεκινήσει από τη νέα χρονιά, καθώς ήδη υπάρχουν αρκετοί ενήμεροι ακόμη και από το 2018 οφειλέτες.

Πραγματικά κέρδη

Παράλληλα, οι τράπεζες ευελπιστούν ότι με τη μείωση της φοροδιαφυγής περισσότεροι ελεύθεροι επαγγελματίες θα γίνουν bankable, ώστε να λάβουν δάνειο είτε για προσωπικές τους ανάγκες (στεγαστικό) ή για την ανάπτυξη της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.

Οπως λέει τραπεζικό στέλεχος, η τεχνητή αύξηση των εισοδημάτων που δηλώνονται με τεκμαρτό τρόπο δεν είναι αρκετή. Θα πρέπει οι φορολογούμενοι να δείξουν περισσότερα πραγματικά κέρδη, προκειμένου να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση των αιτημάτων τους.

Το στοίχημα των προμηθειών και η υποχώρηση των εισπράξεων

Περαιτέρω πίεση στην προσπάθεια επίτευξης των επιχειρηματικών στόχων των τραπεζών δημιουργεί η απόφαση της κυβέρνησης να ορίσει πλαφόν στις προμήθειες ή ακόμη και να καταργήσει χρεώσεις σε συγκεκριμένου τύπου συναλλαγές (εμβάσματα, πληρωμές λογαριασμών). Τα νέα τιμολόγια, στη βάση των επιταγών του νέου νόμου, θα τεθούν σε ισχύ περί τα μέσα Ιανουαρίου, μιας και θα δοθεί μια περίοδος χάριτος στα πιστωτικά ιδρύματα για την προσαρμογή των συστημάτων τους.

Από τη συγκεκριμένη παρέμβαση, η ετήσια επιβάρυνση στα έσοδά τους αναμένεται να διαμορφωθεί στα 130 εκατ. ευρώ, με βάση τους υφιστάμενους όγκους συναλλαγών, αρχής γενομένης από το 2025. Επιπλέον, λόγω της νομοθετικής παρέμβασης, οι τράπεζες οδηγούνται αναγκαστικά και στην αναπροσαρμογή των συνδρομητικών πακέτων που προσφέρουν, μέσω των οποίων οι πελάτες τους μπορούν να πραγματοποιούν έναν συγκεκριμένο αριθμό πληρωμών, έναντι ενός σταθερού ποσού. Μετά τους νέους κόφτες ωστόσο στις προμήθειες, τα συγκεκριμένα προγράμματα καθίστανται ανεπίκαιρα.

Κι αυτό διότι για όσους τα επιλέγουν αποκλειστικά για μεταφορές χρημάτων και πληρωμές λογαριασμών, θα κοστίζουν περισσότερο σε σχέση με τις κατ’ αποκοπή χρεώσεις για την εκτέλεση του ίδιου αριθμού συναλλαγών. Ως εκ τούτου, οι διοικήσεις των τραπεζών θα τα αναμορφώσουν τις επόμενες εβδομάδες, με στόχο να γίνουν εκ νέου ελκυστικά για όσους χρησιμοποιούν σε τακτική βάση τα συστήματα πληρωμών τους.

Σε κάθε περίπτωση, η υποχώρηση των εισπράξεων για τις τράπεζες τις αναγκάζει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για ενίσχυση των εσόδων από τους τομείς του wealth management και του bancassurance. Πρόκειται για στρατηγική επιλογή, που ούτως ή αλλιώς προβλέπεται στα επιχειρησιακά τους πλάνα. Οι τραπεζικές διοικήσεις θεωρούν ότι υπάρχει αρκετός χώρος για την ανάπτυξη των σχετικών εργασιών, καθώς η εγχώρια αγορά υπολείπεται σημαντικά του μέσου ευρωπαϊκού όρου.

Εκτιμούν δε ότι η μείωση των επιτοκίων στα προϊόντα σταθερού εισοδήματος θα ωθήσει περισσότερους αποταμιευτές σε υπηρεσίες επαγγελματικής διαχείρισης των ρευστών διαθεσίμων τους για την εξασφάλιση ενός ικανοποιητικού παθητικού εισοδήματος. Για τον λόγο αυτόν οι τράπεζες εμπλουτίζουν συνεχώς την παλέτα των λύσεων που διαθέτουν, τόσο μέσω των θυγατρικών τους όσο και με στρατηγικές συνεργασίες με κορυφαίους διεθνείς οίκους.