Την ώρα που ο δείκτης τιμών καταναλωτή υποχωρεί για 7ο διαδοχικό μήνα, επιβεβαιώνοντας όσους προέβλεπαν ότι οι αναδιανεμητικές επιπτώσεις του πληθωρισμού είναι παροδικές, οι τιμές των τροφίμων παραμένουν εξαιρετικά ψηλά, εξαντλώντας τις αντοχές των νοικοκυριών.
Και παρότι τεχνικά, λόγω της αρνητικής επίδρασης της βάσης σύγκρισης, ο δείκτης που μετράει τον πληθωρισμό στα τρόφιμα θα «γράφει» μικρότερες τιμές τους επόμενους μήνες, το κρίσιμο ερώτημα για το πότε θα πέσουν πραγματικά οι τιμές παραμένει αναπάντητο.
Αυτή τη στιγμή ο πληθωρισμός στην ομάδα «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά» ενώ επιβραδύνεται για τρεις μήνες στη σειρά έχει υποχωρήσει μόλις 1,2% από τα υψηλά του περασμένου Δεκέμβρη και είναι τριπλάσιος συγκριτικά με τον μέσο πληθωρισμό.
Νέος γύρος αυξήσεων
Για να φτάσουμε ωστόσο στην πολυπόθητη διόρθωση, προϋπόθεση είναι να σταματήσουν οι ανατιμήσεις. Κάτι που δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα παρά τις «υπερβάσεις» που αρχίζουν να γίνονται από περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι επτά στα δέκα στελέχη της βιομηχανίας και του λιανεμπορίου δηλώνουν ότι έχουν αποφασίσει να προχωρήσουν σε νέο γύρο αυξήσεων στις τιμές μέσα στο έτος, σύμφωνα με στοιχεία που είχε παρουσιάσει ο CEO της NielsenIQ Βάιος Δημοράγκας, στο πλαίσιο της εκδήλωσης Shopper Trends Event 2023.
Ειδικότερα, σε δείγμα 32 διευθυνόντων συμβούλων από επιχειρήσεις της οργανωμένης λιανικής και της βιομηχανίας, προκύπτει πως σε ποσοστό 68% απάντησαν ότι θα υπάρξουν περαιτέρω αυξήσεις τιμών εφέτος.
Οι νέες ανατιμήσεις θα κινηθούν έως 5% σύμφωνα με το 35% των ερωτηθέντων, ενώ 1 στους 2 απάντησε ότι οι ανατιμήσεις θα φθάσουν έως το 10%. Υπάρχει δε και ένα μικρό ποσοστό 6% που απάντησε ότι οι αυξήσεις τιμών θα φθάσουν το 20%.
Για συνέχιση των ανατιμήσεων στα τρόφιμα, έστω και με πιο αργό ρυθμό, έκανε λόγο δημόσια και ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας.
Το placebo των προσφορών
Δεδομένου όμως ότι ο όγκος των πωλήσεων στους τέσσερις μήνες του 2023 συνεχίζει να είναι αρνητικός – υπολογίζεται από 3% ως και 5%, ανάλογα με την κατηγορία των προϊόντων – και την ίδια στιγμή ο όγκος των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας συνεχώς αυξάνεται, ορισμένες επιχειρήσεις, που προσανατολίζονται κυρίως στον εγχώριο τελικό καταναλωτή, είτε μέσω μικρών και επιλεκτικών μειώσεων στους τιμοκαταλόγους χονδρικής είτε (κυρίως) μέσω προσφορών στο ράφι επιχειρούν μια πρώτη, δειλή αποκλιμάκωση στις τιμές.
Οι πρώτες μειώσεις ξεκίνησαν από την αγορά των γαλακτοκομικών (γιαούρτι και τυριά με αγελαδινό γάλα), ενώ καλύτερες τιμές μέσω προσφορών διαπιστώνονται σε ορισμένα προϊόντα και στις κατηγορίες των ζυμαρικών, του κοτόπουλου και των αλεύρων.
Ωστόσο είναι σταγόνα στον ωκεανό, καθώς πρόκειται για προϊόντα που οι τιμές τους αυξήθηκαν υπέρογκα όλη την προηγούμενη διετία.
Σε κάθε περίπτωση, όπως λένε οικονομικοί αναλυτές, θα πρέπει να εξαντληθούν τα ακριβά αποθέματα σε πρώτες και δεύτερες ύλες πριν αρχίσουν να υποχωρούν οι τιμές των τελικών προϊόντων. Αυτό σημαίνει ότι ουσιαστικές μειώσεις τιμών σε βασικά τρόφιμα δεν θα δούμε μέχρι τον προσεχή Οκτώβριο.
Ακαμψία προς τα κάτω
Ομως, η πικρή αλήθεια είναι ότι οι τιμές πολύ δύσκολα θα επιστρέψουν στα προ πληθωριστικής κρίσης επίπεδα.
«Η οικονομική ιστορία έχει αποδείξει ότι οι τιμές που ανεβαίνουν δεν επιστρέφουν ποτέ στο επίπεδο από το οποίο ξεκίνησαν, είναι σαφές αυτό. Αυτό ονομάζεται στην οικονομική επιστήμη ακαμψία των τιμών προς τα κάτω» είχε πει τον περασμένο Δεκέμβριο ο γενικός γραμματέας Εμπορίου και Καταναλωτή Σωτήρης Αναγνωστόπουλος από το διαδικτυακό βήμα του 13ου συνεδρίου του ΙΕΛΚΑ.
Η αγοραστική δύναμη Σύμφωνα με τη Eurostat, η Ελλάδα το 2022 κατατάχθηκε στο bottom 3 της Ευρώπης σε ό,τι αφορά την αγοραστική δύναμη των πολιτών, μαζί με τη Σλοβακία και τη Βουλγαρία, αν και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 15%
Ποια προϊόντα σέρνουν τον χορό των αυξήσεων
Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα αβγά και τα γαλακτοκομικά είχαν τον Μάρτιο αύξηση 23,1%, δηλαδή σχεδόν 5 φορές πάνω από τον μέσο πληθωρισμό. Τον Φεβρουάριο η αύξηση που κατέγραφε η ΕΛΣΤΑΤ για τα ίδια προϊόντα ήταν 25,2%, τον Ιανουάριο 25% και τον Δεκέμβριο 25,6%.
Οι τιμές στο ψωμί και στα δημητριακά σημείωσαν αύξηση τον Μάρτιο 15,6%, έναντι αύξησης 16,8% τον Φεβρουάριο, 18,6% τον Ιανουάριο και 18,7% τον Δεκέμβριο του 2022. Τα βρώσιμα λίπη και τα έλαια εμφάνισαν αύξηση τιμών τον Μάρτιο κατά 17,5%, έναντι αύξησης 22,9% τον Φεβρουάριο, 23,1% τον Ιανουάριο και 21,7% τον Δεκέμβριο του 2022.
Παράλληλα, οι τιμές των κρεάτων σημείωσαν αύξηση της τάξεως του 19,8% τον Μάρτιο έναντι αύξησης 20% τον Φεβρουάριο, 19,3% τον Ιανουάριο και 17,8% τον Δεκέμβριο. Με δεδομένο ότι υπάρχει διαφορά φάσης στην τιμολόγηση των τροφίμων – θυμίζουμε ότι οι αυξήσεις καθυστέρησαν να περάσουν στην αγορά συγκριτικά με την αύξηση των τιμών της ενέργειας – είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα χρειαστούν αρκετοί μήνες ακόμη για να δουν οι καταναλωτές τις πρώτες ουσιαστικές μειώσεις τιμών στο καλάθι του σουπερμάρκετ.