Αν αναζητούσε κανείς την πιο συχνά ειπωμένη λέξη αυτού του καλοκαιριού, σοβαρή υποψηφιότητα θα έθετε ο «υπερτουρισμός». Ο όρος αυτός συνοδεύει ειδήσεις από διαδηλώσεις στη Βαρκελώνη, γίνεται λεζάντα σε εικόνες από τουρίστες στριμωγμένους σε σοκάκια (πριν από λίγες ημέρες μάλιστα το θέμα του συνωστισμού στα δρομάκια της Καλντέρας στη Σαντορίνη και της μείωσης του τουρισμού έγινε θέμα και στην ιστοσελίδα του CNN).
Ο υπερτουρισμός πρωταγωνιστεί επίσης στον προβληματισμό αν σε αυτόν οφείλεται η μείωση του τουρισμού σε ιδιαίτερα δημοφιλείς προορισμούς όπως η Σαντορίνη και η Μύκονος ή μήπως για την πτώση (αν υπάρχει) ευθύνεται η τόση συζήτηση για αυτόν.
Τα δεδομένα
Πρώτο δεδομένο: Σύμφωνα με το AirData Tracker του Ινστιτούτου Συνδέσμου Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) που καταγράφει τις κρατήσεις των αεροπορικών θέσεων, στα δύο διεθνή αεροδρόμια των Κυκλάδων τον Ιούλιο παρατηρείται πτώση (στη μεν Σαντορίνη -2% και στη Μύκονο -6,8% από τον αντίστοιχο περυσινό μήνα). Με αισθητά βελτιωμένη εικόνα, αλλά πάντα με αρνητικό πρόσημο (-0,5% για τη Σαντορίνη και -1,8% για τη Μύκονο), καταγράφεται η κράτηση θέσεων τον Αύγουστο.
Το συγκεκριμένο στοιχείο μπορεί μεν να είναι ενδεικτικό, αλλά, όπως υποστηρίζουν και παράγοντες της αγοράς, δεν προσφέρεται για ασφαλή συμπεράσματα.
Και αυτό γιατί, καθώς πρόκειται για τα μόνα διεθνή αεροδρόμια των Κυκλάδων, μπορεί να χρησιμοποιούνται για να φτάσει κάποιος από το εξωτερικό για οποιοδήποτε από τα νησιά. Η ίδια ασάφεια ισχύει και για την περίπτωση των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων.
«Τα νησιά έχουν μπροστά τους ακόμα τον μισό Αύγουστο και ολόκληρο τον Σεπτέμβριο, για να μην πω και τον Οκτώβριο. Η πραγματική εικόνα θα έχει διαμορφωθεί στο τέλος της χρονιάς» λέει άνθρωπος της αγοράς
Πάντως, η κίνηση από το Ηράκλειο προς τις Κυκλάδες τις πρώτες δέκα μέρες του Ιουλίου κατέγραψε ένα -30% από το αντίστοχο διάστημα του Ιουλίου του 2023.
Δεύτερο δεδομένο: Μείωση υπάρχει. Για παράδειγμα στη Σαντορίνη, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας διέθεσε ο κ. Αντώνης Παγώνης, πρόεδρος της Ενωσης Ξενοδόχων Σαντορίνης, η πληρότητα αυτή τη στιγμή είναι -15% σε διανυκτερεύσεις (από πέρυσι) και -20% στις οικονομικές επιδόσεις.
Για να έχουμε στο μυαλό μας μια τάξη μεγέθους, αρκεί να σκεφτούμε πως το νησί διαθέτει περίπου 90.000 καταγεγραμμένα κρεβάτια και αυτό σημαίνει ότι θέλει 100.000 άτομα τη μέρα για να έχει πληρότητα 100% – όσο περίπου το 10% του ελληνικού τουρισμού.
Ο κύκλος της αγοράς
Αναζητώντας τις αιτίες για την κάμψη αυτή, ο κ. Παγώνης εκτιμά ότι πολλά είναι αυτά που μπορεί να παίζουν ρόλο. «Πρώτα από όλα ο κύκλος της αγοράς. Μην ξεχνάμε ότι η Σαντορίνη είναι ένα νησί που επί 10 χρόνια έχει ανοδική πορεία. Δεύτερον, υπάρχουν παράγοντες όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες, οι εκλογές, το Euro, που επηρεάζουν τα ταξίδια. Τρίτον, σημαντικό βάρος έχει και η οικονομική κατάσταση όλων των αγορών. Η Αμερική π.χ. έχει πρόβλημα, το ίδιο και η Αυστραλία, η Ευρώπη αρχίζει να μπαίνει σε μια νέα εποχή λιτότητας».
«Ας περιμένουμε»
Το ότι υπάρχει μείωση του τουρισμού και στη Σαντορίνη και στη Μύκονο είναι κάτι που επιβεβαιώνει και ο κ. Γιάννης Ρούσσος, πρόεδρος του Επιμελητηρίου Κυκλάδων. Προτείνει όμως να μην προτρέχουμε. «Για να μπορούμε να είμαστε ακριβείς, θα πρέπει να περιμένουμε να τελειώσει η χρονιά – γιατί είναι πολύ ευμετάβλητο το τοπίο. Και επειδή τα νησιά έχουν μπροστά τους ακόμα τον μισό Αύγουστο και ολόκληρο τον Σεπτέμβριο, για να μην πω και τον Οκτώβριο, η πραγματική εικόνα θα έχει διαμορφωθεί στο τέλος της χρονιάς».
Αναφέρει όμως και κάτι ακόμα: ότι μπορεί μεν σε κάποια νησιά των Κυκλάδων να υπάρχει μείωση στον αριθμό των τουριστών και σε άλλα όχι, αλλά σε όλα υπάρχει μείωση του οικονομικού αποτελέσματος (πάντα με την επιφύλαξη της αναμονής μέχρι να ολοκληρωθεί η σεζόν). Επισημαίνει επίσης ότι η όποια μείωση στις αφίξεις των δύο διεθνών αεροδρομίων πιθανόν να αντανακλά μείωση και στα υπόλοιπα νησιά. Οσο για τις κρατήσεις στα ξενοδοχεία; Για το επόμενο διάστημα είναι περιορισμένες. Τα τελευταία όμως χρόνια το φαινόμενο της κράτησης «της τελευταίας στιγμής» είναι πολύ έντονο και επηρεάζεται από πολλές καταστάσεις, άρα δεν μπορεί κανείς να εξαγάγει ασφαλή συμπεράσματα.
Ελλειψη προγραμματισμού
Στο ερώτημά μας αν όλη αυτή η συζήτηση για τον υπερτουρισμό έχει επηρεάσει τον τουρισμό, ο κ. Ρούσσος απαντά πως έχει παίξει αρνητικό ρόλο: «Παρότι οι αφίξεις σε Σαντορίνη και Μύκονο είναι εφέτος λιγότερες, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν χρησιμοποιούμε λέξεις όπως «υπερτουρισμός». Ισως όμως είναι μια ευκαιρία να μιλήσουμε για μια βιώσιμη και σωστή διαχείριση του κάθε νησιού. Γιατί με την έλλειψη χωροταξικών σχεδίων εμποδίζει η μία χρήση την άλλη και η έλλειψη ενός σωστού σχεδιασμού τόσο σε τοπικό επίπεδο για το κάθε νησί αλλά και η έλλειψη υποδομών από την κεντρική κυβέρνηση δημιουργούν μια εσφαλμένη εικόνα.
Πρέπει λοιπόν να γίνουμε όλοι πιο επαγγελματίες. Και επειδή εκπροσωπώ την επιχειρηματικότητα, και από εκεί χρειάζεται κάποια προσοχή και κάποια σωστότερη αντιμετώπιση των καταστάσεων και προσαρμογή στα νέα δεδομένα. Ενα παράδειγμα: αρχίζουμε ξαφνικά να «πυροβολούμε» την κρουαζιέρα. Εάν αποτυπωθεί σωστά η δυνατότητα κάθε προορισμού και υπάρξει ένας σωστός προγραμματισμός, δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε για υπερβολική προσέγγιση σε ένα νησί. Ολα είναι θέματα σωστού προγραμματισμού και, προφανώς, υποδομών».
Έρευνα: Πώς βλέπουν οι Έλληνες τον τουρισμό
Περισσότερα τα υπέρ, λένε σχεδόν 8 στους 10
Τι γνώμη έχουν για τον τουρισμό και για τον υπερτουρισμό οι Ελληνες και δη εκείνοι που ζουν σε τουριστικές περιοχές; Αυτό ήταν το αντικείμενο πρόσφατης έρευνας που διεξήγαγε η εταιρεία aboutpeople για λογαριασμό του Ινστιτούτου Eteron. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά σε δείγμα 1.002 ανδρών και γυναικών ηλικίας από 17 ετών και άνω με πανελλαδική κάλυψη, από τις 22 έως τις 24 Ιουλίου – όταν δηλαδή ήδη είχε φουντώσει η συζήτηση για τον υπερτουρισμό παγκοσμίως αλλά και στη χώρα μας.
Το 67,2% των ερωτηθέντων που ζουν σε τουριστικές περιοχές θεωρεί την επίδραση του τουρισμού θετική ή μάλλον θετική, ενώ το 30,8% τη χαρακτηρίζει ως αρνητική ή μάλλον αρνητική.
Σε εθνικό επίπεδο, το 74,4% αξιολόγησε την επίδραση του τουρισμού στην Ελλάδα θετικά ή μάλλον θετικά, ενώ το 24,4% έχει αντίθετη άποψη. Οσον αφορά τις ερωτήσεις για το επίμαχο θέμα, το βασικό συμπέρασμα φαίνεται να είναι ότι, κατά τη γνώμη των ερωτηθέντων, δεν αντιμετωπίζουμε ως χώρα πρόβλημα υπερτουρισμού ακόμα, αλλά πως ο κίνδυνος να συμβεί κάτι τέτοιο είναι υπαρκτός – γι’ αυτό και χρειάζεται προσοχή στο άμεσο μέλλον.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η απόκλιση στις απαντήσεις ανάμεσα σε εκείνους που κατοικούν σε τουριστική περιοχή και στο εθνικό επίπεδο σε σχέση με τον κίνδυνο υπερτουρισμού. Ενώ στην πρώτη περίπτωση το 54,7% θεωρεί ότι η περιοχή του δεν έχει υπερτουρισμό αλλά χρειάζεται προσοχή στο άμεσο μέλλον, σε εθνικό επίπεδο το ποσοστό αυτό πέφτει στο 45,6%.
«Οσο περισσότεροι τόσο καλύτερα»
Αντίθετα, είναι σχεδόν το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις, (19,3% και 19,6% αντίστοιχα) το ποσοστό εκείνων που δεν ανησυχούν για τον υπερτουρισμό και πιστεύουν ότι όσο περισσότεροι τουρίστες τόσο το καλύτερο.
Η έρευνα εξετάζει επίσης τις επιδράσεις του τουρισμού στην Ελλάδα σε τομείς όπως οι θέσεις εργασίας, η οικονομία, τα πολιτιστικά δρώμενα, τα ενοίκια, η ακρίβεια, ο τρόπος ζωής, η φυσιογνωμία της χώρας, η περιβαλλοντική ρύπανση και η ασφάλεια των κατοίκων.
Στα θετικά, σε εθνικό επίπεδο, συγκαταλέγονται (με τη σειρά αυτή) η οικονομία, οι θέσεις εργασίας και τα πολιτιστικά δρώμενα, ενώ στα αρνητικά η επίδραση του τουρισμού στην περιβαλλοντική ρύπανση, στην ακρίβεια και στα ενοίκια. Τομείς που δεν επηρεάζονται ιδιαιτέρως, σύμφωνα με την άποψη των ερωτώμενων, είναι η φυσιογνωμία/ταυτότητα της χώρας, ο τρόπος ζωής και η ασφάλεια των κατοίκων.
Οι αριθμοί
- 74,4% θεωρούν ότι έχει θετική/ μάλλον θετική επίδραση,
- 24,4% θεωρούν ότι έχει αρνητική/ μάλλον αρνητική επίδραση,
- 67,2% των κατοίκων τουριστικών περιοχών έχουν θετική εικόνα,
- 30,8% των κατοίκων τουριστικών περιοχών έχουν αρνητική εικόνα,
- 45,6% θεωρούν ότι η χώρα δεν αντιμετωπίζει ακόμη πρόβλημα υπερτουρισμού αλλά απαιτείται προσοχή στο μέλλον,
- 30,5% θεωρεί ότι η Ελλάδα πάσχει από υπερτουρισμό και χρειάζονται άμεσα μέτρα περιορισμού,
- 19,6% δεν ανησυχεί για τον υπερτουρισμό και εκτιμά ότι όσο περισσότεροι τουρίστες έρχονται στη χώρα τόσο το καλύτερο.