Από το 1990, από την κατάρρευση του σοβιετικού κόσμου και εντεύθεν, δηλαδή εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες, ο δυτικός κόσμος κυριαρχήθηκε από το ίδιο σχήμα οικονομικής πολιτικής, απόλυτα προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις και στα «θέλω» των αγορών.
Μετά, μάλιστα, και την υιοθέτηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ στην Ευρώπη – του ευρωπαϊκού ζουρλομανδύα, όπως ονομάστηκε από τους επικριτές της –, που ήθελε τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική απόλυτα συντονισμένες προκειμένου να υποστηριχθεί η σταθερότητα του ενιαίου νομίσματος στην υπό κατασκευή ευρωζώνη, οι πολιτικές σχεδόν ομογενοποιήθηκαν.
Τα δημόσια οικονομικά δεσμεύτηκαν αυστηρά από τον στόχο συγκράτησης των ελλειμμάτων στο όριο του 3% και η νομισματική πολιτική μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας διαμορφώθηκε έτσι ώστε να υπηρετεί τον, εν πολλοίς αυθαίρετα προσδιορισθέντα, στόχο του 2% για τον πληθωρισμό.
Και επιπλέον οι κυβερνήσεις όφειλαν να τηρούν τον στόχο ελέγχου του δημόσιου χρέους στο 60% του ΑΕΠ. Το όλο σχήμα αυστηρής οικονομικής πολιτικής τελούσε υπό τον αυστηρό έλεγχο τόσο των Αρχών όσο και των αγορών, μέσω των οίκων αξιολόγησης, οι οποίοι βαθμολογούσαν και όριζαν την πιστοληπτική ικανότητα των χωρών.
Εκοβαν και έραβαν
Οι Αρχές, η Κομισιόν εν προκειμένω, έκοβε και οι αγορές έραβαν, μην αφήνοντας περιθώρια μεγάλων παρεκτροπών. Με την έλευση, μάλιστα, του ενιαίου νομίσματος την Πρωτοχρονιά του 2002 οι οικονομικές πολιτικές ομογενοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό.
Κοινώς τα ελλείμματα και τα χρέη δεν μπορούσαν να υπερβούν χωρίς συνέπειες και εξαναγκασμούς σε διορθώσεις τούς προαναφερθέντες στόχους και η πολιτική επιτοκίων καθώς και εκείνη των αμοιβών ήταν αναγκασμένες να υπηρετούν τον στόχο ελέγχου του πληθωρισμού.
Σε κάθε ανοδική φάση του πληθωρισμού η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρενέβαινε μέσω των επιτοκίων και των εργαλείων ρευστότητας που διέθετε και απαιτούσε αντίστοιχη στάση και συμπεριφορά από εργαζομένους και εργοδότες.
Σκληρά προγράμματα
Οι χώρες μάλιστα που διατηρούσαν διαρθρωτικά βάρη, όπως η δική μας, ελέγχονταν για υπερβολικά ελλείμματα και χρέη και υποχρεώνονταν σε προσαρμογές έναντι των όποιων αποκλίσεων.
Επιπρόσθετα πιέζονταν αφόρητα ώστε να ελέγξουν τα ασφαλιστικά τους συστήματα και γενικώς να αποδεχθούν σκληρά προγράμματα διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, ώστε να βρεθούν προϊόντος του χρόνου στο ίδιο επίπεδο διαχείρισης και ελέγχου των κρατικών, ιδιαιτέρως των κοινωνικών, δαπανών.
Με την πάροδο των ετών οι επιμέρους οικονομικές πολιτικές των κρατών-μελών κινούνταν στο ίδιο μοτίβο. Το ενιαίο σχήμα οικονομικής πολιτικής ευνοούσε συστηματικά και οργανωμένα τα συμφέροντα, την πρόοδο, την κερδοφορία των επιχειρήσεων και βεβαίως τη μεγέθυνση και τη μετοίκησή τους σε περιοχές φθηνού εργατικού δυναμικού και ελεγχόμενου κόστους. Η ελευθερία στην κίνηση κεφαλαίων προσέδωσε νέες δυνατότητες και οι νέες τεχνολογίες τις επαύξησαν στον μέγιστο βαθμό.
Εν τω μεταξύ, το όλο σχήμα οικονομικής πολιτικής και με τη διαρκή επίκληση της ανταγωνιστικότητας περιόρισε τις εργατικές διεκδικήσεις, όπως και εκείνες της ενίσχυσης των κοινωνικών παροχών. Με τον καιρό οι όποιες ευελιξίες χάθηκαν, το κεφάλαιο ισχυροποιήθηκε, ο χρηματοπιστωτικός τομέας ξέφυγε, το όλο οικονομικό σύστημα ορίστηκε από τις επιδιώξεις των αγορών και τη μέθη των κερδών, με αποτέλεσμα οι κοινωνικές ισορροπίες να αλλάξουν και οι ανισότητες να εκτοξευθούν στα ύψη.
Η κρίση χρέους
Η μονομέρεια της οικονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη δράση του χρηματοπιστωτικού τομέα, οδήγησε σε υπερβολές πρώτου μεγέθους και αυτές με τη σειρά τους στη μεγάλη και αδυσώπητη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η οποία οδήγησε σε καταρρεύσεις τραπεζικών γιγάντων και φανέρωσε το κενό του κυρίαρχου και ομογενοποιημένου διεθνώς μοντέλου οικονομικής πολιτικής.
Ηταν η πρώτη και αδιαμφισβήτητη κρίση εμπιστοσύνης, που ωστόσο δεν άλλαξε τα πράγματα. Αρχικώς ηγέρθησαν αμφισβητήσεις, το κράτος παρενέβη και διέσωσε κολοσσούς στις ΗΠΑ, αλλά η κρίση μεταφέρθηκε στην Ευρώπη με τη μορφή κρίσης χρέους, πλήττοντας τους ασθενέστερους κρίκους της ευρωζώνης, με πρώτη και καλύτερη την Ελλάδα, που διατηρούσε άλυτα επί μακρόν τα διαρθρωτικά της προβλήματα.
Εν τέλει οι αγορές σε μια κρίση εμπιστοσύνης επικράτησαν και επέβαλαν πλήρως το μοντέλο τους. Μετά το 2008 οι χώρες με υψηλά χρέη αποκλείστηκαν από τις διεθνείς αγορές και υποχρεώθηκαν σε βίαιες προσαρμογές προκειμένου να ανακτήσουν την αξιοπιστία τους. Ολη η Ευρώπη δοκιμάστηκε τότε και η ομογενοποιημένη ενιαία οικονομική πολιτική δοξάστηκε εκ νέου. Οπως και τα αποτελέσματά της κατέστησαν βιαιότερα. Οι ανισότητες χτύπησαν κόκκινο σε όλη την Ευρώπη, αλλά οι οικονομικές πολιτικές παρέμειναν προσηλωμένες στους ίδιους στόχους και στις ίδιες επιδιώξεις.
Ευκαιρίες αλλαγών
Η έλευση της πανδημίας του κορωνοϊού άμβλυνε κάπως τις πολιτικές, ελευθέρωσε προσωρινά τις κυβερνήσεις από το αυστηρό πλαίσιο του συμφώνου σταθερότητας, πρόσφερε κάποιες ευκαιρίες αλλαγών, αλλά με το πέρας αυτής επανήλθαμε στο αυτό σχήμα και μοντέλο. Η εργασία παρέμεινε ο πιο υποτιμημένος συντελεστής παραγωγής, ενώ αντιθέτως το κεφάλαιο και τα τεχνολογικά αγαθά εξυψώθηκαν εκ νέου. Οι επενδύσεις ωστόσο δεν ήταν οι αναμενόμενες, οι δύο μεγάλες, ενεργές ακόμη, πολεμικές εστίες πρόσθεσαν προβλήματα και εντάσεις.
Εν τω μεταξύ, οι αναπτυσσόμενες χώρες, πιο πλούσιες πια, ανέδειξαν τις δυνατότητες του κεντρικού σχεδιασμού στο πλαίσιο των ανοιχτών και ελεύθερων αγορών και πλέον διεκδικούν καλύτερες θέσεις στον διεθνή καταμερισμό και περισσότερη συμμετοχή στη διοίκηση του κόσμου. Με αποτέλεσμα ο δυτικός κόσμος να απομειώνεται και οι κυβερνήσεις στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη να καταδιώκονται και να αμφισβητούνται από τους πολίτες τους.
Πλέον το ομογενοποιημένο, εδώ και τρεις δεκαετίες, μοντέλο οικονομικής πολιτικής στη Δύση παράγει μόνο ανισότητες, κοινωνικές εντάσεις και πολιτικές κρίσεις. Και για αυτό και αμφισβητείται εντόνως καθιστώντας τις περισσότερες των κυβερνήσεων αντιδημοφιλείς, αμφισβητούμενες και εν πολλοίς ανήμπορες.
Κοινωνική συμφωνία
Η ιστορική και η διεθνής εμπειρία δηλώνει πως είναι καιρός για γενναία στροφή, για πολιτικές που ενσωματώνουν στοιχεία του κρατικού σχεδιασμού και παρεμβάσεις κοινωνικού χαρακτήρα και περιεχομένου που θα αμβλύνουν το αίσθημα υποχώρησης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Κοινώς η ανάπτυξη, η αναδιανομή και η πρόοδος των κοινωνιών δεν μπορούν να αφεθούν στην «καλοσύνη» των πλουσίων, των εχόντων, των κατεχόντων και των αδηφάγων επενδυτικών funds.
Ειδικώς η Ευρώπη και ο δυτικός κόσμος έχουν ανάγκη από μια νέα κοινωνική συμφωνία, από ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα επανεκτιμά τις βασικές θεμελιώδεις αξίες του πολιτισμού μας και θα αποδίδει τα δέοντα σε όσους μοχθούν και παλεύουν με τα χέρια και τις γνώσεις τους. Κοινώς, από νέα σχήματα οικονομικής πολιτικής, γιατί το προηγούμενο μοιάζει πεπαλαιωμένο και ικανό μόνο κρίσεις, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές, να προκαλεί.