Αλλεπάλληλα γεγονότα επιβεβαιώνουν ότι η παρανομία όχι μόνο είναι ανεκτή, αλλά δικαιώνεται ακόμα και από τη δικαστική εξουσία, κατά τρόπο μάλιστα προκλητικό. Η πρόσφατη αθώωση των εμπλεκομένων στο σκάνδαλο Siemens, οι οποίοι πρωτοδίκως είχαν καταδικαστεί σε πολυετείς ποινές κάθειρξης, είναι τουλάχιστον σκανδαλώδης. Οι δικαστές μας, χρονοτριβώντας επί χρόνια και κάνοντας κατάχρηση των αναβολών της δίκης, ξεπέρασαν τα είκοσι χρόνια δικάζοντας. Επήλθε έτσι παραγραφή των αδικημάτων, με αποτέλεσμα να αποδοθούν λευκοί και άμωμοι οι σκανδαλωδώς δωροδοκήσαντες και δωροδοκηθέντες από τη Siemens. Με παραγραφή επίσης κινδυνεύει να απαλλαχθεί και ο αποπειραθείς να δολοφονήσει τον πρώην πρωθυπουργό κ. Παπαδήμο, προφανώς και πάλι λόγω αλλεπαλλήλων αναβολών της δίκης. Και ασφαλώς και πλήθος άλλων δικών σέρνονται έτσι οδηγούμενες σε αντίστοιχη παραγραφή.
Αλλά και όταν αποφασίσουν οι δικαστές μας να επιβάλουν κάποια ποινή, τη συνοδεύουν κατά κανόνα και από αναστολή στην εκτέλεσή της, οπότε οι καταδικασθέντες αποχωρούν από το εδώλιο του κατηγορουμένου ελεύθεροι και ουσιαστικά ατιμώρητοι, οπότε συνεχίζουν την παραβατική τους δράση, ιδίως αν επαγγέλλονται παράνομη δραστηριότητα.
Τα προαναφερθέντα συμβαίνουν όχι μόνο διότι κάποιοι δικαστές είναι φυγόπονοι και διαιωνίζουν τις υποθέσεις που χειρίζονται, αλλά κυρίως επειδή ο νόμος τούς παρέχει αυτή την ευχέρεια. Το δικαίωμα της αναβολής που τους παρέχεται ασυδότως και η αναστολή στην εκτέλεση των ποινών προβλέπονται από τη νομοθεσία. Αρα τη βαρύτερη ευθύνη για τα όσα απαράδεκτα και προκλητικά συμβαίνουν κατά την άσκηση της ποινικής δικαιοσύνης την έχουν εκείνοι που νομοθετούν. Η Βουλή και οι εκάστοτε κυβερνώντες νομοθετούν αυτή την ανοχή στο έγκλημα και οι δικαστές αποφασίζουν με βάση αυτή τη νομοθεσία.
Το ότι τη βαρύτερη ευθύνη για την εκτεταμένη παραβατικότητα φέρουν οι κυβερνήσεις αποδεικνύεται από τις επί χρόνια ανενόχλητες καταλήψεις δημοσίων κτιρίων, κυρίως πανεπιστημιακών. Ακραία περίπτωση τα αποκαλυφθέντα στη φοιτητική εστία της Πολυτεχνειούπολης, όπου ομάδες συμμοριών είχαν καταλάβει τους χώρους της, εκτοπίζοντας τους δικαιούχους φοιτητές. Το ότι η σημερινή κυβέρνηση αποφάσισε επιτέλους να βάλει ένα τέλος στην κατάληψη δεν την απαλλάσσει από το γεγονός ότι επί τρία χρόνια, που είναι στην εξουσία, μολονότι εγνώριζε, δεν έκανε τίποτα για να σταματήσει αυτή η ντροπή. Το γεγονός ότι και η προηγηθείσα κυβέρνηση επεδείκνυε την ίδια ανοχή δεν απαλλάσσει τη σημερινή. Η οποία άλλωστε φαίνεται πόσο διστακτική είναι στην επιβολή της νομιμότητας όπως αποδεικνύεται από την αδυναμία της να επιβάλει την από την ίδια δημιουργηθείσα πανεπιστημιακή αστυνομία.
Ευχάριστη πάντως έκπληξη προκάλεσε η επέμβαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου, που ζήτησε να διερευνηθούν οι λόγοι της εικοσαετούς καθυστέρησης στην έκδοση απόφασης για το σκάνδαλο Siemens. Ομως και αυτό κατόπιν εορτής. Γι’ αυτό και προσυπογράφω την κατάληξη σχετικού άρθρου του εκλεκτού συναδέλφου Βασίλη Αγγελικόπουλου στην «Καθημερινή» της 2/10, ο οποίος δηλώνει ότι «αισθάνεται απόγνωση κάθε που σκέφτεται τι τραβάνε οι ατυχείς Ελληνες όταν τους τυχαίνει να μπλεχτούν μ’ αυτό το τυφλό και νυσταλέο εκτόπλασμα που λέγεται ελληνική δικαιοσύνη. Το οποίο συντηρούν και νταντεύουν με ιδιαίτερη στοργή και ιδιοτέλεια τα πολιτικά μας κόμματα».