Οι σχεδόν σαράντα ημέρες καύσωνα και πυρκαγιών δοκίμασαν πραγματικά τις αντοχές της νέας κυβέρνησης, αλλά το πολιτικό κλίμα δεν άλλαξε, όπως και η ατμόσφαιρα στην οικονομία διατηρείται ιδιαιτέρως θετική, παρά τις πυροσβεστικές αδυναμίες και τις πρώτες πολιτικές αστοχίες του νέου μετεκλογικού σχήματος που επέλεξε ο κ. Μητσοτάκης.
Οι αξιολογητές των ελληνικών οικονομικών υποθέσεων, οι αγορές ομολόγων, μετοχών και μαζί τους οι οίκοι αξιολόγησης σχεδόν αγνόησαν τις καταστροφικές πυρκαγιές του Ιουλίου και προσπέρασαν τα όποια πολιτικά παρατράγουδα της περιόδου.
Η μετεκλογική «μεγάλη εικόνα» της κυβέρνησης, όπως τη μεταφέρουν εγχώριοι και διεθνείς αναλυτές, παραμένει ισχυρή και ικανή να υποστηρίξει και να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις καλλιεργηθείσες επενδυτικές προσδοκίες της προηγούμενης περιόδου. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θεωρείται σχεδόν δεδομένη και στον βαθμό που επιβεβαιωθεί στους αμέσως προσεχείς μήνες θα δώσει ώθηση στις εγχώριες αξίες και θα ενισχύσει έτι περαιτέρω τις επιχειρηματικές και επενδυτικές προσδοκίες. Στις τράπεζες, παρά την αποδιοργάνωση τελευταίως των διεθνών αγορών εξαιτίας της υποβάθμισης της αμερικανικής οικονομίας από τον οίκο Fitch, αναμένουν μέρες υψηλών κερδών για τις ελληνικές μετοχές και τις εγχώριες, κρατικές και ιδιωτικές, ομολογιακές εκδόσεις. Γενικώς εκτιμάται ότι ο μήνας του μέλιτος των αγορών με την κυβέρνηση Μητσοτάκη θα διατηρηθεί για αρκετό διάστημα ακόμη, υποστηρίζοντας τις όποιες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες αναλάβει όπως έχει υποσχεθεί.
Θα έλεγε κανείς ότι η «μεγάλη εικόνα» για τη χώρα και την κυβέρνηση παραμένει επί του παρόντος λαμπερή και ελκυστική, όπως δηλώνει το αυξανόμενο διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον, το δυναμικό, παρά τα επιμέρους προβλήματα, τουριστικό ρεύμα, αλλά και οι εξελισσόμενες πολλές πρωτοβουλίες των ελλήνων επιχειρηματιών.
Επιλογές και ερωτήματα
Ωστόσο ένα πιο διεισδυτικό βλέμμα θα εντοπίσει θολές και δυσλειτουργικές ζώνες, οι οποίες αν μη τι άλλο προβληματίζουν. Το κυβερνητικό σχήμα, για παράδειγμα, φανέρωσε αδυναμίες αυτό το «καυτό» διάστημα. Η επιλογή Μηταράκη εμφανώς δεν ήταν η καλύτερη, φαινόταν εξαρχής παράταιρη προς τους διακηρυγμένους μεταρρυθμιστικούς στόχους και σκοπούς, αλλά και η τοποθέτηση του κ. Αυγενάκη στο κρίσιμο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης φαντάζει ξένη προς το αντικείμενο. Κατέστη επίσης φανερή η δυσκολία προσαρμογής του νέου οικονομικού επιτελείου στο έργο και στις υψηλές απαιτήσεις της περιόδου. Ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών κ. Ν. Παπαθανάσης μάλλον ατύχησε στις πρώτες επιλογές του, ιδιαιτέρως όσον αφορά τη διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης, του ισχυρότερου αναπτυξιακού εργαλείου της χώρας. Οι πρωτοβουλίες αναθεώρησης συγκεκριμένων πλευρών βρήκαν τοίχο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και κατά πληροφορίες απερρίφθησαν όλες μετά πολλών επαίνων.
Το Ταμείο Ανάκαμψης
Η απομάκρυνση του κ. Ν. Μαντζούφα από τη θέση του διοικητή του Ταμείου Ανάκαμψης δεν ήταν και η σοφότερη των πράξεων. Το Ταμείο Ανάκαμψης διέπεται από κανόνες και διαδικασίες τις οποίες, κατά τα φαινόμενα, δεν υπολόγισαν σωστά ούτε ο κ. Παπαθανάσης ούτε ο διάδοχος του κ. Μαντζούφα, Ορέστης Καβαλάκης. Στο κρίσιμο αυτό πεδίο φαίνεται να απωλέσθη προσωρινά η έννοια της συνέχειας και να ακολουθήθηκαν ατελέσφοροι πειραματισμοί. Τώρα ο κ. Χατζηδάκης προσπαθεί να μαζέψει τα «σπασμένα» και να επαναφέρει το Ταμείο Ανάκαμψης στην επιτυχώς σχεδιασμένη και αποδοτική προηγούμενη τροχιά του. Πληροφορίες αναφέρουν ότι πλέον επιχειρείται νέα προσπάθεια ώστε μέχρι το τέλος του καλοκαιριού να έχει κατατεθεί νέο σχέδιο αναθεώρησης πτυχών του Ταμείου Ανάκαμψης σύμφωνα με τους όρους και τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οσοι παρακολουθούν από κοντά τα του Ταμείου Ανάκαμψης επιμένουν πάντως ότι εντός του τρέχοντος πλαισίου υπάρχουν πάμπολλες ανεκμετάλλευτες ακόμη χρηματοδοτικές δυνατότητες, ιδιαιτέρως για τις περίπου 700.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι μικρομεσαίες επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο μέχρι 10 εκατ. ευρώ μπορούν να χρηματοδοτηθούν για τις όποιες επενδύσεις τους με επιτόκιο μόλις 0,35%!
Η μη αξιοποίηση μέχρι τώρα αυτής της δυνατότητας αποδίδεται στο γεγονός ότι δεν έχει επικοινωνηθεί καταλλήλως, ότι οι μικρομεσαίοι δεν γνωρίζουν το μέτρο και επιπλέον δεν διαθέτουν εσωτερικά τους μηχανισμούς για να καταρτίσουν επαρκή και αξιόπιστα επενδυτικά πλάνα ώστε να ενταχθούν στις ευνοϊκές προβλέψεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Πράγμα που απαιτεί μηχανισμούς υποστήριξης κυρίως από τις τράπεζες, οι οποίες δεν δείχνουν επί του παρόντος το ενδιαφέρον διάχυσης των δυνατοτήτων του Ταμείου Ανάκαμψης στο πλήθος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Τράπεζες και επιχειρήσεις
Οι τράπεζες από την πλευρά τους υποστηρίζουν ότι πλέον τα πιστωτικά κριτήρια είναι ενιαία για ολόκληρη την Ευρώπη και οι περισσότερες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν εμπίπτουν σε αυτά και αποκλείονται εξ αρχής. Ωστόσο δεν μπορεί μεταξύ 700.000 μικρομεσαίων επιχειρήσεων να μην υπάρχουν 40.000 – 50.000 μικρομεσαίες που να ικανοποιούν τα πιστωτικά κριτήρια και να είναι σε θέση να υπαχθούν στα ευεργετικά, χαμηλού επιτοκιακού κόστους, επενδυτικά χρηματοδοτικά προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης.
Είναι και αυτή μια πτυχή της τριβής που διατηρείται αναλλοίωτη στον χρόνο στις σχέσεις μεταξύ υπουργείου Οικονομικών και των τραπεζών. Ο υπουργός Οικονομικών κ. Κωστής Χατζηδάκης προσπαθεί να βρει νέα σημεία επαφής με τις διοικήσεις τους και να πιέσει προς διάφορες κατευθύνσεις. Πέρα δηλαδή από το μείζον θέμα της μεγάλης διαφοράς μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων, η οποία, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ανέρχεται σε 5,8 ποσοστιαίες μονάδες και είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη. Και είναι αυτή που υποστηρίζει τα υψηλά τραπεζικά κέρδη της περιόδου, όπως φανερώνουν οι τελευταία δημοσιευόμενες λογιστικές καταστάσεις, εντάσσοντας τα πιστωτικά ιδρύματα στον κύκλο των οργανισμών που ενισχύουν συστηματικά τον λεγόμενο «πληθωρισμό κερδών», ο οποίος δυστυχώς συναντάται σε πολλούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Οι περισσότεροι των οικονομικών αναλυτών είναι πεπεισμένοι πια ότι τα μισθολογικά και άλλα στοιχεία κόστους δεν δικαιολογούν την εκτίναξη στα ύψη των τιμών πλήθους αγαθών και υπηρεσιών. Και επιμένουν ότι η απληστία εξηγεί πλήρως τον διαχεόμενο «πληθωρισμό κερδών» σε ολόκληρη την οικονομία. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η πρόσφατη έκκληση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννη Στουρνάρα προς τις επιχειρήσεις να μειώσουν τα περιθώρια κέρδους. Με τη διαφορά ότι ως επόπτης έπρεπε να την απευθύνει πρώτα στις τράπεζες που ελέγχει.
Εργασία και χαμηλές αμοιβές
Επίσης προβληματίζει το γεγονός ότι μόλις το 60% του δυνητικά ενεργού πληθυσμού απασχολείται στη χώρα μας. Στις δε ηλικίες μεταξύ 17-24 ετών μόλις το 30% είναι ενταγμένο στην αγορά εργασίας και το υπόλοιπο αργεί, δεν αναζητεί εργασία ή προτιμά μη δηλωμένη συμμετοχή σε παραοικονομική δραστηριότητα. Αιτία, σύμφωνα με τους ειδικούς, οι προσφερόμενες χαμηλές αμοιβές, οι οποίες μόλις υπερβαίνουν τα επιδόματα με αποτέλεσμα να αποθαρρύνουν την ένταξη σε τυπικά οργανωμένα σχήματα. Είναι και αυτό μείζον πρόβλημα το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, δημιουργώντας τους όρους και τις προϋποθέσεις για καλύτερες αμοιβές, η αύξηση των οποίων υπολείπεται σημαντικά των επιπέδων του πληθωρισμού.
Είναι και αυτό το πρόβλημα συνδεδεμένο με την κραταιά, όπως αποδεικνύεται, παραοικονομία, η οποία απλώνεται όπως και οι ξαπλώστρες στις παραλίες, προκαλώντας τη δικαιολογημένη αντίδραση των πολιτών. Και όπως οι ξαπλώστρες θα μπορούσαν να ελεγχθούν με τα νέα ηλεκτρονικά μέσα από αέρος, έτσι και η παραοικονομία θα μπορούσε να ελεγχθεί με την ολοκληρωτική επέκταση των POS και την ηλεκτρονική διασύνδεση όλων των επιχειρήσεων και δραστηριοτήτων με το πληροφοριακό σύστημα TAXIS του υπουργείου Οικονομικών.