Αν αναλογιστεί κανείς πως τα 3/4 της επιφάνειας του πλανήτη καλύπτονται από τη θάλασσα, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως το μπλε βαθύ του αρχιπελάγους προσφέρει πολλαπλά οφέλη στην ανθρωπότητα. Αντίστοιχα, μια ματιά στη γειτονιά μας αναδεικνύει το θαλάσσιο περιβάλλον της Ελλάδας που χαρακτηρίζεται ως ένας από τους πιο σημαντικούς κρίκους στο ευρύτερο οικοσύστημα.
Ωστόσο, μια σειρά από περιστατικά θαλάσσιας ρύπανσης σε διάφορες περιοχές της χώρας το τελευταίο διάστημα προκαλούν τόσο ανησυχία για τις ζημιές που προκύπτουν όσο και ερωτήματα για το πώς κατανέμονται οι αρμοδιότητες και η ευθύνη για τον καθαρισμό παραλιών και αιγιαλών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η περίπτωση θαλάσσιας ρύπανσης πριν από μερικές εβδομάδες στη Bορειοδυτική Ικαρία, όπου καταγράφηκε εμφάνιση πετρελαιοειδών (πίσσες) στις παραλίες Μεσακτή, Λιβάδι και Σπάσματα Ευδήλου. Αρχικά, υπήρξαν καταγγελίες λουομένων για αφρούς και μαύρα κομμάτια στο νερό, τα οποία εν τέλει εκβράστηκαν σε όλο το μήκος των ακτών στις εν λόγω παραλίες.
Ο Δήμος Ικαρίας μέσω ανάρτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ζήτησε τη συμμετοχή εθελοντών στον καθαρισμό, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά πως «αδυνατώντας να αναλάβει τον καθαρισμό με το διαθέσιμο σήμερα προσωπικό, απευθύνει κάλεσμα σε όσους επιθυμούν να βοηθήσουν εθελοντικά στον καθαρισμό της ακτής από τα κατάλοιπα πετρελαιοειδών (…) να συγκεντρωθούν στην παραλία της Μεσάκτης (στους εθελοντές θα διατεθούν γάντια, σακούλες απορριμμάτων και νερά)». Επιπλέον, η δημοτική αρχή ζήτησε τη συνδρομή όσων τυχόν διέθεταν αντιρρυπαντικό εξοπλισμό.
Μιλώντας στο «Βήμα», ο αντιδήμαρχος Ικαρίας Σωτήρης Κόχυλας αναφέρει πως ειδοποιήθηκε για το περιστατικό από ανθρώπους που βρίσκονταν στην παραλία και αντιλήφθηκαν την «ύπαρξη κομματιών από πίσσα».
Οπως λέει, «από τη στιγμή που θα βγουν έξω τα υπολείμματα της ρύπανσης, η αρμοδιότητα περνά στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, ενώ δεν υπήρχε και η υποδομή να σταματήσει όσο αυτή ήταν στη θάλασσα, όπου η ευθύνη είναι του Λιμενικού Σώματος. Αν είχε εντοπιστεί νωρίτερα θα ήταν πιο εύκολη η διαδικασία της απορρύπανσης».
Με παρεμβάσεις τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πολλοί ήταν αυτοί που έκαναν λόγο για εσκεμμένη κωλυσιεργία από πλευράς του Λιμενικού Σώματος προκειμένου η ρύπανση να «πατήσει στεριά» και η αρμοδιότητα να «αλλάξει χέρια».
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Λιμενικού Ταμείου Ικαρίας Γιάννης Σηφάκης τονίζει πως ναι μεν η δική τους δικαιοδοσία βρίσκεται εντός των ζωνών των λιμενικών εγκαταστάσεων, ωστόσο όταν τους ζητήθηκε βοήθεια, έσπευσαν και παρείχαν τον εξοπλισμό που διαθέτουν.
«Το θέμα είναι να υπάρχει συνεργασία, γιατί όσο και μπερδεμένες μπορεί να είναι οι αρμοδιότητες, εδώ μιλάμε για το νησί μας. Καλό θα ήταν να μην πετάει το μπαλάκι των ευθυνών ο δήμος σε εμάς ή εμείς στον δήμο. Σίγουρα, ο τοπικός Λιμενικός Σταθμός θα μπορούσε να έχει εντοπίσει νωρίτερα τη ρύπανση. Μπορεί να μην έχει σκάφος, αλλά από το σημείο περνούν συνέχεια καΐκια και θα έπρεπε να έχει ειδοποιηθεί σίγουρα» επισημαίνει.
Ομως το ζήτημα της θαλάσσιας ρύπανσης από σκάφη δεν περιορίζεται στην Ικαρία, καθώς τους τελευταίους μήνες σημειώθηκαν περιστατικά τόσο στο Ιόνιο όσο και στο Αιγαίο Πέλαγος. Από απόμερες παραλίες μέχρι πολυσύχναστες μαρίνες ποσότητες πετρελαιοειδών έκαναν την εμφάνισή τους, αποτελώντας ακόμη ένα πρόβλημα στο ήδη επιβαρυμένο περιβάλλον.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Λιμενικού, από την αρχή της χρονιάς έχουν καταγραφεί συμβάντα – μεταξύ άλλων – στα Σύβοτα, στη Βούλα, στη Γλυφάδα, στο Νέο Ικόνιο, στη Βλυχάδα και στη Θεσσαλονίκη και όπως επισημαίνεται «σε όλες τις περιπτώσεις λήφθηκαν δείγματα από την περιοχή της ρύπανσης και δείγματα πετρελαιοειδών από παρακείμενα πλοία προκειμένου να εντοπιστούν οι παραβάτες».
Πολλαπλές οι επιπτώσεις στο περιβάλλον
«Το Βήμα» απευθύνθηκε στον Δρόσο Κουτσούμπα, καθηγητή Θαλάσσιας Βιολογίας και πρόεδρο του Τμήματος Ωκεανογραφίας και Θαλασσίων Βιοεπιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Οπως επισημαίνει «οι επιπτώσεις ρύπανσης από πετρελαϊκούς υδρογονάνθρακες είναι δύο όσον αφορά το θαλάσσιο περιβάλλον. Είναι άλλο αν είναι μία μικρή διάχυση και άλλο αν πρόκειται για μεγαλύτερη.
Επίσης, έχουμε διαφορετικού τύπου πετρελαϊκούς υδρογονάνθρακες, οπότε έχουμε διαφορετικές επιπτώσεις στα έμβια όντα της θάλασσας. Στις άμεσες επιπτώσεις, λόγω της τοξικότητας, προκαλούνται θανατώσεις σε οργανισμούς είτε της πελαγικής ενότητας, όπως κητώδη, δελφίνια, θαλασσοπούλια ή ψάρια, είτε σε οργανισμούς που ζουν στον βυθό της θάλασσας, όπως ασπόνδυλα, θαλάσσια φυτά κ.λπ.
Μια δεύτερη επίπτωση και όχι τόσο άμεση είναι πιο εμφανής στον πυθμένα με καταγεγραμμένες περιπτώσεις όπου οι πετρελαϊκοί υδρογονάνθρακες μπορούν να παραμείνουν μέχρι και 15 χρόνια στις περιοχές αυτές».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «αν επικεντρώσει κάποιος στους βιοτόπους, το σπίτι πολλών οργανισμών, για παράδειγμα οι ποσειδωνίες, οι ύφαλοι, τα σπήλαια κ.λπ., μπορεί να διαπιστώσει ότι όταν έχουμε ρύπανση, πέραν του ότι σκοτώνονται οι ίδιοι οι οργανισμοί, καταστρέφονται και τα ενδιαιτήματά τους».
Τέλος, ο καθηγητής υπογραμμίζει ότι δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως πέρα από τους θανάτους θαλασσίων ζώων και οργανισμών, υπάρχουν και έμμεσες επιπτώσεις.
«Είναι το θέμα της συγκέντρωσης και μέσω της τροφικής αλυσίδας μέσα στο σώμα των ίδιων των οργανισμών. Για παράδειγμα, ποιος θα πάει να αγοράσει ψάρια από μια περιοχή η οποία είναι επηρεασμένη και έχει δεχθεί τη ρύπανση από πετρελαϊκούς υδρογονάνθρακες; Επηρεάζονται οι ψαράδες, οι καταναλωτές και οι οικοσυστημικές υπηρεσίες που προσφέρει τελικά το θαλάσσιο περιβάλλον. Ποιος θα πάει σε μια παραλία όπου έχει βγει πετρέλαιο; Ο κάθε επισκέπτης θέλει να είναι σε επαφή με τη φύση. Γι’ αυτόν τον λόγο μιλάμε για πολυεπίπεδο αντίκτυπο».
Συντονισμός: Aγγελος Σκορδάς
Γράφει: Γιώργος Φωκιανός
Επιμέλεια: Παναγιώτης Σωτήρης