«Σε μια κοινωνία, κάθε ομάδα έχει το δικό της δίκαιο. Υπάρχει το δίκαιο των συνταξιούχων, υπάρχει το δίκαιο των εργαζομένων, το δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων κ.λπ. Είναι δίκαιο π.χ. το 66% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα να εισπράττει μηνιαίους μισθούς κάτω από 1.000 ευρώ, ενώ η μέση σύνταξη γήρατος βρίσκεται στα 972 ευρώ και ενώ οι νεότεροι συνταξιούχοι εισπράττουν ακόμη υψηλότερη σύνταξη από τους γηραιότερους;
Ο ΣΕΒ που εκπροσωπεί την παραγωγική Ελλάδα, τον κόσμο των οργανωμένων επιχειρήσεων και των εργαζομένων σε αυτές, πιστεύει ότι η στάθμιση όλων των αντικρουόμενων συμφερόντων πρέπει να γίνεται από την πολιτεία κάθε φορά με ένα κριτήριο: την αύξηση του ΑΕΠ. Αυτός θα πρέπει να είναι ο κεντρικός στόχος, δηλαδή το πώς θα αυξήσουμε συνολικά το εθνικό μας εισόδημα, ώστε να μπορούμε και συντάξεις να δίνουμε, και κοινωνικό κράτος να έχουμε, και να παρέχουμε επαρκή και ποιοτικά δημόσια αγαθά».

Ο ασφαλής δρόμος

Τη θέση αυτή, που σηματοδοτεί και μια ήπια στάση του ΣΕΒ για τους συνταξιούχους και εργαζομένους, διατύπωσε ο γενικός διευθυντής του ΣΕΒ κ. Ακης Σκέρτσος.
Οπως είπε: «Η αύξηση του παρονομαστή, του ΑΕΠ, είναι και ο μόνος ασφαλής δρόμος για να μειωθεί το μερίδιο των συντάξεων ως ποσοστού του ΑΕΠ, χωρίς απαραίτητα να μειωθούν οι ίδιες οι συντάξεις σε μια χώρα που γερνάει. Διαφορετικά θα τρώμε από τις σάρκες μας και θα μοιράζουμε υποσχέσεις για συντάξεις, μισθούς, κ.λπ. χωρίς αντίκρισμα».
Τα νούμερα είναι αμείλικτα: Σύμφωνα με αναλογιστικές μελέτες, το 2050 οι Ελληνες θα είμαστε 9 εκατ. περίπου, με έναν στους τρεις να είναι 65 ετών και άνω, εκ των οποίων μάλιστα 300.000 θα είναι άνω των 90 ετών. Αυτό σημαίνει αυξημένες δαπάνες υγείας και συντάξεων που θα πρέπει να καταβάλλονται από όλο και λιγότερους εργαζομένους.  Ομως το ασφαλιστικό μας σύστημα δεν επιτρέπει την κεφαλαιοποίηση εισφορών σε ατομικές μερίδες του κάθε εργαζομένου, συνεπώς είναι απολύτως κρίσιμο οι εργαζόμενοι να υπερτερούν αριθμητικά των συνταξιούχων.
Ηδη η ύφεση των τελευταίων χρόνων μάς δίνει μια πρόγευση του τι μπορεί να ακολουθήσει. Σήμερα, όσοι δεν εργάζονται (μητέρες, παιδιά, συνταξιούχοι, άνεργοι) είναι περίπου 7 εκατομμύρια, δηλαδή διπλάσιοι από αυτούς που εργάζονται.
Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα αν υπολογίσουμε ότι από τον πληθυσμό που εργάζεται 800.000 μισθοδοτούνται από το κράτος, ενώ οι μισθωτοί στον ιδιωτικό τομέα είναι μόλις 1,6 εκατομμύρια και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι αγρότες κ.λπ. 1,3 εκατομμύρια.

Βαρίδια

Συνολικά, λιγότερο από το 1/3 του πληθυσμού, μόλις 2,9 εκατ. εργαζόμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες του ιδιωτικού τομέα, καλείται να συντηρήσει με τους φόρους του έναν πληθυσμό 10,8 εκατομμυρίων πολιτών! Την ίδια ώρα ένα δυναμικό κομμάτι του ενεργού πληθυσμού, με αυξημένα τυπικά προσόντα και εργασιακή εμπειρία, εγκαταλείπει τη χώρα μας, είτε λόγω της ανεργίας, είτε λόγω της υπερφορολόγησης της εργασίας που αφήνει ελάχιστο διαθέσιμο εισόδημα στην τσέπη.
Ο κ. Σκέρτσος διευκρίνισε πως στο πρόσφατο μηνιαίο δελτίο του ο ΣΕΒ δεν πήρε καμία θέση για την περικοπή των συντάξεων: «Αυτό που απλά κάναμε ήταν να εκθέσουμε τα πραγματικά στοιχεία της οικονομίας και τις δύσκολες επιλογές που συνεπάγονται.
Η ελληνική οικονομία εξέρχεται από 10 χρόνια ύφεσης βαριά τραυματισμένη. Εχει πολλά και σημαντικά βαρίδια στα πόδια της τα οποία δεν μπορεί να κρύβει μονίμως. Αποεπένδυση, υπερχρέωση, υπολειτουργία τραπεζικού συστήματος, δημογραφική γήρανση, brain drain, υπερφορολόγηση, μεγάλο εμπορικό έλλειμμα».

Η αύξηση της πίτας

Ο κ. Σκέρτσος επισήμανε ακόμη ότι «σήμερα η ελληνική οικονομία δεν έχει απεριόριστες επιλογές. Αντιθέτως, έχει περιορισμένους πόρους να διαχειριστεί και να κατανείμει μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Η συζήτηση περί συντάξεων είναι προεκλογική και δεν μας αφορά. Αυτό που μας αφορά είναι η παραγωγή και η ανάπτυξη, η αύξηση της πίτας, το πώς θα κάνουμε ελκυστική τη χώρα μας από άποψη επενδύσεων και θα αποφύγουμε το brain drain, γιατί είμαστε μια χώρα που γερνάει – αυτή είναι η συζήτηση που οφείλουμε να κάνουμε.
Ζητούμε διαρκώς τη μείωση της φορολογίας στην εργασία γιατί η αύξηση της απασχόλησης αποτελεί επιτακτική προτεραιότητα για την ελληνική οικονομία, την κοινωνική συνοχή, τη βελτίωση του βιοτικού μας επιπέδου».