Μόλις εννέα ημέρες μετά τις εθνικές εκλογές, η νέα κυβέρνηση, αρπάζοντας την ευκαιρία των ιστορικά χαμηλών ή και αρνητικών αποδόσεων των ομολόγων παγκοσμίως, που καθιστούν τα ελληνικά ομόλογα ελκυστική επιλογή για τα διεθνή κεφάλαια, «πούλησε» ένα νέο 7ετές ομόλογο με επιτόκιο 1,9%, το χαμηλότερο που πέτυχε η Ελλάδα στα χρόνια του ευρώ. Η ζήτηση υπερκάλυψε την έκδοση των 2,5 δισ. ευρώ περισσότερο από 5 φορές (13 δισ. ευρώ), ενώ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε λόγο «για ψήφο εμπιστοσύνης στις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας».
Η έκδοση δημιουργεί νέα δεδομένα και για την επιδίωξη της κυβέρνησης να επαναδιαπραγματευτεί τον στόχο για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, καθώς μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν χρειάζεται να σωρεύει τόσο υψηλά πλεονάσματα για να χρηματοδοτεί το χρέος. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μέσο κόστος δανεισμού για τις τρεις εφετινές εκδόσεις έχει περιορισθεί στο 3% έναντι πολύ μεγαλύτερου κόστους δανεισμού που έχει υπολογίσει ο ESM, ενώ και το περίφημο Spreads (διαφορά της απόδοσης με τα αντίστοιχα γερμανικά ομόλογα), ενώ είχε υπολογιστεί από τους θεσμούς με 350 μονάδες βάσης, έχει υποχωρήσει στις 238 μονάδες βάσης. Καθώς το κόστος δανεισμού έχει υποχωρήσει σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από τις παραδοχές για τη βιωσιμότητα του χρέους, η κυβέρνηση θα έχει ένα ακόμη επιχείρημα ώστε να διεκδικήσει τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων (του 3,5% του ΑΕΠ) από το 2021, κάτι που θα μπορούσε να ενισχύσει και την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.