Στο χαοτικό ενεργειακό τοπίο που έχει διαμορφωθεί, απειλώντας με αποσταθεροποίηση τις ευρωπαϊκές οικονομίες, οι παρεμβάσεις που θα οδηγήσουν σε αποδέσμευση της τιμής ηλεκτρικού ρεύματος από τις ακριβές τιμές του φυσικού αερίου αποτελούν μονόδρομο.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει σε συνέντευξή του στο «Βήμα» ο ομότιμος καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας στο ΕΜΠ κ. Παντελής Κάπρος, αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη εξετάζονται τέσσερα εναλλακτικά σενάρια: δύο μέτρα που πρότεινε η Ελλάδα, το ιβηρικό μοντέλο και ένας μηχανισμός που δοκιμάστηκε στην Αυστραλία. Οι διαβουλεύσεις για το ποιο θα προκριθεί συνεχίζονται πυρετωδώς μεταξύ των τεχνικών κλιμακίων των κρατών-μελών και της Κομισιόν, εν όψει της έκτακτης συνόδου των υπουργών Ενέργειας που έχει προγραμματιστεί την ερχόμενη Παρασκευή.
Πάντως, η ελληνική πρόταση για την αποσύνδεση των τιμών ρεύματος από εκείνες του αερίου (με διχοτόμηση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας της επόμενης ημέρας – DayAhead Μarket), σύμφωνα με τον καθηγητή, έχει τύχει θετικής υποδοχής από πολλές χώρες, ενώ εξετάζεται και στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της αγοράς στη Μεγάλη Βρετανία, η οποία έχει ήδη δρομολογηθεί.
Οσο για τις πολιτικές άμβλυνσης των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης ο κ. Κάπρος θεωρεί ότι εάν οι τιμές ρεύματος έμεναν χωρίς επιδότηση, δηλαδή στο ύψος που προσδιορίζεται από τη χονδρική αγορά, «τότε ο καταναλωτής θα πλήρωνε και για τα υπερκέρδη (της ηλεκτροπαραγωγής), πράγμα αδικαιολόγητο υπό κάθε οικονομική λογική». Οι εξωφρενικές τιμές ηλεκτρισμού χωρίς την επιδότηση θα ήταν, σύμφωνα με τον καθηγητή, απλώς αφαίμαξη εισοδήματος για επιχειρήσεις και καταναλωτές, χωρίς αυτοί να μπορούν να κάνουν μεγαλύτερη εξοικονόμηση. Και αυτό διότι η ηλεκτρική ενέργεια, όπως υπογραμμίζει ο ίδιος, «είναι πρωταρχικό αγαθό και η μείωση της κατανάλωσής της δεν είναι απεριόριστη και δεν είναι ευχερής πέραν κάποιου σημείου».
Σχετικά με την τροφοδοσία της Ελλάδας με φυσικό αέριο, ο κ. Κάπρος θεωρεί ότι είναι ασφαλέστερη συγκριτικά με άλλες χώρες, ιδίως της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ επισημαίνει ότι οι πιθανότητες έλλειψης φυσικού αερίου στην περιοχή μας είναι μικρές.
Με την ενεργειακή κρίση να βαθαίνει, η Κομισιόν προετοιμάζει μια κεντρική λύση ώστε να τεθεί πλαφόν στις χονδρεμπορικές τιμές αερίου για να αποκλιμακωθούν οι τιμές ρεύματος. Μπορεί έτσι να προλάβουμε τα χειρότερα;
«Η ενδεδειγμένη και πιο αποτελεσματική λύση είναι μόνο αν είναι πανευρωπαϊκή. Δυστυχώς επειδή η κρίση των τιμών φυσικού αερίου είχε διαφορετικές συνέπειες κατά χώρα στις τιμές ηλεκτρισμού, πολλές χώρες του Βορρά με μικρές επιπτώσεις στις τιμές τους δεν συμφωνούσαν σε μία πανευρωπαϊκή λύση. Τώρα η κρίση βάθυνε και γενικεύτηκε, οπότε πλέον είναι θέμα χρόνου να υιοθετηθεί ένα πανευρωπαϊκό μέτρο.
Ο στόχος είναι οι τιμές ηλεκτρισμού στο χρηματιστήριο ενέργειας να εξαρτώνται λιγότερο από τις τιμές φυσικού αερίου, ενώ σήμερα καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από αυτές γιατί οι μονάδες φυσικού αερίου είναι οι ακριβότερες και χρειάζονται πολύ συχνά για να καλυφθεί η ζήτηση ηλεκτρισμού. Ομως η ηλεκτροπαραγωγή χρησιμοποιεί φυσικό αέριο μόνο για το 15%-35% (το ποσοστό διαφέρει κατά χώρα) της ηλεκτροπαραγωγής, ενώ η τιμή φυσικού αερίου διαμορφώνει την τιμή της αγοράς ηλεκτρισμού πολύ πιο συχνά, δηλαδή πάνω από το 75% των ωρών. Δηλαδή, η αποδέσμευση της τιμής ηλεκτρισμού από την τιμή φυσικού αερίου ιδεωδώς θα γινόταν αν η τιμή ηλεκτρισμού εξαρτιόταν μόνο μέχρι το ποσοστό ηλεκτρισμού που παράγεται από φυσικό αέριο. Οι άλλοι τρόποι παραγωγής είναι πιο φθηνοί, ιδίως μέσω των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας».
«Η πρόταση της Ελλάδας για τη διχοτόμηση της προ-ημερήσιας αγοράς συνάδει με την πράσινη μετάβαση και τον τρόπο μακρόχρονης χρηματοδότησης των καθαρών μορφών ενέργειας, έτυχε θετικής υποδοχής από πολλές χώρες και είναι υπό συζήτηση»
Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η ΕΕ;
«Αυτή τη στιγμή εξετάζονται στην Ευρώπη εναλλακτικοί τρόποι ώστε να επιτευχθεί η αποδέσμευση των τιμών ηλεκτρισμού στη χρηματιστηριακή αγορά από τις τιμές φυσικού αερίου. Μεταξύ των τεσσάρων εναλλακτικών ιδεών, περιλαμβάνονται τα δύο μέτρα που πρότεινε η Ελλάδα (δηλαδή η συλλογή των υπερ-εσόδων των παραγωγών που ήδη εφαρμόζεται και το μέτρο της διχοτόμησης της προ-ημερήσιας αγοράς που προτάθηκε από την ελληνική κυβέρνηση τον Ιούλιο), το μέτρο που εφαρμόζεται σε Ισπανία – Πορτογαλία (πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή και αποζημίωση των μονάδων φυσικού αερίου για το κόστος που δεν ανακτάται) και ένας άλλος μηχανισμός που δοκιμάστηκε στην Αυστραλία (πλαφόν στην προ-ημερήσια αγορά και αμοιβή των μονάδων φυσικού αερίου στο πλήρες κόστος τους αλλά χωρίς αυτές να καθορίζουν την τιμή ισορροπίας της αγοράς)».
Ενδέχεται τα συγκεκριμένα μέτρα να προκαλέσουν άλλα προβλήματα, π.χ. αναταράξεις στις εισαγωγές αερίου;
«Τα μέτρα αυτά δεν έχουν την παραμικρή παρενέργεια στην αγορά φυσικού αερίου γιατί αφορούν αποκλειστικά την ηλεκτροπαραγωγή».
Από τις υπό εξέταση λύσεις, η ελληνική πρόταση θα ήταν πιο αποτελεσματική;
«Η πρόταση της Ελλάδας που προβλέπει διχοτόμηση της προ-ημερήσιας αγοράς αποτελεί μία μόνιμη μεταρρύθμιση και χρειάζεται χρόνο για να υιοθετηθεί. Σύμφωνα με την πρόταση, οι ΑΠΕ, τα πυρηνικά και ορισμένες άλλες μορφές ενέργειας υποβάλλουν μόνο προσφορές όγκου παραγωγής ενέργειας για την επόμενη ημέρα (στα Χρηματιστήρια Ενέργειας) και εφόσον τεχνικά είναι εφικτή η παραγωγή τους, προγραμματίζεται για την επόμενη ημέρα χωρίς να αμείβονται από την τιμή ισορροπίας της προ-ημερήσιας αγοράς (δηλαδή την τιμή εκκαθάρισης της χρηματιστηριακής αγοράς). Η αμοιβή τους θα βασίζεται στις τιμές που προκύπτουν από διμερείς συμβάσεις αγοράς ενέργειας με τον ιδιωτικό τομέα ή τις εγγυημένες τιμές που προσφέρει στις ΑΠΕ το Δημόσιο. Συγκροτείται επίσης μία οργανωμένη αγορά για τέτοιες συμβάσεις, ιδίως για την κάλυψη των παραγωγών που δεν μπορούν να βρουν ιδιωτικές συμβάσεις αγοράς ενέργειας.
Με τον τρόπο αυτόν η προ-ημερήσια αγορά θα περιλαμβάνει μόνο τις μονάδες με ορυκτά καύσιμα και τα υδροηλεκτρικά με λίμνες, και θα καλύπτει τη ζήτηση αφού έχει αφαιρεθεί η παραγωγή από ΑΠΕ, πυρηνικά και άλλες μορφές ενέργειας. Ετσι ο προμηθευτής που αγοράζει από την προ-ημερήσια αγορά θα πληρώνει τιμές ηλεκτρισμού που εξαρτώνται από την τιμή φυσικού αερίου μόνο κατά το μερίδιο της ενέργειας των πελατών του που βασίζεται σε ορυκτά καύσιμα. Το υπόλοιπο μερίδιο θα έχει κλειδωμένες τιμές που αντανακλούν το χαμηλό μέσο κόστος των λοιπών μορφών ενέργειας, όπως οι ΑΠΕ. Στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης όσο το μερίδιο της καθαρής ενέργειας θα αυξάνεται, τόσο και θα μειώνεται το μέσο κόστος ηλεκτρισμού για τον καταναλωτή και η εξάρτηση από το τμήμα της αγοράς που χρησιμοποιεί ορυκτά καύσιμα».
Ετυχε ανταπόκρισης η ελληνική πρόταση;
«Η πρόταση της Ελλάδας για τη διχοτόμηση της προ-ημερήσιας αγοράς συνάδει με την πράσινη μετάβαση και τον τρόπο μακρόχρονης χρηματοδότησης των καθαρών μορφών ενέργειας. Ετυχε θετικής υποδοχής από πολλές χώρες, είναι υπό συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα και εξετάζεται και στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της αγοράς στη Μεγάλη Βρετανία που έχει ήδη δρομολογηθεί».
«Χωρίς επιδότηση ο καταναλωτής θα πλήρωνε και για τα υπερκέρδη»
Στην Ελλάδα οι τιμές ρεύματος «καλπάζουν». Θεωρείτε ότι τελικά λειτούργησε το νέο μοντέλο με την κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής και την υποχρέωση των προμηθευτών να ανακοινώνουν τις τιμές χρέωσης της κιλοβατώρας στους πελάτες τους από τον προηγούμενο μήνα;
«Καλπάζουν οι «ονομαστικές» τιμές ηλεκτρισμού στο χρηματιστήριο ενέργειας, όχι όμως οι τιμές που πληρώνουν τελικά οι καταναλωτές. Γιατί από 1ης Ιουλίου εφαρμόζεται στην Ελλάδα μηχανισμός ο οποίος καθορίζει διοικητικά άνω όρια στην αμοιβή κάθε μορφής ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή και με τον τρόπο αυτόν συλλέγονται στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (σ.σ.: οι πόροι του κατευθύνονται στις επιδοτήσεις των λογαριασμών ρεύματος) όλα τα υπερ-έσοδα που οφείλονται στις εξωφρενικές τιμές του φυσικού αερίου. Τα ποσά αυτά άμεσα ανακυκλώνονται για τη μείωση των τελικών τιμών ηλεκτρισμού όλων των καταναλωτών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Σε αυτά τα έσοδα του Ταμείου προστίθενται έσοδα από τις δημοπρασίες για τα δικαιώματα εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα και άλλα ποσά, ενώ επίσης συνεισφέρει και ο κρατικός προϋπολογισμός αν χρειάζεται. Οι επιδοτήσεις διασφάλισαν τα τιμολόγια καταναλωτή να διατηρούνται σε λογικά επίπεδα και όχι η κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής. Η κατάργηση αυτή είναι διαφορετικό ζήτημα και αφορά την πληροφόρηση του καταναλωτή και το δικαίωμά του να αντιδρά σε αύξηση τιμών από τον προμηθευτή. Το μέτρο εύκολης και γρήγορης αλλαγής προμηθευτή αφού πλέον πληροφορείται εκ των προτέρων για τις τιμές (και όχι εκ των υστέρων, όπως με την αυτόματη ρήτρα αναπροσαρμογής) αύξησε τον ανταγωνισμό στη λιανική αγορά».
Σε κάθε περίπτωση, το βάρος για την ελάφρυνση των καταναλωτών από τις απλησίαστες τιμές στο ρεύμα συνεχίζει να πέφτει στις κρατικές επιδοτήσεις. Πιστεύετε ότι η συνέχιση των επιδοτήσεων θα απειλήσει τις αντοχές του κρατικού προϋπολογισμού;
«Ο μηχανισμός των επιδοτήσεων βασίζεται κυρίως σε ανακύκλωση των υπερ-εσόδων των παραγωγών και έτσι εν πολλοίς αυτοχρηματοδοτούνται οι επιδοτήσεις. Οταν αυξάνεται η τιμή του φυσικού αερίου, αυξάνονται και τα έσοδα του Ταμείου αλλά αυξάνεται και το ύψος των επιδοτήσεων ώστε να παραμείνουν τα τιμολόγια καταναλωτών σε λογικά επίπεδα. Ομως όταν οι τιμές φυσικού αερίου φθάσουν σε εξωφρενικά υψηλά επίπεδα, όπως τώρα τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, πρέπει να υπάρξει συνεισφορά από τον κρατικό προϋπολογισμό για να διατηρηθούν τα τιμολόγια αμετάβλητα. Ομως όπως και στο προηγούμενο διάστημα που δεν επιβαρύνθηκε ο κρατικός προϋπολογισμός, η αναμενόμενη σχετική μείωση των τιμών φυσικού αερίου θα επιτρέψει και τη μείωση της συνεισφοράς του κρατικού προϋπολογισμού».
Είναι οι επιδοτήσεις ο μοναδικός τρόπος προστασίας των καταναλωτών;
«Οπως ανέφερα, ο αντικειμενικός στόχος είναι οι μέσες τιμές της χονδρικής αγοράς να επιβαρύνονται μόνο κατά το ποσοστό ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο και όχι σχεδόν εξ ολοκλήρου όπως γίνεται σήμερα. Ανέφερα εναλλακτικά μέτρα, τα οποία όμως απαιτούν πανευρωπαϊκή συμφωνία για να εφαρμοσθούν. Ο μηχανισμός που εγκρίθηκε για την Ελλάδα που βασίζεται στη συλλογή των υπερκερδών και στην επιδότηση των καταναλωτών είναι εύκολος στην εφαρμογή του και δεν στρεβλώνει τον ανταγωνισμό».
Πάντως, η τακτική των επιδοτήσεων από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχει δεχθεί σφοδρή κριτική από διεθνείς οργανισμούς όπως το ΔΝΤ, πολιτικούς φορείς, οργανώσεις που καταγγέλλουν ότι καλλιεργεί την ακρίβεια και την καταναλωτική σπατάλη, αντί της εξοικονόμησης.
«Ο μηχανισμός των επιδοτήσεων όπως εφαρμόζεται διασφαλίζει να τιμολογείται η ενέργεια στη χονδρική όσο ακριβώς κοστίζει με βάση τα μερίδια στην ηλεκτροπαραγωγή των τεχνολογιών και το κόστος καθεμιάς. Τελικά ο καταναλωτής πληρώνει το ρεύμα σαφώς ακριβότερα από τις τιμές πριν την κρίση. Δηλαδή το σήμα από τις τιμές για την εξοικονόμηση και την ορθολογική χρήση της ενέργειας διατηρείται στο σωστό επίπεδο, δηλαδή όσο πραγματικά κοστίζει το ρεύμα. Αν οι τιμές καταναλωτή έμεναν χωρίς επιδότηση, δηλαδή όσο προσδιορίζονται από τη χονδρική αγορά, τότε ο καταναλωτής θα πλήρωνε και για τα υπερκέρδη (υπερ-έσοδα), πράγμα αδικαιολόγητο υπό κάθε οικονομική λογική. Η πληρωμή και για τα υπερ-έσοδα θα ήταν καθαρή μείωση εισοδήματος χωρίς περαιτέρω όφελος στην εξοικονόμηση ενέργειας, δεδομένου ότι η ηλεκτρική ενέργεια είναι πρωταρχικό αγαθό και η μείωση της κατανάλωσής της δεν είναι απεριόριστη και δεν είναι ευχερής πέραν κάποιου σημείου. Αρα οι εξωφρενικές τιμές ηλεκτρισμού που θα είχαμε χωρίς την επιδότηση θα ήταν απλώς αφαίμαξη εισοδήματος για επιχειρήσεις και καταναλωτές, χωρίς αυτοί να μπορούν να κάνουν μεγαλύτερη εξοικονόμηση».
ΑΠΕ και εξοικονόμηση ενέργειας θα δώσουν μόνιμη λύση
Στη μάχη για την ενεργειακή ασφάλεια και στις προσπάθειες απεξάρτησης από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο μήπως τελικά χάνεται η εστίαση στις κατευθύνσεις του RePowerEu και τη μετάβαση σε μια οικονομία απαλλαγμένη από τον άνθρακα, με κίνδυνο να παραμείνει η Ευρώπη δέσμια της εισαγόμενης ενέργειας;
«Ο μηχανισμός που εφαρμόζεται στην Ελλάδα διατηρεί την ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο ως την ακριβότερη τεχνολογία, δηλαδή δεν οδηγεί σε τυχόν αύξηση της χρήσης του φυσικού αερίου. Ταυτόχρονα βέβαια χρειάζονται μέτρα και προσπάθεια, ήδη γίνονται αρκετά, για να επιταχυνθούν οι Ανανεώσιμές Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και η εξοικονόμηση ενέργειας, τα οποία είναι τα μόνα θετικά μέτρα που θα δώσουν μόνιμη λύση στο πρόβλημα της εξάρτησης από το φυσικό αέριο και θα μειώσουν πολύ τις τιμές καταναλωτή».
Με την κλιματική κρίση να εντείνεται επανέρχονται οι συζητήσεις για στροφή στις ΑΠΕ, στην αποθήκευση και εξοικονόμηση ενέργειας. Ομως ο αντίλογος που στηρίζει την επιστροφή στο κάρβουνο, στην πυρηνική ενέργεια και στο φυσικό αέριο (LNG) φαίνεται ότι κυριαρχεί στην Ευρώπη. Τελικά οι δρόμοι για την ενεργειακή και την κλιματική ασφάλεια είναι παράλληλοι ή τέμνονται;
«Δεν υπάρχει επιστροφή σε ορυκτά καύσιμα στην Ευρώπη. Ολες οι χώρες κάνουν ό,τι μπορούν για να επιταχύνουν τις καθαρές μορφές ενέργειας γιατί έτσι λύνουν το πρόβλημα της εξάρτησης και του κόστους».
Ειδικά για την ενεργειακή επάρκεια στη χώρα μας, η μεγάλη ζήτηση παγκοσμίως για LNG δημιουργεί στενότητα και στους εγχώριους «παίκτες», ενώ αμφισβητείται και η δυνατότητα στήριξης της ηλεκτροπαραγωγής από τις λιγνιτικές μονάδες. Πόσο πιθανό είναι να δούμε ελεγχόμενες διακοπές ρεύματος και στα νοικοκυριά;
«Η τροφοδοσία της Ελλάδας με φυσικό αέριο είναι ασφαλέστερη συγκριτικά με άλλες χώρες, ιδίως της Ανατολικής Ευρώπης. Αυτό γιατί η Ελλάδα έχει υποδομές υποδοχής υγροποιημένου φυσικού αερίου, έχει εναλλακτική τροφοδοσία από την Κασπία, αλλά και επειδή το σύστημα μεταφοράς του ρωσικού αερίου μέσω αγωγού είναι ανεξάρτητο από τα συστήματα της λοιπής Ευρώπης. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ακραίο ενδεχόμενο πλήρους διακοπής της τροφοδοσίας από ρωσικό φυσικό αέριο σε περίπτωση κλιμάκωσης της κρίσης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ομως μπορεί επίσης η λοιπή Ευρώπη να έχει πρόβλημα τροφοδοσίας με ρωσικό αέριο και η περιοχή μας να μην έχει. Σε κάθε περίπτωση, η τροφοδοσία με υγροποιημένο αέριο θα είναι επαρκής εκτός ακραίου ενδεχομένου στενότητας στην παγκόσμια παραγωγή του. Αρα θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι είναι μικρές οι πιθανότητες έλλειψης φυσικού αερίου στην περιοχή μας. Παράλληλα, η ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη αυξάνεται χάρις σε επενδύσεις στα ορυχεία, που χρειάζονται κάποιον χρόνο, και θα προσεγγίσει τις δυνατότητες παραγωγής των μονάδων που παραμένουν σε λειτουργία. Σύντομα εξάλλου αρχίζει η νέα μονάδα λιγνίτη την κανονική λειτουργία της».