Ανοικτό το ενδεχόμενο να γίνουν ουσιαστικές βελτιώσεις στο υπό κατάθεση φορολογικό νομοσχέδιο το οποίο καθιερώνει ελάχιστη ετήσια αμοιβή 10.920 ευρώ στο σύνολο των ελεύθερων επαγγελματιών αφήνει ο υφυπουργός Οικονομικών κ. Χάρης Θεοχάρης με συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής».
Ο ίδιος κλείνει κάθε ενδεχόμενο να ληφθεί υπόψη το οικογενειακό εισόδημα στην περίπτωση επαγγελματία με πολύ χαμηλά κέρδη ώστε να μη φορολογείται με την ελάχιστη αμοιβή, ενώ δεν αναμένεται να δοθούν νέα κίνητρα για να ζητούν οι πολίτες αποδείξεις. Επίσης, προσδιορίζει τη φοροδιαφυγή στην Ελλάδα σε περίπου 8-10 δισ. ευρώ.
Από την άλλη προαναγγέλλει έκτακτο βοήθημα τις γιορτές σε νοικοκυριά, με τις τελικές αποφάσεις να τις λαμβάνει ο ίδιος ο πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης το επόμενο διάστημα. Τέλος, ανακοινώνει ότι οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων όπου υπάρχουν ενστάσεις θα αλλάξουν μόνο εφόσον ανάψουν το πράσινο φως οι εκτιμητές.
Κατόπιν των αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν από επαγγελματικές ομάδες σχετικά με την καθιέρωση ελάχιστης αμοιβής, εξετάζετε το ενδεχόμενο να προχωρήσετε σε βελτιώσεις; Και ποιες θα είναι αυτές;
«Κατ’ αρχάς, θα μου επιτρέψετε να επισημάνω ότι το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας υποδέχθηκε το νέο φορολογικό νομοσχέδιο πολύ θετικά. Οι έλληνες πολίτες αναγνωρίζουν ότι η κυβέρνηση καταβάλλει κάθε προσπάθεια ώστε να αποδοθεί και να εμπεδωθεί η κοινωνική δικαιοσύνη μέσω των καίριων αναπροσαρμογών που επιχειρούμε στη φορολογία. Ωστόσο, ασφαλώς εξυπακούεται πως κάθε πρωτοβουλία και κάθε νομοσχέδιο δεν έρχεται σαν τις στήλες του Μωυσή στη Βουλή. Πριν από την εφαρμογή του, προηγείται μια διαβουλευτική διαδικασία, γίνονται τροποποιήσεις και βελτιώσεις. Και, αν μη τι άλλο, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει αποδείξει επανειλημμένως ότι προτάσεις οι οποίες δεν υπονομεύουν τους στόχους του εκάστοτε νομοσχεδίου, αλλά απεναντίας διευκολύνουν την εκπλήρωση αυτών των στόχων, γίνονται αποδεκτές, από όπου και αν προέρχονται: Είτε από κοινωνικές ομάδες είτε από άλλα κόμματα. Τον ίδιο δρόμο, λοιπόν, σκοπεύουμε να ακολουθήσουμε και σε αυτή την περίπτωση».
Σε περίπτωση ζευγαριού που ένας από τους δύο δηλώνει πολύ υψηλά εισοδήματα, εξετάζετε το να μην επιβάλλετε στο σύνολό της την ελάχιστη αμοιβή στον άλλον σύζυγο αν είναι ελεύθερος επαγγελματίας;
«Η λογική του συστήματος φορολόγησης είναι το να υπολογίζεται με, αντικειμενικά κατά το δυνατόν, κριτήρια η αξίας της εργασίας την οποία δηλώνει ο εκάστοτε φορολογούμενος στην ατομική επιχείρησή του. Για την αξία αυτήν, δεν νοείται απομείωση μέσω των εξόδων. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, σημαίνει πως η λογική του συστήματος αυτού δεν έχει καμία σχέση με τα τεκμήρια διαβίωσης, όπως φαντάζομαι ότι υπονοείτε με την ερώτησή σας. Δηλαδή, εμείς ως φορολογική αρχή, δεν ρωτάμε αν κάποιος χρειάζεται τα χρήματα που βγάζει για τη διαβίωσή του. Εμείς εστιάζουμε κατά προτεραιότητα στο ποια είναι η πραγματική αξία της προσπάθειας που καταβάλλει ώστε να στήσει και να διατηρεί σε λειτουργία μια επιτυχημένη ατομική επιχείρηση».
Σκέπτεστε να ενισχύσετε ή να προσφέρετε περαιτέρω κίνητρα στους πολίτες να ζητούν αποδείξεις;
«Είμαι βέβαιος ότι γνωρίζετε ότι υπάρχουν ήδη κίνητρα, τα οποία ενθαρρύνουν τους πολίτες να ζητούν αποδείξεις. Πρόκειται για κίνητρα που αποσκοπούν στο «κτίσιμο» του αφορολογήτου, καθώς επίσης και κίνητρα – κατ’ εξοχήν ενισχυμένα, μάλιστα, αυτή την περίοδο – για ειδικές κατηγορίες ενδιαφέροντος, όπως τις υπηρεσίες που παρέχουν γιατροί, οδοντίατροι, κάτοχοι ταξί κ.ά. Συγχρόνως οι φορολογούμενοι έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν το φορολογητέο εισόδημά τους κατά 5.000 ευρώ εάν συλλέξουν αποδείξεις από τις συγκεκριμένες κατηγορίες επαγγελματιών. Δυστυχώς όμως, δεν φαίνεται πως αυτά τα μέτρα λειτουργούν στην πράξη. Είτε γιατί το ευρύτερο κοινό δεν τα γνωρίζει είτε γιατί τα κίνητρα καθαυτά δεν λειτουργούν εν γένει. Η εμπειρία της χώρας μας είναι μάλλον πως δεν έχουμε καταφέρει να βρούμε τα κατάλληλα κίνητρα, τα οποία να λειτουργούν αποτελεσματικά, είτε αυτά ονομάζονται «φορο-λοταρίες» (τις οποίες συνεχίζουμε και κάνουμε) είτε κίνητρα όπως αυτά που περιέγραψα είτε τα κίνητρα συλλογής αποδείξεων που είχαν υλοποιηθεί στις αρχές του 2010. Συνεπώς, δεν είμαι σίγουρος εάν πρέπει να επεκτείνουμε αυτό του είδους το μέτρο».
Με δεδομένο ότι τα έσοδα του προϋπολογισμού πάνε καλά, σχεδιάζετε έκτακτο βοήθημα για τα Χριστούγεννα; Ποιους θα αφορά και σε τι ποσό εκτιμάτε ότι μπορεί να ανέλθει;
«Σε κάθε περίπτωση, τις όποιες αποφάσεις για τη στήριξη του κόσμου θα τις καθορίσουν κυρίως τα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Οπωσδήποτε καταλαβαίνουμε ότι το τέλος της χρονιάς είναι πάρα πολύ σημαντικό για τη χορήγηση έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης, όμως έχουμε ακόμα δύο μήνες έως ότου ολοκληρωθεί η εκτέλεση του προϋπολογισμού. Από την άλλη πλευρά, είναι δεδομένη η θέληση της κυβέρνησης – και την αποδεικνύει έμπρακτα κάθε χρόνο – να στηρίζει τους πραγματικά πιο ευάλωτους συμπολίτες μας. Οπότε, είμαι σίγουρος πως αυτό θα συμβεί και τώρα. Αλλά για τις τελικές αποφάσεις, τις λαμβάνει αποκλειστικά ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης».
Τελικά σε τι ύψος εκτιμάτε ότι ανέρχεται σε ετήσια βάση η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα; Ποιοι είναι οι «πρωταθλητές»;
«Η δική μου εκτίμηση για τη φοροδιαφυγή την ανεβάζει σε ένα επίπεδο μεταξύ 8 και 10 δισ. Οσο για τους αρνητικούς «πρωταθλητές», μολονότι είναι δύσκολο κάποιος να μιλήσει με ακρίβεια, θα έλεγα ότι εντοπίζονται πιθανότατα εκεί ακριβώς όπου έχουμε ήδη εντατικοποιήσει τους ελέγχους: Στον τομέα της ελεύθερης απασχόλησης, έναν τομέα ο οποίος a priori επιτρέπει πολύ μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας στη φοροδιαφυγή από άλλους τομείς, όπως είναι, φυσικά, οι μισθωτοί ή οι συνταξιούχοι, οι οποίοι εξ ορισμού δηλώνουν ακέραια τα εισοδήματά τους».
Μετά και τις δεκάδες ενστάσεις δήμων για υψηλές αντικειμενικές αξίες, τι σκοπεύετε να κάνετε; Θα τις μειώσετε; Και πότε θα υπάρξει νέα αναπροσαρμογή των τιμών ζώνης της Εφορίας;
«Λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπ’ όψιν όλες τις ενστάσεις και πολύ σύντομα η αρμόδια επιτροπή θα ξεκινήσει να τις εξετάζει αναλυτικά μία προς μία. Από τα πρώτα στοιχεία, πάντως, έχουμε διαπιστώσει ότι αρκετές από αυτές τις ενστάσεις δεν είναι επαρκώς στοιχειοθετημένες από τους δήμους. Παρ’ όλα αυτά, εμείς θα τις εξετάσουμε όσο μπορούμε πιο εντατικά και ολοκληρωμένα. Το επόμενο βήμα δεν είναι να αλλάξουμε τις αντικειμενικές αξίες, αλλά να δώσουμε εντολή στους εκτιμητές να επανεκτιμήσουν τις αξίες στις περιοχές τις οποίες πρέπει να επανεξετάσουμε».