Οι «τρύπες» του Ταμείου Ανάκαμψης

Το κενό των επενδύσεων γεννά προβληματισμούς για την αποτελεσματικότητα του μείγματος της οικονομικής πολιτικής

Η τρέχουσα οικονομική πολιτική, όπως έχει περιγραφεί από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και εξειδικευθεί από τον υπουργό Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη, υπηρετεί τη δημοσιονομική σταθερότητα, προσβλέπει στην πλήρη επανένταξη της ελληνικής οικονομίας στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα μέσω της εξασφάλισης της επενδυτικής βαθμίδας, ομνύει στις μεταρρυθμίσεις και βεβαίως στηρίζει την πρόοδό της στις επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, εγχώριες και ξένες.

Οι επενδύσεις ήταν και παραμένουν το μεγάλο στοίχημα της οικονομικής πολιτικής. Από αυτές θα κριθούν σε μεγάλο βαθμό η πρόοδος της οικονομίας, οι ρυθμοί ανάπτυξης, η υγεία των δημοσίων οικονομικών, η μείωση της ανεργίας, η αύξηση των μισθών και ευρύτερα η κοινωνική ειρήνη και το επίπεδο ευημερίας των πολιτών. Ηδη, η συγκεκριμένη στόχευση έχει φέρει κάποια αποτελέσματα. Επέτρεψε την αναγέννηση των τραπεζών, ευνόησε την εντυπωσιακή ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων, ενίσχυσε την επανάκαμψη του τουριστικού ρεύματος και μαζί υποστήριξε το κύμα εξαγορών και αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού τομέα.

Πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης

Δίκαιη, βάσει των παραπάνω, από μια άποψη η επιλογή των επενδύσεων ως κεντρικού εργαλείου της οικονομικής πολιτικής. Επιπλέον η κυβέρνηση Μητσοτάκη στη δεύτερη θητεία της είχε την τύχη και την ευκαιρία να προικοδοτηθεί με σημαντικούς πόρους για τις επενδύσεις από το μεταπανδημικό Ταμείο Ανάκαμψης.

Αρχικώς τα αναλογούντα στην Ελλάδα 36 δισ. ευρώ, 17,7 δισ. δάνεια και 18,22 δισ. επιχορηγήσεις του συγκεκριμένου ευρωπαϊκού ταμείου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αντιμετωπίστηκαν ως μάννα εξ ουρανού, ή, καλύτερα, ως το καύσιμο για την παραγωγική ανασύνταξη και ανασυγκρότηση της οικονομίας μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση και το σοκ της πανδημίας.

Η αλήθεια είναι ότι το όλο πρόγραμμα έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από την προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών και επίσης είναι ακριβές ότι ο αρμόδιος τότε αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θοδωρής Σκυλακάκης έχτισε ένα αποτελεσματικό σχήμα διαχείρισης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ιδιαιτέρως των χαμηλότοκων επενδυτικών δανείων, που για την έγκρισή τους απαιτούνταν συγχρηματοδότηση των συστημικών τραπεζών και ίδια συμμετοχή των ιδιωτών επιχειρηματιών που αναλάμβαναν την ευθύνη της όποιας επένδυσης. Αντιθέτως, ο μηχανισμός εξασφάλισης των επιχορηγήσεων δημόσιων προγραμμάτων έπασχε εξαρχής λόγω της εμπλοκής πολλών συναρμοδίων υπουργών και υπηρεσιών, αλλά και του χρόνου και του πλήθους των διαγωνιστικών διαδικασιών που απαιτούσε η ωρίμαση νέων, πολλών και διαφορετικών αντικειμένων, προς ένταξη δημόσιων έργων στο Ταμείο Ανάκαμψης.

Ο μηχανισμός του RRF

Το 2022 η όλη διαχείριση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης φάνταζε ιδανική και οι εισρεύσαντες πρώτοι πόροι επιβεβαιωτικοί της επερχόμενης επιτυχίας. Στη διάρκεια του 2023 εκείνες οι προσδοκίες απεδείχθησαν μάλλον υπερβολικά αισιόδοξες. Η διαχείριση του σκέλους των χαμηλότοκων επενδυτικών δανείων προς τις επιχειρήσεις απεδείχθη πιο αποτελεσματική. Και αυτό επειδή η διαδικασία ήταν προδιαγεγραμμένη και η ευθύνη όλων των υπευθύνων αυστηρά προσδιορισμένη.

Ο ευρωπαϊκός μηχανισμός ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, το περίφημο RRF, προσφέρει με ευνοϊκούς όρους το 50% της χρηματοδότησης των εντασσόμενων στο πρόγραμμα ιδιωτικών επενδύσεων και το υπόλοιπο 50% χρηματοδοτείται από τις εγχώριες τράπεζες και τους ιδιώτες επιχειρηματίες με ίδια κεφάλαια. Η διαδικασία δε είναι συγκεκριμένη.

Η όποια επιχείρηση παρουσιάζει την επενδυτική της πρόταση στη συνεργαζόμενη τράπεζα, υποστηρίζει τη βιωσιμότητά της και δεσμεύει τους ίδιους πόρους. Η τράπεζα αξιολογεί το σχέδιο και εγκρίνοντάς το αναλαμβάνει και το ρίσκο της δικής της χρηματοδότησης. Ακολούθως το αίτημα κατατίθεται και αξιολογείται από τις ευρωπαϊκές αρχές. Ο μηχανισμός επιλογής και έγκρισης είναι συγκεκριμένος και η διαδικασία επίσης. Ακριβώς αυτά τα ιδιαίτερα στοιχεία και χαρακτηριστικά ευνόησαν τη σχετικά ταχεία ένταξη ιδιωτικών επενδυτικών σχεδίων στο Ταμείο Ανάκαμψης.

Ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια

Αυτή την ώρα στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του υπουργείου Οικονομικών είναι αναρτημένα ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια ύψους 25 δισ. ευρώ. Από αυτά έχουν εγκριθεί επενδύσεις περίπου ύψους 11 δισ. ευρώ και οι ιδιώτες επιχειρηματίες έχουν όλες τις προϋποθέσεις να ξεκινήσουν την υλοποίησή τους. Τα υπόλοιπα 14 αναμένουν τις εγκρίσεις των πιστωτικών συμβουλίων των τραπεζών και τις αξιολογήσεις των ανεξάρτητων εκτιμητών που αντιπροσωπεύουν τις ευρωπαϊκές αρχές.

Εχει παρατηρηθεί τελευταίως ότι τα πιστωτικά συμβούλια των τραπεζών σπεύδουν βραδέως και γενικώς οι σχετικές διαδικασίες είναι χρονοβόρες. Οπως και απουσιάζουν από την πλατφόρμα του υπουργείου Οικονομικών επενδυτικά σχέδια μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι πέραν των τεσσάρων συστημικών τραπεζών θα δοθεί δυνατότητα και στην Τράπεζα Αττικής να συμμετάσχει στα προγράμματα χρηματοδότησης ιδιωτικών επενδύσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης, με την ελπίδα να ενταθεί ο ανταγωνισμός και να επιταχυνθούν οι σχετικές διαδικασίες. Περιττό να σημειώσουμε ότι δυνητικά μπορούν να χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια ύψους 35 δισ. ευρώ, που βάσει των χρονικών περιορισμών θα πρέπει να έχουν εγκριθεί και συμβολαιοποιηθεί μέχρι τον Ιούνιο του 2026. Γεγονός που επιβάλλει μεγάλες ταχύτητες από όλους τους εμπλεκόμενους.

Στο σκέλος των επιχορηγήσεων τα πράγματα είναι όμως πολύ χειρότερα. Οπως προαναφέρουμε εξ αρχής το πλήθος των συναρμόδιων υπουργείων, οι απαιτητικές διαδικασίες, αλλά και το έλλειμμα ώριμων έργων δεν ευνόησαν την ταχεία έγκρισή τους. Παραμονές των διπλών εκλογών του 2023 ο τότε αρμόδιος αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών είχε επιδοθεί σε αγώνα διενέργειας των σχετικών διαγωνισμών ώστε να διευκολυνθεί κατά το δυνατόν η ένταξη επιδοτούμενων έργων στο Ταμείο Ανάκαμψης.

Χρειάστηκαν δύο μήνες για τη διεξαγωγή των εκλογών και ακολούθησε ο ανασχηματισμός του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης που προσέθεσε προβλήματα. Πήρε αρκετό χρόνο στον κ. Παπαθανάση, τον νέο υπεύθυνο του Ταμείου Ανάπτυξης, να κατανοήσει τον σχετικό μηχανισμό. Προχώρησε επιπλέον με την ανάληψη των καθηκόντων στην πρώτη αναθεώρηση του προγράμματος, έχασε χρόνο και το φθινόπωρο με τις πλημμύρες της Θεσσαλίας χρειάστηκε να διαπραγματευτεί και δεύτερη αναθεώρηση προκειμένου να εντάξει στις προβλέψεις του Ταμείου Ανάκαμψης μέρος της αποκατάστασης των ζημιών. Με αποτέλεσμα το όλο πρόγραμμα των επιχορηγήσεων να καθυστερήσει χαρακτηριστικά. Κάτι που κετεγράφη και στη συνολικότερη επίδοση της ελληνικής οικονομίας στη διάρκεια του 2023.

Ο περιορισμός του ρυθμού ανάπτυξης στο 2%, την ώρα που η κυβέρνηση ανέμενε 2,4%, είναι αποτέλεσμα της τρύπας των επενδύσεων και δη του Ταμείου Ανάκαμψης. Τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ φανέρωσαν πλήρως το επενδυτικό κενό και έλλειμμα και επαύξησαν τις αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα του μείγματος της οικονομικής πολιτικής. Πράγμα που σημαίνει ότι η κυβέρνηση που ορκίζεται στις επενδύσεις επιβάλλεται να κλείσει το ταχύτερο δυνατόν τις τρύπες του Ταμείου Ανάκαμψης και να επιταχύνει τις εγκρίσεις που θα επιτρέψουν την απρόσκοπτη εισροή των ευρωπαϊκών πόρων.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.