Τους τελευταίους τρεις μήνες οι πληθωριστικές πιέσεις δείχνουν σημάδια υποχώρησης. Τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat και της ΕΛΣΤΑΤ, η άνοδος των τιμών κάμπτεται, περιοριζόμενη στη ζώνη του 2,5% και 2,4% αντίστοιχα. Επιπλέον (και για λόγους εποχικότητας) έχουμε εισέλθει πια στην καλοκαιρινή περίοδο της υπερπαραγωγής φρούτων και λαχανικών – εμφανίζονται κάποιες μειώσεις στις τιμές των τροφίμων, οι οποίες ωστόσο αντισταθμίζονται από μεγαλύτερες αυξήσεις κυρίως στις τιμές των προσφερόμενων τουριστικών υπηρεσιών.
Το αυξανόμενο και εφέτος τουριστικό ρεύμα, η επαύξηση δηλαδή της ζήτησης υπηρεσιών μεταφοράς, φιλοξενίας, εστίασης και διασκέδασης, επιδρά με τον τρόπο του κατά τους τρέχοντες θερινούς μήνες.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τον παρελθόντα Ιούνιο οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν μόλις κατά 1,3% αλλά στον τομέα των υπηρεσιών κατεγράφη αύξηση της τάξεως του 4,4%, από τις μεγαλύτερες στην ευρωζώνη. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ξενοδόχοι προβλέπουν υψηλότερα έσοδα κατά 10% εφέτος, για να μη μιλήσουμε για τους ακτοπλόους, οι οποίοι έχουν εκτινάξει στα ύψη τα ναύλα των πλοίων.
Μειώσεις στα ράφια
Εχει δε εξαιρετικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι υπεύθυνοι των αλυσίδων λιανικού εμπορίου ισχυρίζονται ότι στα ράφια των μεγάλων σουπερμάρκετ καταγράφονται πλέον μειώσεις τιμών. Την ώρα που ο νέος υπουργός Ανάπτυξης, Τάκης Θεοδωρικάκος, σχεδόν «διατάζει» τη μείωση τιμών απειλώντας τις αλυσίδες με πολλαπλασιασμό των προστίμων για αισχροκέρδεια, εκείνοι αντιπαραθέτουν τον δικό τους εσωτερικό δείκτη τιμών καταναλωτή που δείχνει μειώσεις της τάξεως του 1,2% και του 1,5% τον Μάιο και τον Ιούνιο αντίστοιχα.
Οι ίδιοι επιμένουν ότι οι τάσεις αυτές θα διατηρηθούν τόσο τον Ιούλιο όσο και τον Αύγουστο, στους επόμενους δηλαδή μήνες της ευφορίας των καρπών της γης. Δεν κρύβουν μάλιστα την απογοήτευσή τους για τη ρητορική των κυβερνητικών παραγόντων και στελεχών που υπερακοντίζουν και εν πολλοίς συντηρούν, αν δεν τροφοδοτούν, με τις συνεχείς δηλώσεις τους την ατμόσφαιρα και το κλίμα της ακρίβειας στην αγορά.
O τιμάριθμος
Επισημαίνουν ακόμη ότι οι καταγραφές της ΕΛΣΤΑΤ και οι σταθμίσεις με τις οποίες επιχειρεί να προσεγγίσει το καλάθι της νοικοκυράς απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, καθώς δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τις αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες και τις επικρατούσες συνθήκες στις επιμέρους αγορές. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι ο τιμάριθμος της ΕΛΣΤΑΤ συγκροτείται από συγκεντρώσεις στοιχείων και σταθμίσεις τιμών από ανομοιογενείς αγορές.
Για παράδειγμα αναφέρουν ότι οι τιμές των φρούτων στις αλυσίδες απέχουν παρασάγγας από εκείνες που προσφέρουν μικρές φρουτεμπορικές επιχειρήσεις. Και ακόμη ότι η στάθμιση του ελαιολάδου είναι υπερβολική, με βάση τα στοιχεία που διαθέτουν τα σουπερμάρκετ για τη συμμετοχή του στο καλάθι της νοικοκυράς.
Σε κάθε περίπτωση επικρίνουν μετά πάθους την καλλιέργεια κλίματος ακρίβειας στις αγορές, το οποίο διαμορφώνει και αντίστοιχη κουλτούρα συμπεριφοράς στον ευρύ κύκλο των παραγωγών τροφίμων και λοιπών αγαθών. Δεν κρύβουν δε πως αν μια τιμή κερδηθεί στο ράφι, πολύ δύσκολα υποχωρεί. Αν, για παράδειγμα, ένα τυροκομείο ή ένας παραγωγός γαλακτομικών προϊόντων επιτύχει καλύτερες τιμές και αυτές γίνουν αποδεκτές από το ευρύ καταναλωτικό κοινό, η αντίσταση στην όποια πίεση για μείωσή τους σε επόμενο χρόνο θα είναι ισχυρή και σχεδόν αδιαπραγμάτευτη, ακόμη και αν οι συνθήκες μεταβληθούν.
Οι μηχανισμοί
Κάτι που πιθανώς αγνοούν οι υπεύθυνοι της πολιτικής τιμών στην κυβέρνηση. Κοινώς, οι υπεύθυνοι των υπεραγορών δεν παύουν να επισημαίνουν τη συνθετότητα των μηχανισμών διαμόρφωσης τιμών και το πλήθος των παραγόντων που τις ορίζουν. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι υπεύθυνοι των μεγάλων αλυσίδων, «οι τιμές δεν διατάσσονται, όπως δεν διατάσσεται και η ανάπτυξη…». Θα έλεγε κανείς ότι υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των συμμετεχόντων στις μεγάλες και πολυσύνθετες αγορές και των κυβερνητικών στελεχών που συνήθως επιφανειακά και επικοινωνιακά αντιμετωπίζουν τις κατά καιρούς κρίσεις.
Ο παράγοντας της κλιματικής αλλαγής επίσης παραμένει αδιερεύνητος. Οπως και η επίδραση των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών δεν έχει αξιολογηθεί επαρκώς. Για παράδειγμα, στις εφετινές σοδειές οσπρίων και ψυχανθών, όπως τα ρεβίθια, όπως και ορισμένων φρούτων, όπως των κερασιών, κατεγράφησαν σοβαρές απώλειες. Οι παρατηρηθείσες υψηλές θερμοκρασίες της περασμένης άνοιξης, κατά την ανθοφορία, δεν επέτρεψαν το επαρκές δέσιμο των καρπών, με αποτέλεσμα πολλές παραγωγές να χαρακτηρίζονται είτε από ακαρπία είτε από μικροκαρπία. Ηδη εφέτος λόγω των πολύ υψηλών θερμοκρασιών και της περιορισμένης παραγωγής οι τιμές των κερασιών παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα, δεν έπεσαν κάτω από τα 6 ευρώ το κιλό και ειδικά οι καλύτερες ποιότητες της Ημαθίας διατηρήθηκαν στη ζώνη των 9 ευρώ το κιλό. Αντιστοίχως οι χαμηλές, για τους ίδιους κλιματικούς λόγους, παραγωγές και η μικροκαρπία αναμένεται να επηρεάσουν προσεχώς τις τιμές φασολιών και ρεβιθιών.
H κλιματική αλλαγή
Κοινή είναι η πεποίθηση ότι ο κλιματικός παράγοντας έχει εισβάλει για τα καλά στην ευρύτερη ζώνη της γεωργικής παραγωγής και των τροφίμων. Ενδεικτικό είναι ένα σχετικό ρεπορτάζ των «Financial Times» που φέρει τον τίτλο «Η κλιματική αλλαγή βάζει φωτιά στις τιμές των τροφίμων» και περιγράφει την ανησυχία των κεντρικών τραπεζών για την εξέλιξη των πληθωριστικών πιέσεων.
Σύμφωνα λοιπόν με τους «F.T.», χαρακτηριστική είναι η δυσκολία των ελαιοπαραγωγών της Μεσογείου, η οποία έχει ωθήσει τις τιμές του ελαιολάδου σε ρεκόρ 20ετίας. Και δεν μένει μόνο στο λάδι, παρά αναφέρει και τα παραδείγματα των πορτοκαλιών της Βραζιλίας, του κακάο της Δυτικής Αφρικής, του καφέ του Βιετνάμ, όπου οι μόνιμα μεταβαλλόμενες καιρικές συνθήκες, ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, μειώνουν τις αποδόσεις των καλλιεργειών και ανεβάζουν τις τιμές.
Η εφημερίδα επικαλείται τον Ανταμ Ντέιβις, συνιδρυτή του παγκόσμιου γεωργικού hedge fund «Farrer Capital», ο οποίος επισημαίνει ότι η κλιματική αλλαγή συνέβαλε στην αύξηση των τιμών για ένα μακρύ κατάλογο προϊόντων διατροφής που διαπραγματεύονται διεθνώς σε υψηλότερα επίπεδα εφέτος. «Το σιτάρι αυξήθηκε κατά 17%, το φοινικέλαιο κατά 23%, η ζάχαρη κατά 9%, το χοιρινό κατά 21%», υπογραμμίζοντας κι αυτός ότι «η επίδραση αυτών των υψηλών τιμών των βασικών εμπορευμάτων δεν εξαφανίζεται για τον καταναλωτή».
Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, οι ρυθμοί πληθωρισμού των τροφίμων θα μπορούσαν να αυξηθούν έως και 3,2 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως μέσα στην επόμενη δεκαετία ως αποτέλεσμα των υψηλότερων θερμοκρασιών, όπως καταγράφεται σε πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ινστιτούτου του Πότσδαμ για την κλιματική αλλαγή. Αυτό θα σημαίνει αύξηση του συνολικού ετήσιου πληθωρισμού έως και 1,18 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι το 2035.
Το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι προφανές για τις επιδράσεις που μπορούν να έχουν οι πληθωριστικές τάσεις των τροφίμων στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Πολύ περισσότερο όταν ερευνητές του LSE επισημαίνουν ότι «η θέση που θέλει τις εκρήξεις του πληθωρισμού των τροφίμων να είναι προσωρινές δεν αποτελεί πλέον χρήσιμη προσέγγιση». Αντιθέτως, αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για τις κυβερνήσεις αφού τα τρόφιμα συγκροτούν το μεγαλύτερο μερίδιο δαπανών των νοικοκυριών, σχεδόν το 50%, στις αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Ολα τα παραπάνω προφανώς επιβάλλουν άλλες επεξεργασίες, πολύ πιο βαθιές και εμπεριστατωμένες, από τις συνήθως αβαθείς των κυβερνητικών στελεχών περί ακρίβειας. Και βεβαίως άλλες πολιτικές, πολύ πιο πέρα από τις επικοινωνιακές των προστίμων…