Η Ελλάδα, ολοκληρώνοντας τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, πέτυχε να εξισορροπήσει τα έσοδα με τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού, επιβαρύνοντας υπέρμετρα τους φορολογούμενους πολίτες, την εργασία και τις επιχειρήσεις, και επιβράδυνε έτσι την αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας. Αν και οι δείκτες της ελληνικής οικονομίας δείχνουν να έχουν πάρει σχετικά μπρος, χωρίς τον αναγκαίο οικονομικό και τεχνολογικό δυναμισμό, με ανυπαρξία βιομηχανικής πολιτικής, αποεπένδυση μεγαλύτερη των 100 δισ. ευρώ, υψηλό εμπορικό έλλειμμα, τεράστιο απόθεμα «κόκκινων» δανείων, χαμηλή παραγωγικότητα, εκτεταμένη ανεργία και δημογραφική γήρανση, η χώρα μας δεν θα μπορέσει να σπάσει το φράγμα της ανάπτυξης του 2%, όπως προβλέπεται στο Μεσοπρόθεσμο, και θα κινδυνεύσει να μείνει εγκλωβισμένη στην κατηγορία των χωρών με χαμηλούς μισθούς, χαμηλές δεξιότητες και χαμηλή καινοτομία. Αυτό δεν είναι το μέλλον που θέλουμε και που μας αξίζει μετά από τόσες θυσίες των ελλήνων πολιτών και των επιχειρήσεων και είναι ευθύνη και καθήκον μας να το αποφύγουμε, αφήνοντας για πάντα πίσω μας τις στρεβλώσεις του παρελθόντος.
Η αφαίμαξη που υφίσταται η πραγματική οικονομία, προκειμένου να επιτευχθούν τα υπερπλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί με τους εταίρους μας, θα πρέπει, αν μη τι άλλο, να αξιοποιηθεί προς όφελος του παραγωγικού μετασχηματισμού της οικονομίας – αυτό είναι το κρίσιμο διακύβευμα της εποχής. Γι’ αυτό και πρώτη προτεραιότητα για την επανεκκίνηση της οικονομίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η τόνωση της εγχώριας κατανάλωσης, σε μια οικονομία όπου ήδη το 70% του ΑΕΠ της δημιουργείται από την κατανάλωση και οι εισαγωγές ξεπερνούν τις εξαγωγές κατά 21,5 δισ. ευρώ ετησίως. Επιπλέον, ας έχουμε κατά νου ότι το ενδεχόμενο ξήλωμα των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας δυναμιτίζει τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας, ιδιαίτερα αν επικρατήσει η λανθασμένη άποψη ότι η βιώσιμη ανάπτυξη μπορεί να στηριχθεί όχι τόσο στην αύξηση της προσφοράς μέσω ανταγωνιστικότητας και κερδοφόρων επενδύσεων αλλά στην αύξηση της ζήτησης μέσω πολιτικών αναδιανομής του εισοδήματος.
Αντιθέτως, εάν θέλουμε πραγματική αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, ενίσχυση των επενδύσεων και των θέσεων απασχόλησης, πρώτη προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής οφείλει να είναι η τόνωση της παραγωγής και της εξωστρεφούς επιχειρηματικότητας, μέσω της στοχευμένης μείωσης της υπερφορολόγησης της εργασίας, με αποδέκτες πρωτίστως τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα και την ελληνική οικογένεια, που βλέπει μεγάλο τμήμα του εισοδήματός της να κατευθύνεται σε μη ανταποδοτικούς φόρους και εισφορές.
Απαραίτητη η βιομηχανική πολιτική
Οπως έχουμε κατ’ επανάληψη επισημάνει στις δημόσιες παρεμβάσεις μας, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στον τομέα της ανάπτυξης στην Ελλάδα είναι το είδος και η ποιότητα των επενδύσεων που απαιτούνται για να καλύψουμε το παραγωγικό κενό. Στο πλαίσιο αυτό, μια κατάλληλα διαρθρωμένη και λειτουργική βιομηχανική πολιτική μπορεί να κατευθύνει περισσότερους πόρους προς τη βιομηχανία, αυξάνοντας έτσι τη γενικότερη ευημερία της κοινωνίας. Μια τέτοια πολιτική, θα έδινε έμφαση στην αντιμετώπιση εξειδικευμένων θεμάτων της βιομηχανίας, όπως είναι το κόστος ενέργειας, το κόστος συμμόρφωσης στο ρυθμιστικό πλαίσιο αδειοδότησης, εγκατάστασης, λειτουργίας και περιβαλλοντικής ευθύνης, κ.ο.κ., πέραν των οριζόντιων θεμάτων της υπερφορολόγησης και της έλλειψης φορολογικών κινήτρων για επενδύσεις, που επιδρούν με δυσμενέστερο τρόπο στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, όπως είναι οι επιχειρήσεις της βιομηχανίας.
Με βάση τα παραπάνω ο ΣΕΒ έχει καταθέσει στις υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις και στον δημόσιο διάλογο 115 προτάσεις για μια δυναμική και βιώσιμη ανάκαμψη της οικονομίας, ελπίζοντας ότι θα αξιοποιηθούν στη χάραξη και υλοποίηση της φιλοεπενδυτικής και αναπτυξιακής πολιτικής, που έχει ανάγκη σήμερα η χώρα μας. Ειδικότερα, μια συνολική στρατηγική ανάπτυξης με ορίζοντα το 2020 οφείλει να εστιάσει στους ακόλουθους 4 πυλώνες:
l Αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων με βιομηχανική αναγέννηση, βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής μεταποίησης.
l Αποτελεσματικό και μικρότερο κράτος με μείωση της γραφειοκρατίας και συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα.
l Ψηφιακός μετασχηματισμός της χώρας.
l Καλύτερες και περισσότερες δουλειές με σύγχρονες δεξιότητες και αποτελεσματική εκπαίδευση.
Χωρίς αμφιβολία, η δουλειά που μένει να γίνει για τον αναγκαίο μετασχηματισμό σε μια οικονομία της παραγωγής και των εξαγωγών είναι και πολλή και απαιτητική. Η χώρα μας βγαίνει από τα μνημόνια ανταγωνιστικότερη, αλλά φτωχότερη. Είναι καθοριστικής σημασίας να αποδείξει ότι βγαίνει και σοφότερη, με την ικανότητα να μετουσιώσει όλες τις οδυνηρές εμπειρίες σε σύνεση και συνεργασία, ώστε να γίνει πόλος σταθερότητας και ευημερίας προς όφελος των πολιτών της.
O κ. Ακης Σκέρτσος είναι γενικός διευθυντής του ΣΕΒ.