Η κατάρρευση των κλαδικών συμβάσεων εργασίας έχει ως αποτέλεσμα την απομείωση των μέσων μισθών λόγω του πληθωρισμού.
Ενδεικτικό αυτού είναι το γεγονός ότι από τις ελάχιστες κλαδικές συμβάσεις που υπεγράφησαν το 2022 – συνολικά 24 – μόλις οι 9 προέβλεπαν αυξήσεις μισθών. Οι υπόλοιπες διατηρούν αμετάβλητες τις αμοιβές όπως είχαν διαμορφωθεί από τις προηγούμενες συμβάσεις. Το γεγονός αυτό απεικονίζεται εύγλωττα στην έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, η οποία καταγράφει πως οι ελάχιστες κλαδικές συμβάσεις που υπεγράφησαν στο μεγαλύτερο μέρος τους δεν επηρέασαν της αποδοχές των εργαζομένων, δηλαδή δεν προέβλεπαν αυξήσεις.
Η «επιστροφή»
Αυτό σημαίνει ότι η «επιστροφή των μισθών» με την αύξηση των μέσων αμοιβών – που προανήγγειλε η κυβέρνηση για την επόμενη τετραετία – προϋποθέτει την αναπροσαρμογή όχι μόνο του κατώτατου μισθού αλλά και των υπόλοιπων μισθών, στους οποίους έως τώρα δεν «περνούν οι αυξήσεις» που δίνονται στα κατώτατα όρια.
Μπορεί – μετά την τελευταία αύξηση – οι κατώτατοι μισθοί να επανήλθαν στα προ της κρίσης επίπεδα, αλλά οι λεγόμενοι «μέσοι μισθοί» ελάχιστα επηρεάστηκαν από τις αυξήσεις που δόθηκαν στα κατώτατα όρια των αμοιβών. Χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο σύμφωνα με το οποίο 80% των εργαζομένων δεν έχουν δει καμία αλλαγή στις αμοιβές τους, παρά τις αλλεπάλληλες αυξήσεις του κατώτατου μισθού.
Για να επιτευχθεί αυτό – όπως και για να φτάσει ο μέσος μισθός τα 1.500 ευρώ, κάτι που προανήγγειλε η Νέα Δημοκρατία – θα πρέπει να αποκατασταθεί το νομικό καθεστώς (που κατήργησαν τα μνημόνια), το οποίο ίσχυε για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Το νομικό πλαίσιο
Ωστόσο η έκθεση επισημαίνει ότι το 2022 δεν σημειώθηκε καμία πρόοδος στο θέμα της αναμόρφωσης του θεσμικού πλαισίου των συμβάσεων, ούτε αυξήθηκε ο αριθμός τους. Σημειώνεται ότι τα συνδικάτα ζητούν την επαναφορά του νομικού πλαισίου που ίσχυε πριν από την οικονομική κρίση.
Επίσης υπογραμμίζει το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041 για τους «επαρκείς κατώτατους μισθούς» προβλέπει ότι στα κράτη-μέλη (όπως η Ελλάδα) θα πρέπει να καλύπτεται το 70% των εργαζομένων τους από συλλογικές διαπραγματεύσεις. Σημειώνεται ότι η χώρα μας υπολείπεται αυτού του στόχου.
Ειδικότερα, κατά το 2022 υπογράφηκαν 25 ΣΣΕ κλαδικού ή ομοιοεπαγγελματικού, εθνικού ή τοπικού χαρακτήρα. Από αυτές, η μια σύμβαση αφορά την ανανέωση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) του 2022, η οποία περιλαμβάνει μόνο θεσμικούς όρους. Οι 16 είναι εθνικές, κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές και οι 8 είναι τοπικές, κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές.
Επιπλέον, κατά το ίδιο έτος υπογράφηκαν 217 επιχειρησιακές συμβάσεις. Η συντριπτική πλειονότητα των συμβάσεων αυτών, δηλαδή οι 137 επιχειρησιακές συμβάσεις (63%), οι οποίες καλύπτουν 140.993 μισθωτούς εργαζομένους, διατηρούν αμετάβλητες τις αποδοχές, ενώ οι υπόλοιπες 80 επιχειρησιακές συμβάσεις (27%) προβλέπουν μισθολογικές αυξήσεις και αφορούν 27.369 εργαζομένους.
Οι μισθολογικοί όροι
Οι 38 κλαδικές συμβάσεις που βρίσκονται σε ισχύ καλύπτουν δυνητικά και θεωρητικά περίπου 735.000 άτομα, αριθμός ο οποίος αντιστοιχεί περίπου στο 29% του συνόλου των μισθωτών εργαζομένων. Σε ό,τι αφορά τους μισθολογικούς όρους των συλλογικών συμβάσεων που υπογράφηκαν το 2022, προκύπτει ότι στο μεγαλύτερο ποσοστό τους διατηρούν αμετάβλητες τις αποδοχές με βάση τις προηγούμενες συμβάσεις. Μόνο 9 από τις 24 κλαδικές συμβάσεις που υπεγράφησαν το 2022 προβλέπουν αύξηση των αποδοχών.
Οι τριετίες
Η πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «μεταφέρει» χρονικά την επαναφορά των τριετιών στο τέλος της επόμενης διετίας (2025) λόγω της προβλεπόμενης «αργής» αποκλιμάκωσης του ποσοστού της ανεργίας. Ωστόσο το θέμα έχει έλθει στο προσκήνιο μετά την πρόσφατη καταγραφή της ανεργίας στο 10,8% κατά τον μήνα Ιούλιο και στο 11% τον Ιούνιο.