Το ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 15% την τελευταία διετία και βρίσκεται τώρα 6,4 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα, αλλά η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να επιταχύνει την εξυγίανση του προϋπολογισμού, ενώ η διαφοροποίηση της οικονομίας, η ώθηση της μακροπρόθεσμης αύξησης των κεφαλαιακών επενδύσεων και οι ευρύτερες μεταρρυθμίσεις στις δημόσιες υπηρεσίες και στη Δικαιοσύνη πρέπει να αποτελέσουν νέες προτεραιότητες, την ώρα που το μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών πιέζει προς τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Δεν υπάρχει διατηρήσιμη ανάπτυξη, αν αυτή συνοδεύεται από δημοσιονομικά ή εξωτερικά ελλείματα, εκτιμούσε π.χ. ο Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank, θεωρώντας πως ο βασικός κίνδυνος προέρχεται από το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, καθώς η οικονομία δεν έχει μεταρρυθμιστεί επαρκώς ώστε οι εκάστοτε αυξήσεις των ρυθμών ανάπτυξης να μη συνοδεύονται από ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών, την ώρα που η αύξηση της αποταμίευσης είναι αναγκαία ώστε να συγκρατηθεί η κατανάλωση – και άρα οι εισαγωγές – και να εξοικονομηθούν πόροι για επενδύσεις. Επιπρόσθετα, ενώ πέρυσι είχαμε ρεκόρ ξένων άμεσων επενδύσεων (7,2 δισ. ευρω), ένα σημαντικό ποσοστό αφορούσαν εξαγορές επιχειρηματικών μονάδων και επενδύσεις χαρτοφυλακίου. Για να προσελκύσει όμως η χώρα μεγάλες επενδύσεις για τη δημιουργία παραγωγικών υποδομών, είτε εγχώριες είτε ξένες, θα πρέπει να αλλάξει ουσιαστικά η θεσμική της λειτουργία.
Η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, η αύξηση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, η σύνδεσή της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της αγοράς, η γενικότερη εφαρμογή των κανόνων δικαίου, η ολοκλήρωση του Κτηματολογίου, η περαιτέρω απλοποίηση του πλαισίου αδειοδότησης επενδύσεων κ.ά. αποτελούν κορυφαίες παρεμβάσεις.