Ο φόβος για μακρά προεκλογική περίοδο, ο προβληματισμός για το τραπεζικό σύστημα και η αδύναμη ανάπτυξη δείχνουν να περιορίζουν, σύμφωνα με την αγορά, τις προοπτικές της χώρας, η οποία, παρά το τέλος του προγράμματος διάσωσης, μοιάζει να βρίσκεται εκτός αγορών.
Την ώρα εξάλλου που η Κύπρος εξέδωσε την περασμένη Τρίτη 10ετές ομόλογο, αντλώντας 1,5 δισ. ευρώ (με τις προσφορές να ξεπερνούν τα 5,75 δισ. ευρώ) με επιτόκιο 2,4%, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου παραμένει στο 4,1% – επίπεδο-ρεκόρ στην ευρωζώνη -, πράγμα που σημαίνει ότι η πρόσβαση στις αγορές είναι απαγορευτική σε αυτή τη φάση.
Διαχειριστές διεθνών funds εκτιμούσαν ότι σήμερα η Ελλάδα θα δανειζόταν για 10 χρόνια από τις αγορές με επιτόκιο άνω του 4,5%, καθώς παρά την αναβάθμιση από τη Moody’s, η χώρα υπολείπεται κατά τρεις βαθμίδες της επενδυτικής διαβάθμισης μετά και την αξιολόγηση της Fitch. Στην αγορά υποστηρίζεται ότι ενδεχομένως να επιχειρηθεί μια έκδοση ομολόγου το πρώτο τρίμηνο του 2019 λίγο προτού η χώρα πάει στις κάλπες.
Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή δεν βιάζεται να δανειστεί από τις αγορές, ανέφερε πάντως στο Λονδίνο ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, μιλώντας σε 130 αναλυτές και 95 επενδυτικά funds στο roadshow του Χρηματιστηρίου Αθηνών, αναφέροντας ότι ο ΟΔΔΗΧ θα έχει καταρτίσει το πλάνο εκδόσεων ελληνικών ομολόγων έως το τέλος του 2018.
Ο ίδιος θεωρεί ότι η συμφωνία για το χρέος δίνει στους επενδυτές έναν καθαρό δρόμο 10-15 χρόνων, ενώ είχε κατ’ ιδίαν συναντήσεις με ορισμένες μεγάλες εταιρείες διαχείρισης, όπως η BlackRock (ένας κολοσσός που διαχειρίζεται πάγια αξίας 6,3 τρισ. δολαρίων) και η  Wellington.
Στο επενδυτικό συνέδριο βρέθηκαν ορισμένα από τα κορυφαία επενδυτικά «σπίτια», όπως είθισται να λέγεται, όπως η Fidelity (που επανήλθε μετά από κάποιο διάστημα), η Wellington, η Templeton, η Black- Rock, η Invesco, η Lazard κ.ά., με τον διευθύνοντα σύμβουλο του Χρηματιστηρίου Αθηνών, κ. Σωκράτη Λαζαρίδη, να αναφέρει ότι με χαρά είδε να «συμμετέχουν νέα πρόσωπα στις συναντήσεις, αλλά και να επανακάμπτουν παλαιοί γνώριμοι».

Τα «κόκκινα» δάνεια

Οι ξένοι διαχειριστές επικεντρώθηκαν κυρίως στη χρονική στιγμή που θα γίνουν οι εκλογές, αλλά και στην εικόνα που δείχνουν οι τράπεζες καθώς θεωρούν πως ο ρυθμός μείωσης των «κόκκινων» δανείων είναι απογοητευτικός, οι ισολογισμοί τους αδύναμοι, ενώ η ανάγκη για κεφαλαιακή ενίσχυση παραμένει. Τα «κόκκινα» δάνεια είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα, ανέφερε και ο κ. Τσακαλώτος, σημειώνοντας ότι γίνεται διαρκώς έλεγχος για το πώς προχωρούν τα μέτρα που νομοθετήθηκαν και αναζητούνται λύσεις.
Από την πλευρά τους, οι τράπεζες επιζητούν χρόνο ώστε να βελτιώσουν τους ισολογισμούς τους, επιτυγχάνοντας σταδιακά και τους στόχους όσον αφορά τον περιορισμό των «κόκκινων» δανείων. Οι στόχοι αυτοί πάντως θα μπορούσαν να επιτευχθούν ευκολότερα αν σημειωνόταν ουσιαστική βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, ικανοποιητική ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων και αυξημένη δραστηριοποίηση των επενδυτών στη δευτερογενή αγορά «κόκκινων» δανείων.

Κεφάλαια

Από την άλλη πλευρά βέβαια αρκετές εισηγμένες επιχειρήσεις που βρέθηκαν στο Λονδίνο θα μπορούσαν, όπως αναφέρθηκε, να προσελκύσουν κεφάλαια που φεύγουν από την Τουρκία, ειδικά αν το ρίσκο χώρας βελτιωθεί περαιτέρω και η οικονομία αποκτήσει μια ισχυρότερη δυναμική.
Σε αυτή τη φάση, οι ξένοι θεωρούν ότι η χώρα δείχνει ότι έχει εισέλθει σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο και αυτό σημαίνει ότι πολλά πράγματα μπορεί να παγώσουν.
 Οι αναλυτές δεν αποκλείουν ο κ. Τσίπρας να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές τους πρώτους μήνες του 2019. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι θα κερδίσει η ΝΔ, αλλά αν δεν υπάρξει στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση ξεκάθαρο εκλογικό αποτέλεσμα, τότε, όπως υποστηρίζεται, το πολιτικό σκηνικό ίσως παραμείνει ρευστό, κάτι που δεν αρέσει στους διεθνείς επενδυτές.

Οι εκλογές

Για την Deutsche Bank οι επικείμενες εθνικές εκλογές που ενδέχεται να προκηρυχθούν πρόωρα για να συμπέσουν με τις ευρωεκλογές του Μαΐου βρίσκονται στο επίκεντρο. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας, αν και ενδεχομένως χωρίς αυτοδυναμία στη Βουλή. Ο Πρωθυπουργός, όπως αναφέρει η γερμανική τράπεζα, δεσμεύτηκε πρόσφατα για «δημοσιονομικό μέρισμα» μέσω πιθανών μειώσεων στον ΦΠΑ, στις εισφορές και στον ΕΝΦΙΑ τα επόμενα χρόνια, αλλά η δημοσιονομική επίπτωση των μέτρων το 2019 θα είναι μικρή. Επίσης ήταν προσεκτικός στο να μη δεσμευτεί για αντιστροφή των μειώσεων στις συντάξεις, χωρίς να υπάρξει διαβούλευση με την ΕΕ.
Οσο η ρητορική σε σχέση με τη δημοσιονομική πολιτική παραμένει ήπια, η εγχώρια πολιτική δεν αναμένεται να έχει δραματική επίπτωση στις αγορές.
Στο βραχυπρόθεσμο διάστημα, οι επερχόμενες εκλογές θα είναι το πρώτο τεστ αξιοπιστίας για την Ελλάδα, καθώς βάζουν την κυβέρνηση σε πειρασμό να ακολουθήσει «δημοφιλείς πολιτικές», παρατηρεί η ING, αν και κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποδειχθεί επικίνδυνη άσκηση, καθώς θα τραυματίσει την αξιοπιστία της χώρας.
Οι διαχειριστές επεσήμαναν επίσης την αντίφαση η χώρα να στοχεύει σε υπερπλεονάσματα (αν δεν εφαρμοσθούν τα αντίμετρα, το πρωτογενές πλεόνασμα θα φτάσει στο 5% του ΑΕΠ το 2022, ανέφερε ο Τσακαλώτος) τη στιγμή που μετά την τεράστια πτώση του ΑΕΠ (26,5%) στα χρόνια της κρίσης ο ρυθμός ανάπτυξης θα έπρεπε να εκτιναχθεί αντί να περιορίζεται στην περιοχή τού 2%.

Ανάπτυξη 2,1%

Η Deutsche Bank προβλέπει ανάπτυξη 2,1% το 2018 και το 2019, θεωρώντας ότι η Ελλάδα ενδέχεται να μην έχει την πιστωτική, δημοσιονομική ή εξωγενή «ώθηση» που επέτρεψε στην Ιρλανδία και την Ιβηρική να καταγράψουν εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια. Η πιστωτική επέκταση αναμένεται να καταστεί οριακά θετική το 2019-2020, επιτρέποντας στην εγχώρια ζήτηση να κινηθεί λίγο υψηλότερα από την προβλεπόμενη ανάπτυξη.
Για τη Citigroup, παρά το τέλος των μνημονίων, η ανάπτυξη θα παραμείνει υποτονική στο 1,9% το 2018 και στο 1,5% το 2019, καθώς  η βελτίωση της εμπιστοσύνης μετά το τέλος των μνημονίων αντισταθμίζεται από τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική λιτότητα.
Παρά τις μεταρρυθμίσεις και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών έχει εξάλλου βελτιωθεί λιγότερο από ό,τι στις άλλες χώρες της ευρωζώνης που βρέθηκαν σε πρόγραμμα, ενώ η αδύναμη ανάπτυξη αποτελεί απειλή για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Ωστόσο, με το 80% του χρέους στα «χέρια» των επίσημων πιστωτών, περισσότερο η πολιτική παρά η οικονομία θα καθορίσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του.