Στο κρεβάτι του Προκρούστη τίθενται οι επικουρικές συντάξεις, η έκδοση των οποίων καθυστερεί επί τριάμισι χρόνια, με αποτέλεσμα να έχουν συσσωρευτεί πάνω από 91.000 αιτήσεις συνταξιοδότησης. Πρόκειται για αιτήματα που υποβλήθηκαν μετά την 1/1/2015, τα οποία θα ακολουθήσουν τον νέο τρόπο υπολογισμού του νόμου Κατρούγκαλου με ολέθρια αποτελέσματα για το ύψος του τελικού ποσού της σύνταξης.
Το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ) εντατικοποιεί τις υπηρεσίες του προκειμένου να αποδώσει στους περισσότερους συνταξιούχους την εκκρεμή σύνταξή τους.
Ωστόσο οι νέες συντάξεις πλέον θα βαίνουν συνεχώς μειούμενες, καθώς εξαρτώνται άμεσα από την οικονομική ύφεση ή ανάπτυξη, την ανεργία, τους μισθούς και τη γήρανση του πληθυσμού, ενώ προβλέπονται ρήτρες ηλικίας για τον ασφαλισμένο που θα λάβει τη σύνταξη, ρήτρα προσδόκιμου ζωής, όπως και ρήτρα μηδενικού ελλείμματος για το Ταμείο.
Ολο και λιγότερα
Αυτό σημαίνει ότι σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, υψηλής ανεργίας, χαμηλών μισθών λόγω ευέλικτων μορφών απασχόλησης και συνεχούς γήρανσης του πληθυσμού το ποσό της επικουρικής σύνταξης που θα προκύπτει από το νέο σύστημα ασφάλισης – τη νοητή κεφαλαιοποίηση – θα είναι όλο και μικρότερο.
Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Σάββα Ρομπόλη και τον αναλογιστή υποψήφιο διδάκτορα του ίδιου πανεπιστημίου κ. Βασίλη Μπέτση, μεσοσταθμικά οι μειώσεις θα ξεκινήσουν από το 22% και ενδέχεται να ξεπεράσουν – σε δέκα έτη – το 30%. Δηλαδή οι επικουρικές συντάξεις θα βαίνουν συνεχώς μειούμενες.
Το σύστημα
Ενδεικτικό του τρόπου που λειτουργεί το νέο σύστημα υπολογισμού είναι το γεγονός ότι οι υπολογισμοί των δύο ειδικών δείχνουν πως για να παραμείνει η μέση επικουρική σύνταξη στα σημερινά επίπεδα των 130 έως 170 ευρώ, θα πρέπει η ανεργία να μειωθεί κάτω του 10% την επόμενη δεκαετία και να δημιουργούνται θέσεις πλήρους απασχόλησης. Εφόσον παραμείνει η τάση ραγδαίας αύξησης των ευέλικτων θέσεων απασχόλησης, τότε το ποσοστό της ανεργίας θα πρέπει μειωθεί περαιτέρω.
Τις μεγαλύτερες μειώσεις στις επικουρικές τους θα υποστούν τραπεζοϋπάλληλοι, εμποροϋπάλληλοι, πρώην εργαζόμενοι σε ΔΕΚΟ πλην της ΔΕΗ, υψηλόμισθοι μισθωτοί που ήταν ασφαλισμένοι στο πρώην ΙΚΑ, ναυτιλιακοί – τουριστικοί πράκτορες κ.ά.
Σύμφωνα με μελέτη των κ.κ. Ρομπόλη και Μπέτση, από 1/1/2015 η επικουρική σύνταξη λειτουργεί με το σύστημα καθορισμένων εισφορών νοητής κεφαλαιοποίησης (NDC – ατομικοί λογαριασμοί).
Αυτό σημαίνει ότι οι εισφορές του κάθε ασφαλισμένου αθροίζονται σε έναν νοητό λογαριασμό και τοκίζονται με ένα επιτόκιο του οποίου η τιμή καθορίζεται με βάση την πορεία της οικονομίας και όχι από κάποια επενδυτική απόδοση. Ετσι, σε περιόδους υφέσεων ο τοκισμός μπορεί να είναι ακόμη και μηδενικός. Το συσσωρευμένο ποσό του νοητού λογαριασμού διαιρείται με έναν συντελεστή ο οποίος λαμβάνει υπ’ όψιν το προσδόκιμο ζωής.
Η τιμή αυτού του συντελεστή μειώνεται όσο η ηλικία αυξάνεται, δηλαδή δύο ασφαλισμένοι που έχουν καταβάλει τις ίδιες εισφορές, αλλά έχουν διαφορετική ηλικία κατά τη συνταξιοδότηση, θα λάβουν και διαφορετικό ποσό σύνταξης. Οι συντελεστές αυτοί θα αναπροσαρμόζονται κάθε φορά που θα αυξάνει το προσδόκιμο όριο ζωής, μειώνοντας ανάλογα το ποσό της επικουρικής σύνταξης που καταβάλλεται στον ασφαλισμένο. Για τους ασφαλισμένους που υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης από τις 15/5/2016 και μετά, το ποσό της επικουρικής σύνταξης υπολογίζεται λαμβάνοντας υπ’ όψιν δύο μέρη. Το πρώτο μέρος λαμβάνει υπ’ όψιν τον χρόνο ασφάλισης μέχρι τις 31/12/2014 και το δεύτερο μέρος τον χρόνο ασφάλισης από την 1/1/2015 και μετά.
Ο συντελεστής
Στο πρώτο μέρος εφαρμόζεται νέος συντελεστής αναπλήρωσης ο οποίος καθορίστηκε στο 0,45% για κάθε έτος ασφάλισης. Ο συντελεστής αυτός είναι μειωμένος κατά 21,25% σε σχέση με αυτόν που ίσχυε πριν από την εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου (0,57% για κάθε έτος ασφάλισης στους μισθωτούς). Επίσης, οι συντάξιμες αποδοχές επανυπολογίζονται λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον μέσο όρο των μισθών από το 2002 και μετά, αναπροσαρμοσμένες με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Το δεύτερο μέρος της επικουρικής σύνταξης υπολογίζεται σύμφωνα με το σύστημα NDC – ατομικοί λογαριασμοί και τους συντελεστές της υπουργικής απόφασης που δημοσιεύτηκαν στις 20/11/2017.
Ξεκίνησε η διαδικασία για την αύξηση του κατώτατου μισθού
Ξεκινά τις επόμενες ημέρες η τετράμηνη διαδικασία για τον καθορισμό του νέου κατώτατου μισθού προκειμένου να ισχύσει από τον Ιανουάριο του 2019, δηλαδή προ των επερχόμενων εκλογών.
Εντός του μηνός Σεπτεμβρίου το υπουργείο Εργασίας θα στείλει προσκλήσεις στους κοινωνικούς εταίρους και στους επιστημονικούς φορείς ώστε να ξεκινήσει η διαβούλευση με στόχο η όλη διαδικασία να ολοκληρωθεί το τελευταίο δεκαπενθήμερο του μηνός Ιανουαρίου του 2019, με την υπουργική απόφαση της υπουργού Εργασίας για τον καθορισμό του ύψους του κατώτατου μισθού.
Τις προηγούμενες ημέρες η Βουλή ψήφισε τροπολογία του υπουργείου Εργασίας, με την οποία τροποποιήθηκε – μόνο για εφέτος – το χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας προσδιορισμού του κατώτατου μισθού, προσκειμένου να καταστεί δυνατή η αύξησή του από τον Ιανουάριο του 2019.
Ρητά προβλέπεται ότι η εφετινή εκπρόθεσμη έναρξη της διαδικασίας εντός του Σεπτεμβρίου θα εφαρμοστεί μόνο για το έτος 2018. Τα επόμενα έτη θα εφαρμόζονται κανονικά οι ημερομηνίες που τίθενται από το άρθρο 103 του Ν. 4172/2013, δηλαδή από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο κάθε έτους.
Ρητά προβλέπεται ότι η εφετινή εκπρόθεσμη έναρξη της διαδικασίας εντός του Σεπτεμβρίου θα εφαρμοστεί μόνο για το έτος 2018. Τα επόμενα έτη θα εφαρμόζονται κανονικά οι ημερομηνίες που τίθενται από το άρθρο 103 του Ν. 4172/2013, δηλαδή από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο κάθε έτους.
Η αλλαγή
Το αποτέλεσμα της διαδικασίας δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για την τελική απόφαση του υπουργού Εργασίας. Την ευθύνη καθορισμού του κατώτατου μισθού με τη νέα διαδικασία έχει ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας, ο οποίος το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου κάθε έτους αποφασίζει (νομοθετική ρύθμιση) το ύψος του κατώτατου μισθού που θα ισχύσει το επόμενο έτος.
Η αλλαγή του χρονοδιαγράμματος για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού κρίθηκε αναγκαία προκειμένου η κυβέρνηση να σηματοδοτήσει – προεκλογικά – την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια. Και αυτό γιατί οι διαδικασίες που προβλέπονται στον νεοεφαρμοζόμενο νόμο (4172/2013) για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού τίθενται σε εφαρμογή τον Φεβρουάριο κάθε έτους με στόχο ο νέος μισθός να ισχύσει από τον επόμενο Ιανουάριο. Κάτι τέτοιο όμως – στη σημερινή συγκυρία – θα σήμαινε ότι ο νέος μισθός δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί παρά μόνο τον Ιανουάριο του 2020, δηλαδή… κατόπιν εκλογών.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων, η αύξηση που αναμένεται να δοθεί από τον Ιανουάριο του 2019 δεν θα ξεπερνά τα 20 έως 25 ευρώ μηνιαίως – ήτοι 3,5% ως 4% (νέος κατώτατος μισθός στα 606 έως 610 ευρώ). Η αύξηση θα είναι υψηλότερη για τους νέους κάτω των 25 ετών αφού αναμένεται να καταργηθεί ο λεγόμενος υποκατώτατος μισθός, που ισχύει από το 2012 και φθάνει τα 511 ευρώ.