Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, οι αμερικανικές εταιρείες ισχυρίζονταν ότι ένας εμπορικός πόλεμος με την Κίνα θα απέβαινε εις βάρος των ΗΠΑ.

Εταιρείες όπως η Apple, η Nike και μικρές εμπορικές επιχειρήσεις λιανικής σχολίαζαν ότι η αύξηση των δασμών στις εισαγωγές από την Κίνα θα αύξανε τις τιμές για τους καταναλωτές. Οι αγρότες και άλλες επιχειρήσεις που έκαναν εξαγωγές στην Κίνα προειδοποιούσαν για επιβολή αντιποίνων εκ μέρους του Πεκίνου.

Τώρα, καθώς ο Τραμπ ετοιμάζεται για τη δεύτερη θητεία του, οι αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν σε μεγάλο βαθμό σταματήσει να μιλούν για τη σημασία των σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν βλέπουν πλέον την Κίνα ως τη χώρα των ευκαιριών. Η κινεζική αγορά δεν δείχνει να έχει πια τόσες προοπτικές, καθώς η άλλοτε ανθηρή της οικονομία συναντά προβλήματα. Τόσο το Πεκίνο όσο και η Ουάσιγκτον έχουν εφαρμόσει πολιτικές που καθιστούν δύσκολη την επιτυχία των αμερικανικών επιχειρήσεων στη χώρα των 1,4 δισ. κατοίκων.

Διστάζουν

«Οι αμερικανικές επιχειρήσεις εμφανίζονται πιο διστακτικές να αναπτύξουν επιχειρηματικές δραστηριότητες στην Κίνα» λέει ο Anja Manuel, εκτελεστικός διευθυντής του Aspen Security Forum και σύμβουλος αμερικανικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό. «Το βλέπουμε αυτό σε όλους τους κλάδους».

Το 2023 η Κίνα βρέθηκε μόλις τρίτη πίσω από το Μεξικό και τον Καναδά στη λίστα με τους σημαντικότερους αγοραστές αμερικανικών προϊόντων. Εκείνη τη χρονιά, οι αμερικανικές εξαγωγές στην Κίνα έφτασαν τα 147,8 δισ. δολάρια, σύμφωνα με την Αμερικανική Στατιστική Υπηρεσία.

Ωστόσο, ακόμα και αυτό το ποσό ήταν κατά 4% χαμηλότερο έναντι της προηγούμενης χρονιάς. Το αμερικανικό έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου με την Κίνα – το νούμερο που στοιχειώνει τον Τραμπ – ήταν 245 δισ. δολάρια το πρώτο δεκάμηνο του 2024, σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία.

Ενώ πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν ακόμη σημαντική παρουσία στην Κίνα, ορισμένες άλλες έχουν περιορίσει τη δική τους. Το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο στην Κίνα, το οποίο εκπροσωπεί περισσότερες από 800 κυρίως αμερικανικές επιχειρήσεις, ανακοίνωσε ότι τα μέλη του έχουν φύγει προς άλλες χώρες αναζητώντας νέες επενδύσεις. Το μεγάλο πρόβλημα είναι η κινεζική οικονομία, η δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο μετά την αμερικανική.

Επί δεκαετίες αναπτυσσόταν με ετήσιους ρυθμούς σχεδόν 10%. Το 2024 σημείωνε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 5%, αλλά οι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι το 2025 ο στόχος αυτός θα είναι δυσκολότερο να επιτευχθεί. Λόγω των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας, οι αμερικανικές επιχειρήσεις στο παρελθόν ανέχονταν τις αντιξοότητες που συναντά η επιχειρηματική δραστηριότητα στην Κίνα, όπως η πιθανή απώλεια πνευματικής ιδιοκτησίας και η πίεση από τις κρατικές επιχειρήσεις.  

Η περίπτωση της Starbucks δείχνει πώς αυτό έχει αλλάξει. Το 2016, ο τότε διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Howard Schultz είχε πει ότι η Κίνα θα μπορούσε να γίνει η μεγαλύτερη αγορά για τη Starbucks. Από τότε η εταιρεία έχει δεχθεί πλήγμα από ντόπιες ανταγωνιστικές αλυσίδες που πωλούν τον καφέ στην τιμή των 2 δολαρίων, ακόμα και φτηνότερα, και έχει βρεθεί πίσω από την εγχώρια εταιρεία Luckin Coffee που ηγείται στον χώρο.

«Το περιβάλλον είναι ακραία ανταγωνιστικό» ανέφερε ο νέος CEO της Starbucks Brian Niccol τον Οκτώβριο, προσθέτοντας ότι η εταιρεία εξετάζει το ενδεχόμενο συνεργασιών με κινεζικές εταιρείες. Οι αμερικανικές επιχειρηματικές δραστηριότητες στην Κίνα αντιμετωπίζουν αυξανόμενο ανταγωνισμό τόσο από τις κρατικές επιχειρήσεις όσο και από ιδιωτικές επιχειρήσεις που επωφελούνται από επιδοτήσεις ή ειδικές ρυθμίσεις, εξηγεί ο Michael Hart, πρόεδρος του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στη χώρα.

Στην προσπάθειά της για αυτάρκεια, η κινεζική κυβέρνηση απαιτεί από τις κρατικές επιχειρήσεις να αντικαταστήσουν με εγχώριες εναλλακτικές την αμερικανική τεχνολογία που είχε επικρατήσει στις υποδομές της στον τομέα της πληροφορικής, όπως τα προϊόντα της Microsoft και της Oracle. Τον Αύγουστο, η IBM ανακοίνωσε ότι λόγω του εντεινόμενου ανταγωνισμού κλείνει το τμήμα έρευνας και ανάπτυξης στην Κίνα, πλήττοντας πάνω από 1.000 εργαζομένους.

Μείωση μεριδίων

Το 2007, ο διευθύνων σύμβουλος της General Motors είχε πει ότι η μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας στην Κίνα άξιζε τον κόπο, προκειμένου η επιχείρηση να έχει πρόσβαση στην κινεζική αγορά. Για μεγάλο μέρος της προηγούμενης δεκαετίας, η GM πουλούσε περισσότερα οχήματα στην ασιατική χώρα παρά στις ΗΠΑ.

Ωστόσο, τον Δεκέμβριο η GM δήλωσε ότι ανέμενε να επιβαρυνθεί με περισσότερα από 5 δισ. δολάρια μη ταμειακών δαπανών στο τέταρτο τρίμηνο του έτους λόγω της αδυναμίας των δραστηριοτήτων της στην Κίνα. Η εταιρεία είπε ότι το μερίδιό της στην ασιατική χώρα υποχώρησε από το 13,7% το 2018 σε 8,4% το 2023. Οι κινεζικές μάρκες κυριαρχούν σήμερα. Πέρα από τις καινοτομίες στα ηλεκτρικά οχήματα, οι κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες, όπως η BYD, έχουν ωφεληθεί τόσο από τις άμεσες κρατικές ενισχύσεις όσο και από τις επιδοτήσεις προς τους καταναλωτές για την αγορά κινεζικών αυτοκινήτων.

Εξάλλου, και η Ουάσιγκτον έχει καταστήσει δυσκολότερη την επιχειρηματική δραστηριοποίηση στην Κίνα, με τις πολιτικές που ακολουθεί αλλά και λόγω του ευρύτερου πολιτικού κλίματος.

Επιθέσεις

Ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής του Αρκανσο και σύμμαχος του Ντ. Τραμπ, Tom Cotton, συνόψισε πρόσφατα τον κίνδυνο δυσφήμησης που διατρέχουν οι εταιρείες οι οποίες ασκούν πιέσεις υπέρ των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στην Κίνα: «Αν μπεις στο ρινγκ για λογαριασμό της Κίνας, πρέπει να περιμένεις ότι θα δεχτείς επιθέσεις» είπε σε ένα συνέδριο της «Wall Street Journal».

Τόσο η κυβέρνηση Τραμπ όσο και η κυβέρνηση Μπάιντεν χρησιμοποίησαν τον έλεγχο των εξαγωγών για να εμποδίσουν την πώληση προϊόντων τεχνολογίας στην Κίνα τα οποία θεωρούν σημαντικά για την ασφάλεια των ΗΠΑ. Τέτοια προϊόντα είναι και τα τσιπ της Nvidia και άλλων εταιρειών που χρησιμοποιούνται στην τεχνητή νοημοσύνη. Αμερικανοί αξιωματούχοι ανέφεραν ότι έχουν ουσιαστικά απορρίψει αιτήματα ή έχουν ανακαλέσει εγκρίσεις για την πώληση τεχνολογικών προϊόντων αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων προς την Κίνα.

Σύμφωνα με μια ανάλυση, στην πρώτη θητεία του Ντ. Τραμπ οι μέσοι δασμοί επί των εισαγωγών από την Κίνα αυξήθηκαν σε σχεδόν 11%, από 3% περίπου που ήταν ως τότε. Επί της προεδρίας Μπάιντεν, το μεγαλύτερο μέρος αυτών των δασμών διατηρήθηκε, ενώ ο Τραμπ πρόσφατα πρότεινε την επιβολή πρόσθετου φόρου της τάξης του 10% σε όλα τα προϊόντα από την Κίνα.

Πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις, με πρώτη την Apple, έχουν οικοδομήσει εφοδιαστικές αλυσίδες που βασίζονται σε συμβάσεις με κινεζικές εταιρείες για την παραγωγή προϊόντων της τα οποία στη συνέχεια εξάγονται στις ΗΠΑ και άρα υπόκεινται στους δασμούς αυτούς.

Διαφοροποίηση

Ο διευθύνων σύμβουλος της Apple Tim Cook άσκησε δημοσίως πιέσεις και πέτυχε να θεσπιστούν εξαιρέσεις στην επιβολή δασμών κατά την πρώτη θητεία Τραμπ, και είναι πιθανό να το ξανακάνει. Παράλληλα, η Apple διαφοροποιεί την παραγωγή της στρεφόμενη σε χώρες όπως το Βιετνάμ και η Ινδία, ενώ και αυτή δυσκολεύεται να επικρατήσει στην κινεζική αγορά έναντι των εγχώριων ανταγωνιστών της, όπως η Huawei.

Οι αμερικανικές εταιρείες που έχουν ξοδέψει πολύ χρόνο και χρήμα για την ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Κίνα δεν είναι πλέον πρόθυμες να υπερασπιστούν τις επενδύσεις τους με δημόσιες εκστρατείες για την προώθηση των συμφερόντων τους στην Ουάσιγκτον, ανέφερε ο Kurt Tong, πρώην αμερικανός διπλωμάτης, σήμερα διαχειριστικός εταίρος στην εταιρεία συμβούλων επιχειρήσεων The Asia Group.

«Αν μια επιχείρηση απευθυνθεί στο Κογκρέσο ή στην κυβέρνηση και πει ότι «οι επενδύσεις μας στην Κίνα φέρνουν έσοδα και εξαγωγές ή δημιουργούν θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ», ο αντίλογος είναι: «Θα πρέπει απλώς να κάνετε τις επενδύσεις αυτές στις ΗΠΑ. Τέλος της συζήτησης»».

Οι δασμοί

Ο λόγος δεν είναι ότι οι επιχειρήσεις που έχουν συμφέροντα στην Κίνα ξαφνικά συμπάθησαν τους δασμούς. Ορισμένες προσπαθούν ακόμα να πείσουν την ομάδα του Τραμπ να περιμένει, αλλά κάνουν λιγότερη φασαρία. Κάποια στελέχη από τον χώρο του λιανικού εμπορίου δήλωσαν ότι οι δασμοί θα έχουν επιπτώσεις. «Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των δασμών πιθανότατα θα μετακυλισθεί στους τελικούς καταναλωτές ως αύξηση των τιμών» ανέφερε τον Νοέμβριο η πρόεδρος της Best Buy, Corrie Barry, αναφερόμενη στη δέσμευση του Τραμπ να αυξήσει τους δασμούς στις εισαγωγές από την Κίνα και το Μεξικό.

Ο Μ. Hart, ο πρόεδρος του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στην Κίνα, είπε ότι εξακολουθεί να πιστεύει ότι η ξαφνική αποχώρηση από την Κίνα θα ήταν λάθος. «Θα έπληττε σοβαρά την αμερικανική οικονομία και τις αμερικανικές επιχειρήσεις» επισήμανε.