Σε σημείο καμπής βρίσκεται πλέον ο κόσμος, καθώς σύμφωνα με αναλυτές κορυφαίων διεθνών τραπεζών, στη «μετα-QE εποχή» οι αγορές και οι οικονομίες εισέρχονται πλέον στον «πλανήτη της πολιτικής».
Μπορεί μάλιστα τα προηγούμενα χρόνια η ποσοτική χαλάρωση να εξηγεί τις σχετικά συγκρατημένες αντιδράσεις των αγορών στους πολιτικούς κινδύνους, σήμερα όμως το τέλος του αποκαλούμενου «QE» και η σταδιακή απόσυρση περίπου 12 τρισ. δολ. που «τυπώθηκαν» στα χρόνια της κρίσης για να τονώσουν την παγκόσμια οικονομία επαναφέρουν το πολιτικό ρίσκο στο επίκεντρο.
Οσο ο κόσμος μεταβαίνει από την ποσοτική χαλάρωση στη νομισματική σύσφιγξη, σε μια στιγμή μάλιστα που διανύουμε και το τελευταίο μέρος του οικονομικού κύκλου και της μακροχρόνιας ανοδικής αγοράς (bull market), τόσο ο αντίκτυπος των πολιτικών εξελίξεων θα είναι μεγαλύτερος.
Η μεταπολεμική ομαλότητα
Στην ουσία η μεταπολεμική ομαλότητα, που χαρακτηρίστηκε από διεθνείς συνεργασίες, ελευθερία μετακίνησης και περισσότερο ανεκτικές κοινωνίες, βρίσκεται σε αποδρομή, καθώς στις ΗΠΑ, στη Μεγάλη Βρετανία, στην Ιταλία, στην Ουγγαρία, στη Βραζιλία και σε άλλες χώρες υποστηρίχθηκαν λαϊκιστικές πολιτικές, με κύρια συνθήματα την εσωστρέφεια στην εξωτερική πολιτική, την επιβολή οικονομικού εθνικισμού, κλειστά σύνορα και σε ορισμένες περιπτώσεις προσπάθειες ελέγχου ακόμη και του Τύπου.
Ενισχύουν την αποπαγκοσμιοποίηση
Εάν σε αυτό το παζλ προστεθεί και η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, τότε τα περιθώρια εξάπλωσης αυτής της τάσης μπορεί να διευρυνθούν.
Σε μια στιγμή που οι προκλήσεις στο διεθνές πολιτικό σκηνικό αυξάνουν και προοδευτικά το παγκόσμιο γεωπολιτικό σκηνικό εμφανίζεται περισσότερο κατακερματισμένο, το τέλος του οικονομικού κύκλου και οι αδύναμες πολιτικές ηγεσίες σε παγκόσμιο επίπεδο, σε συνδυασμό με την άνοδο του λαϊκισμού και του προστατευτισμού ενισχύουν την αποπαγκοσμιοποίηση, αντιστρέφοντας το ισχυρότερο κύμα παγκοσμιοποίησης που γνώρισε ο κόσμος μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου.
Οι εμπορικές εντάσεις ΗΠΑ – Κίνας αποτελούν μέρος ενός μεγαλύτερου πολιτικού παιχνιδιού, στο οποίο οι δυο τους μάχονται για την πολιτική και οικονομική υπεροχή.
Η Νέα Κίνα εξάλλου δημιουργεί νέα δεδομένα. Το τελευταίο συνέδριο του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος τροποποίησε το βασικό όραμα και τη στρατηγική της Κίνας η οποία, όπως εκτιμούσαν αναλυτές της Deutsche Bank, «βλέπει» πλέον πιο ολιστικά τον κόσμο, πέρα από το εμπόριο. Με άλλα λόγια, θα επεκτείνει την πολιτική και στρατιωτική επιρροή της παγκοσμίως με στόχο να καταστεί μια πραγματική υπερδύναμη.
Το Πεκίνο στηρίζει πολλά στο μεγαλεπήβολο project «Belt and Road» ή αλλιώς τον νέο δρόμο του μεταξιού. Αλλά με όλα αυτά έρχονται αυξανόμενες πολιτικές και στρατιωτικές εντάσεις, όπως αυτή στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Σε αυτό το πλαίσιο, για τις ΗΠΑ η Κίνα είναι πλέον ο «στρατηγικός ανταγωνιστής», και αυτό σημαίνει πως οι συγκρούσεις θα διατηρηθούν για πολλά χρόνια, ακόμη και αν π.χ. στο εμπόριο δεν πάρουν τη μορφή ενός ολοκληρωτικού πολέμου.
Οι εισοδηματικές ανισότητες
Ενας σημαντικός παράγοντας που αναδύθηκε τα τελευταία χρόνια εντοπίζεται και στο αποκαλούμενο ρίσκο του «Vox Populi» («φωνή λαού») που απεικονίζει τη μεταβαλλόµενη κοινή γνώµη σε μια σειρά γεγονότων, η οποία εγείρει συνεχείς κινδύνους στο επιχειρηµατικό και επενδυτικό περιβάλλον και έχει αναλυθεί εκτενώς από τους πολιτικούς αναλυτές της Citigroup. Ως βασική αιτία ενίσχυσης του «Vox Populi Risk» θεωρούνται οι εισοδηματικές ανισότητες, αλλά και οι ανησυχίες που δημιούργησε η παγκοσμιοποίηση στην παγκόσμια μεσαία τάξη, σε μια στιγμή που ο αριθμός των εκλογικών αναμετρήσεων, των μαζικών διαδηλώσεων, των κυβερνητικών ανατροπών και ο πολλαπλασιασμός ακραίων πολιτικών σχηµατισµών αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια κατακόρυφα.
Αβεβαιότητα και
αυξημένο ρίσκο
Στην Ευρώπη οι βασικοί πολιτικοί κίνδυνοι επικεντρώνονται στο Ηνωμένο Βασίλειο (Brexit), στην Ιταλία (χρέος/σχέσεις με την ΕΕ) και στη Γαλλία («κίτρινα γιλέκα» / εγχώρια αναταραχή / οικονομία) ενώ οι ευρωεκλογές είναι πιθανό να δώσουν μια καλή εικόνα για την άνοδο των λαϊκιστικών κομμάτων και την επιρροή της αντιευρωπαϊκής πλατφόρμας στη Γηραιά Ηπειρο.
Η τελευταία φαίνεται να βρίσκεται μπροστά σε μια παρατεταμένη περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας και αυξημένου ρίσκου, καθώς η αυξανόμενη τάση του λαϊκισμού και η άνοδος των ακραίων πολιτικών σχηματισµών δεν δείχνουν σημάδια κόπωσης.
Παράλληλα, οι γεωπολιτικές εντάσεις στη Μέση Ανατολή, στη Ρωσία και στη Β. Κορέα και το ενδεχόμενο επιβράδυνσης της οικονομία της Κίνας αναμένεται να παίξουν τον δικό τους ρόλο στις εξελίξεις. Το «QE» αποτέλεσε σταθερή βάση για την παγκόσμια οικονομία και τις χρηματοπιστωτικές αγορές κατά την τελευταία δεκαετία και ενίσχυσε στην ουσία το παγκόσμιο ονομαστικό ΑΕΠ. Τώρα το ερώτημα είναι εάν το τέλος του «QE» σημαίνει και το τέλος αυτού του οικονομικού κύκλου.
Μερικοί αναλυτές πιστεύουν ότι η απάντηση είναι «Ναι», ενώ άλλοι θεωρούν πως η πιο σωστή απάντηση είναι «εξαρτάται». Εξαρτάται από την τροπή που θα πάρουν τα πράγματα στο παγκόσμιο εμπόριο, στη δημοσιονομική πολιτική, στην εγχώρια ζήτηση, στον ρυθμό αύξησης των επενδύσεων, στις κινήσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, στις οικονομικές συνθήκες κ.λπ. Από την άλλη πλευρά, στους κόλπους των κεντρικών τραπεζών υπάρχει ανησυχία ότι η ανεξαρτησία τους απειλείται.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η Τράπεζα της Αγγλίας και η ΕΚΤ αισθάνονται την πίεση από τους πολιτικούς (ο Τραμπ έχει π.χ. επικρίνει επανειλημμένως την πολιτική της Fed), ενώ σε Ινδία και ειδικά στην Τουρκία από τον Ερντογάν οι πιέσεις είναι εντονότερες. Αν οι αγορές υποψιαστούν ότι οι κεντρικές τράπεζες θα υποκύψουν στις πιέσεις τότε το κόστος δανεισμού θα αυξηθεί.
Τα επιτόκια και η έξοδος στις αγορές
Καθώς η εποχή του υπερβολικά φθηνού χρήματος φτάνει στο τέλος της, η εξισορρόπηση των ισοζυγίων των Κεντρικών Τραπεζών θα επιταχυνθεί, με συνέπεια να επιταχυνθούν και τα προβλήματα ρευστότητας κατά τα επόμενα δύο χρόνια. Η Fed από το 2015 έως σήμερα έχει μειώσει την κυκλοφορία χρήματος κατά 45% και έχει αυξήσει το επιτόκιο δανεισμού προς τις εμπορικές τράπεζες από 0,25% σε 2,5%, ενώ αναμένεται να το ανεβάσει στο 3% ή και στο 3,25% μέσα στο 2019.
Μέχρι στιγμής, η πορεία προς τη νομισματική σύσφιξη και οι αυξημένοι πολιτικοί κίνδυνοι έχουν οδηγήσει σε επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης, ενώ οι οικονομολόγοι υπολογίζουν πως η άμεση επίπτωση στο παγκόσμιο ΑΕΠ θα είναι 0,3% τους επόμενους 6-12 μήνες. Καθώς η ανάπτυξη επιβραδύνει, οι φόβοι για το ενδεχόμενο της ύφεσης μεσοπρόθεσμα θα αυξάνονται επηρεάζοντας το εύθραυστο επενδυτικό κλίμα.
Οι επενδυτές
Καθώς οι δυσμενείς συνθήκες στις κεφαλαιαγορές, σύμφωνα με τους αναλυτές, δεν αποτελούν παροδικό φαινόμενο, οι επενδυτές θα γίνονται σταδιακά πιο επιλεκτικοί στις τοποθετήσεις τους.
Η απόδοση του 10ετούς γερμανικού ομολόγου υποχωρούσε σε χαμηλό επτά μηνών π.χ. την Πέμπτη, μετά την απόφαση της αμερικανικής Fed να αυξήσει τα επιτόκια.
Αν μάλιστα το αμερικανικό 10ετές ομόλογο, όπως εκτιμάται, ανέλθει το 2019 στα επίπεδα του 3,75%, αυτόματα περιορίζονται και τα περιθώρια δανεισμού τού Eλληνικού Δημοσίου, το οποίο αναμένεται να βγει στις αγορές τους πρώτους μήνες του 2019, μία έκδοση όμως 5ετούς διάρκειας (αφού η έκδοση 10ετούς με κόστος 4,2%-4,5% είναι απαγορευτική). Στόχος, η άντληση μέρους των περίπου 4-7 δισ. ευρώ που φέρεται ότι θα αναζητήσει μέσω νέων εκδόσεων η χώρα το νέο έτος, προκειμένου να καλύψει το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών για την εξυπηρέτηση του χρέους, που ανέρχονται σε 11,74 δισ. ευρώ, με τα 4 δισ. ευρώ να προέρχονται από το «μαξιλάρι ασφαλείας». Η Ελλάδα σχεδιάζει τουλάχιστον δύο μικρές ομολογιακές εκδόσεις την επόμενη χρονιά: μία μακροπρόθεσμης διάρκειας και μία βραχυπρόθεσμης, ανέφερε πάντως στο Reuters κυβερνητικός αξιωματούχος, ενώ αναλυτές της Mizuho ανέφεραν, αντίθετα με τις εκτιμήσεις, πως η επόμενη έκδοση που θα λάβει χώρα στις αρχές του επόμενου έτους θα είναι 10ετούς διάρκειας.