Τις ειδικές ικανότητες ενός Ηρακλή Πουαρό θα πρέπει να επιστρατεύσουν οι καταναλωτές για να μπορέσουν να γεμίσουν το καλάθι του σουπερμάρκετ χωρίς να βγουν εκτός προϋπολογισμού, κάτι ιδιαίτερα εύκολο με τον ρυθμό που ανεβαίνουν οι τιμές στα τρόφιμα και στα καθημερινά είδη πρώτης ανάγκης.
Η κατάσταση έχει γίνει αφόρητη για τα νοικοκυριά, παρά τη σημαντική υποχώρηση του πληθωρισμού στο 3% τον Απρίλιο από 4,6% τον Μάρτιο. Συνεχίζουν να πληρώνουν ακριβότερα βασικά προϊόντα, όπως το ψωμί και το κρέας, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης και παρότι υπάρχουν κάποια λίγα δείγματα για μικρές μειώσεις από τον επόμενο μήνα, με βάση τους τιμοκαταλόγους χονδρικής, η μεγάλη εικόνα δεν προοιωνίζεται ορθολογικοποίηση των τιμών σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Πώς μπορούν λοιπόν οι καταναλωτές να μετριάσουν την επίπτωση των πληθωριστικών πιέσεων και της ακρίβειας; «Το Βήμα» παρουσιάζει σήμερα έναν «οδηγό επιβίωσης» με μερικούς πρακτικούς και αποτελεσματικούς τρόπους για να γίνει το «αγοραστικό ταξίδι» λιγότερο αγχωτικό και περιπετειώδες.
Αλλωστε, όπως έλεγε ο διάσημος μυθιστορηματικός ήρωας της Αγκάθα Κρίστι: «Είναι το μέλλον που προκαλεί ανησυχία».
Προσοχή στις ποσότητες
Ακόμη και πριν από το χτύπημα του πληθωρισμού, το καλάθι του σουπερμάρκετ ήταν ένα από τα μεγάλα βάρη στους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών.
Ομως για χρόνια οι νοικοκυρές και οι νοικοκύρηδες αγόραζαν σχεδόν με κλειστά μάτια συγκεκριμένες μάρκες μαργαρίνης, βουτύρου και γιαουρτιού, από τις πιο γνωστές στην ελληνική αγορά, ξέροντας ότι οι ποσότητες είναι 250 ή 500 γραμμάρια για τη μαργαρίνη και το βούτυρο και 200 γραμμάρια για το γιαούρτι.
Εδώ και αρκετούς μήνες που το φαινόμενο του «shrinkflation» – από το shrink που σημαίνει συρρικνώνω και inflation που σημαίνει πληθωρισμός – έχει κάνει την εμφάνισή του και στην ελληνική αγορά, τα 250 γρ. έγιναν 200 γρ., τα 500 γρ. «έπεσαν» στα 400 γρ., ενώ κάποια κύπελλα γιαουρτιού περιέχουν 190 γρ. αντί για 200, με τις τιμές όμως στην καλύτερη περίπτωση να παραμένουν ίδιες ή να ανεβαίνουν.
Για παράδειγμα, μια συσκευασία μαργαρίνης 500 γρ. συγκεκριμένης μάρκας πριν από έναν χρόνο, στις 27 Απριλίου 2022, πωλούνταν 2,77 ευρώ. Εφέτος (10 Μαΐου) η συσκευασία των 400 γρ. πωλείται 2,92 ευρώ.
Στο βούτυρο, από την άλλη, η τιμή του κιλού αλλάζει ανάλογα με τη συσκευασία. Σε κορυφαία μάρκα βουτύρου στη συσκευασία των 500 γρ. η τιμή του κιλού είναι 17,60 ευρώ, στα 250 γρ. 18,72 ευρώ και στα 125 γρ. 22,40 ευρώ. Δηλαδή υπάρχει μη γραμμική τιμολόγηση. Η επιβάρυνση για τον καταναλωτή μειώνεται καθώς αυξάνεται η ζητούμενη ποσότητα.
Σε κάθε περίπτωση οι ποσότητες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, αναγράφονται στις συσκευασίες και δεν τίθεται θέμα παραπλάνησης του καταναλωτή.
Μεζούρα και προσφορές
Η τιμή παραμένει σήμερα, με διαφορά, το σημαντικότερο αγοραστικό κριτήριο για όλα ανεξαιρέτως τα προϊόντα, ενώ 7 στους 10 καταναλωτές, σύμφωνα με την έρευνα της EY, Future Consumer Index, εκτιμούν ότι θα παραμείνει το σημαντικότερο κριτήριο και σε τρία χρόνια από σήμερα.
Υπό αυτές τις συνθήκες η πλειονότητα των καταναλωτών «κυνηγάει» τις προσφορές, κάτι που γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό στην αγορά των προϊόντων καθαρισμού και των απορρυπαντικών για ρούχα, καθώς οι τιμές έχουν εκτιναχθεί.Τον Απρίλιο εφέτος στα είδη άμεσης κατανάλωσης νοικοκυριού, όπως τα απορρυπαντικά, τα χαρτικά, τα καθαριστικά, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 16,3% σε ετήσια βάση, δηλαδή, σχεδόν πενταπλάσιες συγκριτικά με τον μέσο πληθωρισμό. Προκειμένου όμως οι προσφορές να μην είναι «προσφορές», οι καταναλωτές θα πρέπει να μην πέφτουν στην παγίδα των προωθητικών ενεργειών, αλλά να υπολογίζουν το κόστος σύμφωνα με την τιμή της μεζούρας ή της κάψουλας (pod), διότι αυτό που φαίνεται φθηνό μπορεί να είναι τελικά ακριβό.
Στο Διαδίκτυο
Για να υπάρχει πραγματική εξοικονόμηση από τις προωθητικές ενέργειες και τις προσφορές που κάνουν τα σουπερμάρκετ, οι καταναλωτές μπορούν να εκμεταλλευθούν και το Διαδίκτυο.
Σε πολλές περιπτώσεις, η αναζήτηση καλύτερης τιμής μέσω Διαδικτύου οδηγεί σε διψήφιο ποσοστό εξοικονόμησης για τον καταναλωτή. Επιπλέον, ορισμένα είδη νοικοκυριού πωλούνται αρκετά φθηνότερα στα ηλεκτρονικά καταστήματα.
Χαμηλότερα στα ράφια
Οι αγορές με λίστα, οι κάρτες πιστότητας και τα εκπτωτικά κουπόνια παρέχουν αναμφίβολα δυνατότητες εξοικονόμησης χρημάτων, αλλά συν Αθηνά και χείρα κίνει. Δεν πηγαίνουμε στο σουπερμάρκετ πεινασμένοι γιατί πιθανότατα να παρασυρθούμε σε παρορμητικές αγορές. Επίσης «σκανάρουμε» ολόκληρο το ράφι, καθώς τα πιο ακριβά αντικείμενα τοποθετούνται στο ύψος των ματιών, ενώ τα φθηνότερα χαμηλότερα και αριστερά. Δεν προσπερνάμε τα προϊόντα των οποίων η ημερομηνία λήξης πλησιάζει, τα οποία πωλούνται συνήθως σε χαμηλότερη τιμή, αρκεί βεβαίως να υπάρχει προγραμματισμός για την κατανάλωσή τους. Ξίδια, μέλι, βανίλια ή άλλα εκχυλίσματα, ζάχαρη και αλάτι μπορούν να διαρκέσουν σχεδόν για πάντα, αλλά και το επεξεργασμένο λευκό ρύζι διαρκεί αρκετό καιρό, ενώ μπορούμε να παρατείνουμε τη «ζωή» των ξηρών καρπών βάζοντάς τους στην κατάψυξη.
Τέλος, συγκρίνουμε τις τιμές διαφορετικών καταστημάτων καθώς συχνά βλέπουμε αισθητά διαφορετικές τιμές για το ίδιο ή σχεδόν το ίδιο προϊόν.