Περισσότερες από 650 αμερικανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην Κίνα μέσω κοινοπραξιών που έχουν συμπήξει με ομοειδείς κινεζικές εταιρείες – όρος εκ των ων ουκ άνευ που θέτει το Πεκίνο. Εξ  αυτών περίπου το ένα τρίτο, 219 για την ακρίβεια, μετείχαν σε έρευνα που διεξήγαγε το αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο στη Νότια Κίνα. Και από αυτές το ένα τρίτο περίπου («περισσότερες από 70» κατά τους ερευνητές) αποκάλυψαν ότι σκέπτονται να εγκαταλείψουν την Κίνα λόγω της αβεβαιότητας για το μέλλον και κυρίως του «ροκανίσματος των κερδών τους» ως αποτέλεσμα του σινοαμερικανικού εμπορικού πολέμου.
Θα υπέθετε κανείς ότι ο σκοπός του Ντόναλντ Τραμπ επιτυγχάνεται – ο αμερικανός πρόεδρος, ως γνωστόν, εμφανίζεται οργισμένος με τις μετεγκαταστάσεις αμέτρητων μονάδων παραγωγής… αμέτρητων αμερικανικών επιχειρήσεων σε χώρες με φθηνά εργατικά χέρια και κυρίως στην Κίνα, δραστηριότητες που στερούν, όπως λέει, θέσεις εργασίας από τους αμερικανούς πολίτες. Δεν συμβαίνει όμως αυτό.

Πάνε αλλού…

Οι εταιρείες που σκέπτονται να εγκαταλείψουν την Κίνα έχουν την πρόθεση να μετεγκατασταθούν σε άλλη χώρα, της Νοτιοανατολικής Ασίας κατά προτίμηση. Μόνο μία εξ αυτών αποκάλυψε ότι μελετά τον επαναπατρισμό της παραγωγικής της βάσης στη Βόρεια Αμερική.
Το Αμερικανικό Επιμελητήριο ερεύνησε τις απόψεις και των κινεζικών επιχειρήσεων που διατηρούν την παραγωγή τους εντός των εθνικών τους συνόρων για τον ανταγωνισμό που αντιμετωπίζουν. Ετσι, ενώ οι αμερικανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Κίνα αναφέρουν ως ισχυρότερους ανταγωνιστές τους από το Βιετνάμ, τη Γερμανία και την Ιαπωνία, οι κινεζικές επιχειρήσεις σημειώνουν ότι αντιμετωπίζουν ολοένα και αυξανόμενο ανταγωνισμό από το Βιετνάμ, την Ινδία, τις ΗΠΑ και τη Νότια Κορέα.
Σε κάθε περίπτωση, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς των χονδρικών και λιανικών πωλήσεων φαίνεται ότι πλήττονται περισσότερο από την αύξηση των αμερικανικών δασμών στις κινεζικές εισαγωγές, ενώ οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο αγροτικό τομέα πλήττονται περισσότερο από τα αντίμετρα που επέβαλαν οι κινεζικές αρχές.

Πιο «ριγμένες»

Η έρευνα διεξήχθη το διάστημα 21 Σεπτεμβρίου – 10 Οκτωβρίου, λίγο μετά την επιβολή από τις ΗΠΑ του δεύτερου κύματος δασμών σε επιπλέον εισαγωγές κινεζικών προϊόντων αξίας 200 δισ. δολαρίων. Δίκην αντιποίνων το Πεκίνο επέβαλε δασμούς στις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων αξίας 60 δισ. δολαρίων. Βάσει των αποφάσεων του Ντόναλντ Τραμπ, ένα μεγάλο μέρος των εμπορικών κυρώσεων θα τεθούν σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου 2019.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την έρευνα του αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, το 80% των επιχειρήσεων, αμερικανικών και κινεζικών, παραδέχθηκαν ότι επλήγησαν από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας. Κατά τι περισσότερες εταιρείες, μάλιστα, σημείωσαν ότι τους έπληξαν περισσότερο τα μέτρα που έλαβε η Ουάσιγκτον και όχι το Πεκίνο. Περίπου το 85% των αμερικανικών επιχειρήσεων δηλώνουν πληγείσες από τον εμπορικό πόλεμο, ενώ μόνο το 70% των κινεζικών παραπονέθηκαν.
Το ένα τρίτο των εταιρειών της έρευνας εκτιμούν ότι η εμπορική διαμάχη μείωσε τον τζίρο τους από 1 έως 50 εκατ. δολάρια, ενώ περίπου το 10% των κατασκευαστών κοστολογούν τις ζημιές τους στα 250 εκατ. δολάρια ή και περισσότερο. Αίσθηση προκαλούν και οι επιπτώσεις των αμερικανικών δασμών στον ρυθμό ανάπτυξης μεγάλων βιομηχανικών και εξαγωγικών περιοχών της Κίνας, όπως είναι η επαρχία Γκουανγκτόνγκ που συμμετέχει τα μάλα στη διαμόρφωση του κινεζικού ΑΕΠ.

Εν αναμονή

Ο αμερικανικός και ο κινεζικός επιχειρηματικός κόσμος – αλλά και μεγάλες εταιρείες άλλων χωρών που δραστηριοποιούνται στην Κίνα και επίσης πλήττονται από τον εμπορικό πόλεμο – περιμένουν κάτι θετικό από τις συζητήσεις που θα έχει ο Τραμπ με τον κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ με την ευκαιρία της συνόδου κορυφής του G20 στα τέλη Νοεμβρίου στο Μπουένος Αϊρες. Και η τηλεφωνική συνδιάλεξη που είχαν ο Τραμπ με τον Σι την περασμένη Πέμπτη ήταν όντως ενθαρρυντική. «Είχαμε μια μακρά και πολύ καλή συνομιλία. Μιλήσαμε για πολλά θέματα, δίνοντας μεγάλη έμφαση στο εμπόριο» τιτίβισε, κατά την προσφιλή του συνήθεια, ο «τουιτάκιας» πρόεδρος των ΗΠΑ.

Το Πεκίνο θέλει να μειώσει στο μισό τον φόρο αυτοκινήτων

Μπορεί η Ουάσιγκτον να έχει κηρύξει τον εμπορικό πόλεμο στο Πεκίνο, η Κίνα ωστόσο δεν παύει να ευεργετεί τις αμερικανικές επιχειρήσεις ακόμη και με… φημολογίες προθέσεων. Ετσι, οι εκτιμήσεις αναλυτών ότι η Κίνα προτίθεται να μειώσει κατά το ήμισυ τον φόρο αυτοκινήτων από το εξωτερικό έστειλαν στα ύψη τις μετοχές όλων ανεξαιρέτως των κατασκευαστών, των Αμερικανών μη εξαιρουμένων. Ο κλάδος αυτοκινήτου θεωρείται, άλλωστε, ένας εκ των βαρύτερα πληγέντων από τον σινοαμερικανικό εμπορικό πόλεμο.
Οι πληροφορίες περί των προθέσεων του Πεκίνου που δημοσιοποίησε την περασμένη Δευτέρα το πρακτορείο Bloomberg έστειλαν την επομένη στα ύψη τις μετοχές των κινέζων κατασκευαστών, όπως της Great Wall Motor (6,9%) και της Geely Automobile Holdings (6%). Ευεργέτησαν όμως εξίσου και τη μετοχή της Ford Motor (6,8%) ή της General Motors (5,1%). Η Goldman Sachs, μάλιστα, συνέστησε «αγορά» της μετοχής της Ford, οι πωλήσεις της οποίας στην Κίνα εμφανίζονται να υποχωρούν τους 14 από τους 15 τελευταίους μήνες…
Η κινεζική αγορά αυτοκινήτου είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο και όλοι οι κατασκευαστές θέλουν να πουλήσουν τα προϊόντα τους εκεί. Κάτι που εν πολλοίς επιτυγχάνουν, αν αναλογιστεί κανείς ότι η Volkswagen, για παράδειγμα, πραγματοποιεί σχεδόν το 40% των πωλήσεών της στην κινεζική αγορά. Εξυπακούεται ότι τόσο η μετοχή της VW όσο και των άλλων μεγάλων γερμανών κατασκευαστών, BMW και Daimler, είχαν πάρει την ανιούσα στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης ήδη από τη συνεδρίαση της Δευτέρας.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα του Bloomberg, η Εθνική Επιτροπή Ανάπτυξης και Μεταρρύθμισης της Κίνας για να «ξεπαγώσει» τον κλάδο αυτοκινήτου, οι πωλήσεις του οποίου έχουν φρενάρει τους τελευταίους μήνες (μαζί με την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας εξάλλου, ο ρυθμός της οποίας έχει υποχωρήσει στο 6,5%), σχεδιάζει τη μείωση στο 5% του συντελεστή φόρου για την αγορά καινούργιων αυτοκινήτων με κινητήρα έως 1,6 λίτρων. Ανάλογη μείωση κατά 50% της φορολόγησης των πωλήσεων αυτοκινήτων είχε κάνει το Πεκίνο και τον Σεπτέμβριο του 2015. Με βάση την εμπειρία εκείνη, αναλυτές της Sanford C. Bernstein & Co. εκτιμούν ότι αν γίνει μια ανάλογη μείωση, το 2019 οι πωλήσεις καινούργιων αυτοκινήτων στην Κίνα θα αυξηθούν κατά 10% – μιλάμε για 2 με 2,5 εκατ. οχήματα επιπλέον…