Σήμερα στον κόσμο, σύμφωνα με στοιχεία των Wealth-X, Knight Frank, Credit Suisse αλλά και στοιχεία από τα τμήματα διαχείρισης πλούτου κορυφαίων αμερικανικών και ελβετικών τραπεζών, υπάρχουν 42.000.000 εκατομμυριούχοι, 265.490 υπερπλούσιοι με περιουσία άνω των 30 εκατ. δολαρίων και 2.604 δισεκατομμυριούχοι, εκ των οποίων οι 65.821, οι 704 και 17 είναι αντίστοιχα Ελληνες. Και παρά το γεγονός πως μόνο από την αρχή του 21ου αιώνα ο παγκόσμιος ιδιωτικός πλούτος σχεδόν τριπλασιάστηκε, καθώς από 115 τρισ. δολάρια το 2000, ξεπερνά σήμερα 320 τρισ. δολάρια, οι ανισότητες στην κατανομή του δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερες. Από τις αρχές του αιώνα ο αριθμός των εκατομμυριούχων αυξήθηκε κατά 160% και ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων κατά 220%, ενώ το 0,8% του παγκόσμιου πληθυσμού που είναι εκατομμυριούχοι ελέγχουν το 45% του παγκόσμιου πλούτου, με 10% πληθυσμού αντίστοιχα να έχει στα χέρια του το 89% του πλούτου του πλανήτη. Στον αντίποδα, το 64% του ενήλικου πληθυσμού, περίπου 3,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι, ελέγχει το 1,9% του παγκόσμιου πλούτου (6,2 τρισ. δολάρια). Οι 2.604 δισεκατομμυριούχοι διαθέτουν κινητή περιουσία αξίας 8,56 τρισ. δολαρίων και οι 265.490 «ολιγάρχες του πλούτου», όπως αποκαλούνται οι έχοντες περιουσία άνω των 30 εκατ. δολαρίων, ελέγχουν συνολικά 32,3 τρισ. δολάρια, δηλαδή 10 φορές περισσότερα από τα περιουσιακά στοιχεία των 2/3 του ενήλικου πληθυσμού του πλανήτη. Από την άλλη πλευρά, ενώ οι εισοδηματικές ανισότητες διευρύνονται, συνολικά οι πλούσιοι αυτού του κόσμου, σύμφωνα με έρευνα της ελβετικής BCG, έχουν κρυμμένα μόνο στα πιο γνωστά χρηματοοικονομικά (υπεράκτια) κέντρα συνολικά 8,7 τρισ. δολάρια, αποφεύγοντας έτσι να πληρώσουν και τους σχετικούς φόρους. Αναλυτικά, σύμφωνα με στοιχεία της Credit Suisse, το 0,8% του παγκόσμιου ενήλικου πληθυσμού έχει περιουσία άνω του 1 εκατ., το 39,3% από 100.000 ως 1.000.000 δολάρια, το 13,9% από 10.000 ως 100.000 δολάρια και το 63,9% κάτω από 10.000 δολάρια. Η μεσαία τάξη Σε παγκόσμιο επίπεδο ο αριθμός των ανθρώπων που ανήκουν οικονομικά στη μεσαία τάξη αυξήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες στις αναδυόμενες οικονομίες, απόρροια της οικονομικής τους άνθησης. Στις βιομηχανικές οικονομίες, ωστόσο, παρατηρείται αντίθετη τάση. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ παλαιότερα το ποσοστό της μεσαίας τάξης αντιπροσώπευε το 60% του πληθυσμού και τώρα μειώθηκε κάτω από το 50%, ενώ και στην Ευρώπη η μεσαία τάξη μειώθηκε κατά 8% περίπου τα τελευταία χρόνια, καθώς, όπως εκτιμάται γενικά, στον δυτικό κόσμο «η μεσαία τάξη συρρικνώθηκε γιατί ο πλούτος συσσωρεύεται προς τα πάνω». Η συρρίκνωση της μεσαίας τάξης στον δυτικό κόσμο, έχει οδηγήσει ορισμένους ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και αρκετούς οικονομολόγους να κατηγορούν την παγκοσμιοποίηση και το διεθνές εμπόριο για την αύξηση των ανισοτήτων και την απώλεια θέσεων εργασίας. Ωστόσο, η έρευνα της Citi υποστηρίζει πως η παγκοσμιοποίηση κάνει τις χώρες πλουσιότερες στο σύνολό τους και ότι τα προβλήματα προκύπτουν επειδή οι κυβερνήσεις δεν κατανέμουν δίκαια τα οφέλη ή δεν αποζημιώνουν τους αποκαλούμενους και «χαμένους» της παγκοσμιοποίησης, που είναι, σύμφωνα με ορισμένους οικονομολόγους, το παραγωγικό δυναμικό εντάσεως εργασίας και μικρής χρήσης της τεχνολογίας. Για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις απαιτείται να ενισχυθούν οι πολιτικές εκείνες που εξασφαλίζουν μια διευρυμένη συμμετοχή των πολιτών στον πλούτο που δημιουργείται. Η μετατόπιση ισχύος Εξάλλου, ενώ το φτωχότερο ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού μοιράζεται κάτι λιγότερο από το 1% του παγκόσμιου πλούτου, υποδηλώνοντας τις μεγάλες ανισότητες στην κατανομή του παγκόσμιου πλούτου, δεν θα πρέπει να διαφεύγει την προσοχή πως από το 1990 πάνω από 1,2 δισ. άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τις συνθήκες ακραίας φτώχειας, το ποσοστό της οποίας είναι τώρα χαμηλότερο από ποτέ. Τα δεδομένα δείχνουν πάντως σήμερα πως οι δομές που δημιουργήθηκαν στην παγκόσμια οικονομία από την κατάρρευση του Τείχους και τη διάλυση της ΕΣΣΔ, όπου το παγκόσμιο εμπόριο σε σχέση με το ΑΕΠ διπλασιάστηκε αντιπροσωπεύοντας στην κορύφωσή του, το 2008, το 60% του παγκόσμιου ΑΕΠ, αλλάζουν δραματικά. Τη χρονιά αυτή (2008) θεωρείται πως η παγκοσμιοποίηση γνώρισε την κορύφωσή της, με αποτέλεσμα η παγκόσμια (οικονομική) πίτα να σταματήσει να μεγαλώνει παρέχοντας πλέον λιγότερους πόρους για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων. Ο ρυθμός αύξησης του μέσου παγκόσμιου κατά κεφαλήν εγχώριου προϊόντος μεταξύ του 1990 και του 2007 αυξανόταν π.χ. κατά μέσο 4,7% σε ετήσια βάση, ενώ από το 2008 ως το 2018 περιορίστηκε στο 2,3%. Η πτώση ήταν ιδιαίτερα έντονη σε χώρες υψηλού και μεσαίου εισοδήματος, με αποτέλεσμα ο λαϊκισμός να βρει μεγαλύτερο έδαφος. Η δεκαετία 2008-2018 σηματοδοτεί τη μετατόπιση της οικονομικής ισχύος, αλλάζοντας τις ισορροπίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η Βόρεια Αμερική και η Ευρώπη, που αποτελούσαν το περίπου 15% του παγκόσμιου πληθυσμού, αντιπροσώπευαν το 57% του παγκόσμιου ΑΕΠ, το 61% των επενδύσεων, το 50% μεταποιητικού τομέα. Οχι πια, το οικονομικό κέντρο βάρους του κόσμου έχει μετατοπιστεί από τότε, καθώς σήμερα το 60% της παραγωγής, της μεταποίησης, του εμπορίου και των επενδύσεων στον κόσμο βρίσκεται εκτός της Δύσης από μόλις 40% το 2008, ενώ οι οικονομολόγοι προβλέπουν πως, καθώς οι ροές των κεφαλαίων κατευθύνονται προς την Ασία, η περιοχή θα αντιπροσωπεύει το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ έως το 2050. Οι ενέσεις Από την εποχή που η Κίνα έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001, το ΑΕΠ της αυξήθηκε από τα 1,339 τρισ. δολάρια στα 13 τρισ. δολάρια καταλαμβάνοντας την 2η θέση μετά τις ΗΠΑ (ΑΕΠ 19 τρισ. δολάρια), με ό,τι αυτό σημαίνει για την παγκόσμια διακυβέρνηση και τη γεωπολιτική. Για τους αναλυτές, οι εμπορικές εντάσεις ΗΠΑ – Κίνας αποτελούν μέρος ενός μεγαλύτερου πολιτικού παιχνιδιού, στο οποίο οι δυο τους μάχονται για την πολιτική και οικονομική υπεροχή. Η σημασία των εμπορικών πολέμων μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ ξεπερνά τον αντίκτυπο των δασμών. Οπως συνέβη και στη δεκαετία του 1930, η φαινομενική απότομη μετατόπιση προς τον προστατευτισμό αποτελεί μέρος μιας βαθύτερης κρίσης του διεθνούς status quo. Χάθηκε στην κρίση το 30% των εισοδημάτων στην Ελλάδα Σήμερα περίπου το 26% του ενήλικου πληθυσμού παγκοσμίως θεωρείται ότι ανήκει στη μεσαία τάξη έχοντας εισοδήματα από 10.000 ως 100.000 δολάρια, που αντιστοιχούν όμως στο 14% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ στην Ελλάδα η 10ετής κρίση άφησε μεγάλα σημάδια. Σύμφωνα με στοιχεία της Allianz, ενώ σχεδόν ο μισός πληθυσμός της ανήκε στη μεσαία τάξη όταν η χώρα εισερχόταν στο ευρώ, σήμερα το ποσοστό αυτό μειώθηκε κάτω από το 30%. Εξάλλου, σύμφωνα με την Allianz, σε σύγκριση με τα υψηλότερα προ κρίσης επίπεδα του 2007, τα μεικτά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών νοικοκυριών έχουν μειωθεί σχεδόν κατά 30% σήμερα. Αλλά και η Credit Suisse υπολόγισε πως ο καθαρός πλούτος των ελληνικών νοικοκυριών, όπως ορίζεται ως το σύνολο της τρέχουσας αξίας του χρηματοοικονομικού πλούτου, δηλαδή ρευστά διαθέσιμα και κινητές αξίες (ομόλογα, μετοχικοί τίτλοι κ.λπ.), και μη χρηματοοικονομικού πλούτου – κυρίως ακίνητα -, μετά την αφαίρεση του συνόλου του ιδιωτικού χρέους τους, μειώθηκε κατά 28% σωρευτικά στη χρονική περίοδο 2008-2018.