Οταν άρχισε η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι προβλέψεις για την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία ήταν δυσοίωνες. Το προβλεπόμενο τότε ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ για τη χώρα μας κυμαινόταν μεταξύ 2-3% για το 2022 και ακόμη χαμηλότερα για το 2022. Οι προβλέψεις αυτές δεν επαληθεύτηκαν.
Το πρώτο εξάμηνο του 2022 δεν χαρακτηρίζεται μόνον από την αύξηση του τουρισμού στη χώρα μας από την Ευρώπη και την Αμερική, αλλά επιπλέον η ελληνική οικονομία δείχνει σημάδια και μονιμότερης προόδου. Τα σχετικά στοιχεία για πρώτο και δεύτερο τρίμηνο του 2022 δείχνουν αύξηση κατά 13% και 8,7% στις επενδύσεις αντιστοίχως και κατά 9,8% και 20% αντιστοίχως στις εξαγωγές. Αναμενόμενο αποτέλεσμα είναι ότι στο πρώτο τρίμηνο η αύξηση του ΑΕΠ ήταν 8%, ενώ στο δεύτερο τρίμηνο ήταν 7,7% σε σχέση τα αντίστοιχα τρίμηνα του 2021. Στο τρίτο τρίμηνο (Ιούλιος – Αύγουστος – Σεπτέμβριος) αναμένεται η αύξηση του ΑΕΠ να είναι ακόμη μεγαλύτερη, καθώς θα καταγραφεί η κορύφωση του τουριστικού ρεύματος. Ετσι, το τελικό αποτέλεσμα το 2022 στο επίπεδο του ΑΕΠ αναμένεται να ξεπεράσει το 5%, ενώ η πρόβλεψη για το 2023 είναι στο 2,5-3% περίπου.
Προφανώς, αυτές οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας συνοδεύονται από πληθωρισμό περίπου 10-11% στο πρώτο και δεύτερο τρίμηνο ενώ σε επίπεδο του έτους 8,5% περίπου. Τα ποσοστά αυτά είναι μεγαλύτερα κατά 2-3 εκατοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Σε κάποιο βαθμό αυτό οφείλεται στην αυξημένη ζήτηση για κατανάλωση και επενδύσεις στη χώρα μας, ενώ στην Ευρωζώνη η ζήτηση είναι μειωμένη, με αποτέλεσμα το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ να μην αναμένεται να ξεπεράσει το 2,5-3% κατά μέσο όρο το 2022, ενώ για το 2023 το ποσοστό μπορεί να μην ξεπεράσει το 1%.
Το ερώτημα είναι γιατί η ελληνική οικονομία κατορθώνει να αντιστέκεται στις μεγάλες δυσκολίες που προκύπτουν από τις συνέπειες του συνεχιζόμενου πολέμου. Οι τιμές της ενέργειας έχουν σχεδόν δεκαπλασιαστεί και των τροφίμων κινούνται αυξητικά στο 10-15% μέχρι στιγμής. Προφανώς, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης έχει συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση, με τη μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις και στους ιδιώτες και με την απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, ενώ ταυτόχρονα έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την είσοδο ξένων επενδύσεων στη χώρα μας. Ο ενάρετος κύκλος της ανάπτυξης έχει ξεκινήσει και είναι συσσωρευτικός, χωρίς μέχρι στιγμής να έχει προκαλέσει σημαντική διεύρυνση στις κοινωνικές ανισότητες που συνήθως προκαλεί μια ταχύρρυθμη ανάπτυξη, επειδή τα φορολογικά έσοδα από την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας αξιοποιούνται προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων. Παράλληλα σημειώνεται μείωση της ανεργίας από 16% στο 12% περίπου, ενώ έχει αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα κατά 4% και οι καταθέσεις κατά 6% μέσα σε έναν χρόνο.
Η οικονομική ανάπτυξη και η συνετή δημοσιονομική διαχείριση έχουν συμβάλει στην αύξηση της διεθνούς εμπιστοσύνης προς τη χώρα μας με την άρση της ενισχυμένης εποπτείας από την ΕΕ. Η ευνοϊκή πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σχετικά με τα ελληνικά (και τα ιταλικά) ομόλογα έχει συγκρατήσει τα επιτόκιά τους και συνεπώς έχει περιορίσει το κόστος δανεισμού της χώρας μας. Επιπλέον, ο πληθωρισμός περιορίζει το ποσοστό του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ, με αποτέλεσμα την καλύτερη διαχείρισή του. Τα περίφημα δίδυμα ελλείμματα, δηλαδή το έλλειμμα στον Προϋπολογισμό του Κράτους και το έλλειμμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (έλλειμμα εξωτερικών πληρωμών), βρίσκονται σε διαχειρίσιμα επίπεδα. Παρότι η πανδημία και στη συνέχεια η ανάγκη αντιστάθμισης της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας και των καυσίμων έχουν κοστίσει περισσότερα από 50 δισ. ευρώ τα τελευταία χρόνια στον Προϋπολογισμό, δεν έχουν εκτροχιάσει τα δημόσια οικονομικά. Η επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα προγραμματίζεται για το 2024, όπως εξάλλου έχει συμφωνηθεί στην Ευρωζώνη, παρά τις νέες δαπάνες 5,5 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση του κόστους της ενέργειας κ.λπ. τον επερχόμενο χειμώνα (εξαγγελίες στην Εκθεση Θεσσαλονίκης).
Βεβαίως η παρατηρούμενη οικονομική ανάπτυξη έχει αυξήσει τις εισαγωγές, χωρίς ωστόσο να δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών χάρη στην αύξηση των εξαγωγών, η οποία όμως οφείλεται κυρίως στις υπηρεσίες (τουρισμός και ναυτιλία) και όχι στα αγαθά. Συνεπώς, η αύξηση της εγχώριας παραγωγής βιομηχανικών και αγροτικών προϊόντων είναι απολύτως αναγκαία. Ελπίζεται ότι η αύξηση των επενδύσεων, με την ενίσχυση του Ταμείου Ανάκαμψης, όχι μόνο στον τουρισμό, αλλά και στην ενέργεια και στην ψηφιακή οικονομία που παρατηρείται τελευταία, θα συμβάλει στην αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας με τη χρήση των νέων τεχνολογιών. Ετσι, αν συνεχισθεί η σημερινή πορεία της οικονομικής πολιτικής και η πολιτική σταθερότητα στη χώρα μας, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει κυρίως η Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη τον ερχόμενο χειμώνα με τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία, το μέλλον της ελληνικής οικονομίας διαγράφεται ευοίωνο.
Ο κ. Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρ. υπουργός, πρ. αντιπρύτανης.