Καθώς το 2023 αρκετές χώρες ακροβατούν στα όρια της ύφεσης, με την Παγκόσμια Τράπεζα να προβλέπει τον χαμηλότερο ρυθμό παγκόσμιας ανάπτυξης εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες, με εξαίρεση τις υφέσεις του 2009 και του 2020, εύλογα και η ελληνική οικονομία ύστερα από ανάπτυξη 8,4% το 2021 και άνω του 5,5% το 2022, εκτιμάται πως θα επιβραδύνει στην περιοχή του 1%-2% όπως εκτιμούν αξιωματούχοι, διεθνείς οργανισμοί αλλά και ορισμένοι κορυφαίοι οικονομολόγοι.
Σε κάθε περίπτωση, θα συνεχίζει να υπεραποδίδει, καθώς οι ροές κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης (υπερδιπλάσιες του μεριδίου της χώρας μας στο ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ) και των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ προσφέρουν ένα αναπτυξιακό μαξιλάρι ασφαλείας, ενώ η ανάκτηση της «επενδυτικής βαθμίδας» αναμένεται να ανοίξει την πόρτα για την επιστροφή σημαντικών θεσμικών κεφαλαίων προς τη χώρα.
Οι επενδύσεις
Την ίδια ώρα, οι αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ ελάχιστα επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό προς το παρόν, διότι το δημόσιο χρέος έχει σταθερά επιτόκια και μεγάλη μέση διάρκεια (20 χρόνια), περιορίζοντας τις ανάγκες αναχρηματοδότησης, ενώ οι ενεργοβόρες βιομηχανίες αποτελούν μικρό τμήμα της συνολικής παραγωγής στην Ελλάδα, σε σχέση με τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες της ευρωζώνης.
Ο κίνδυνος έγκειται ωστόσο στο ενδεχόμενο μία σημαντική επιβράδυνση/ύφεση στην ευρωζώνη να ανακόψει τη δυναμική πορεία των επενδύσεων που βρέθηκαν σε υψηλά 20ετίας και των εξαγωγών, αγαθών και υπηρεσιών, που ξεπερνούν πλέον το 40% του ΑΕΠ από μόλις 20% που βρίσκονταν πριν από μία δεκαετία, την ώρα που τα εξωτερικά ελλείμματα παραμένουν ακόμη διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας.
Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος το 2023, ώστε οι τόκοι πάνω στο δημόσιο χρέος να καλύπτονται χωρίς προσφυγή σε δανεισμό, είναι το ελάχιστο τίμημα που πρέπει να καταβάλει η Ελλάδα για να διατηρήσει την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές με βιώσιμο κόστος μεσοπρόθεσμα.
Η έξοδος στις αγορές
Η πρώτη έξοδος εφέτος στις αγορές, με έκδοση, όπως εκτιμάται, 10ετούς ομολόγου αναφοράς, αναμένεται σύντομα, ειδικά εάν η Société Générale έχει δίκιο, καθώς προβλέπει πως η Fitch κατά την πρώτη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας θα αναβαθμίσει το ελληνικό αξιόχρεο στις 27 Ιανουαρίου σε «BB+» με σταθερές προοπτικές, ένα σκαλοπάτι δηλαδή μακριά από την «επενδυτική βαθμίδα».
Ακολουθούν οι αξιολογήσεις της DBRS στις 10 Μαρτίου, της Moody’s στις 17 Μαρτίου και της S&P στις 21 Απριλίου. Ο δεύτερος «γύρος» ξεκινά με τη Fitch στις 9 Ιουνίου, ενώ ακολουθεί η DBRS στις 8 Σεπτεμβρίου, η Moody’s στις 15 Σεπτεμβρίου και η S&P στις 20 Οκτωβρίου, με τη χρονιά να κλείνει με την αξιολόγηση της Fitch την 1η Δεκεμβρίου. Σήμερα S&P και DBRS δίνουν στην Ελλάδα την υψηλότερη βαθμολογία, ένα σκαλοπάτι μακριά από την επενδυτική βαθμίδα, η Fitch βρίσκεται δύο βαθμίδες μακριά από το «investment grade», αλλά μπορεί να βρεθεί ένα επίσης σκαλοπάτι μακριά στις 27 Ιανουαρίου ή στις 9 Ιουνίου, ενώ η Moody’s διατηρεί τη χειρότερη βαθμολογία, τρεις βαθμίδες μακριά από το «IG».
Αν και από το 2019 υπήρξαν 11 συνολικά αναβαθμίσεις και η χώρα κινείται εκτός της ευρωπαϊκής εποπτείας, ερώτημα αποτελεί το πότε τελικά θα ανακτήσει το στάτους της «επενδυτικής βαθμίδας».
«Δίκαιη πιθανότητα»
Η Société Générale ανέφερε π.χ. ότι υπάρχει μια «δίκαιη πιθανότητα» η Standard & Poor’s να κάνει την έκπληξη αναβαθμίζοντας την Ελλάδα σε «επενδυτική βαθμίδα» στις 21 Απριλίου, πριν δηλαδή από τις εθνικές εκλογές, αν και η ίδια γαλλική τράπεζα μόλις πριν από λίγες ημέρες θεωρούσε πως η πιο πιθανή ημερομηνία είναι η 20ή Οκτωβρίου, όταν η Standard & Poor’s θα αξιολογήσει εκ νέου το ελληνικό αξιόχρεο.
Για την Barclays πάλι, η αναβάθμιση από τουλάχιστον έναν οίκο έχει καθυστερήσει, με φόντο και τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του ελληνικού χρέους (υψηλά διαθέσιμα, χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες για αρκετά χρόνια, μακρά ωρίμαση του χρέους, χαμηλά σταθερά επιτόκια, με το μεγαλύτερο μέρος του χρέους στα χέρια των EFSF/ESM), την ώρα μάλιστα που το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση με τις άλλες χώρες της κατηγορίας «junk».
Η JP Morgan πάλι, τοποθετεί την αναβάθμιση στα τέλη του 2023 ή στις αρχές του 2024, μία εκτίμηση/πρόβλεψη που δείχνει να κινείται πιο κοντά στα δεδομένα, καθώς στελέχη με γνώση των διαδικασιών σημειώνουν πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να λάβει χώρα μετά τις εκλογές και εφόσον η νέα κυβέρνηση δεν θα μεταβάλει την οικονομική πολιτική, η χώρα θα κινείται σε τροχιά πρωτογενών πλεονασμάτων και φυσικά δεν θα εμφανιστεί κάποιος νέος «μαύρος κύκνος» στις διεθνείς αγορές όπως η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Πλεόνασμα
Η Ελλάδα φαίνεται πάντως να επιτυγχάνει πρωτογενές πλεόνασμα εφέτος, για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια ελλειμμάτων. Αυτό, σε συνάρτηση και με τη μείωση του χρέους της χώρας ως προς το ΑΕΠ κατά 35 μονάδες, κάτι που θα συνεχιστεί και εφέτος καθώς το ονομαστικό ΑΕΠ θα κυμανθεί και πάλι σε υψηλά επίπεδα, δεδομένου ότι ο πληθωρισμός θα είναι έκπληξη αν κυμανθεί στο 3,7% που εκτιμά ο ΟΟΣΑ και μάλλον θα ξεπεράσει το 5% που προβλέπει η κυβέρνηση, αλλά και της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών από το 45% τον Ιούνιο του 2019, σε μονοψήφιο ποσοστό σήμερα, αναμένεται να βοηθήσουν την Ελλάδα να ανακτήσει την «επενδυτική βαθμίδα» μετά από περισσότερο από μία δεκαετία στην κατηγορία junk («σκουπίδια»), κάτι που θα ενισχύσει τις επενδύσεις και τη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Στόχος του ΟΔΔΗΧ για εφέτος είναι η άντληση 7 δισ. ευρώ από τις αγορές, οι οποίες θα ξεπεράσουν τα 8 δισ. ευρώ εάν όπως αναμένεται η χώρα προχωρήσει και στην πρώτη έκδοση «πράσινου ομολόγου». Θα πρέπει να σημειωθεί πως με το ποσοστό του σταθερού επιτοκίου να βρίσκεται πλέον στο 104% – και σε συνδυασμό με τα ταμειακά αποθέματα που βρίσκονται σήμερα στο 18% του ΑΕΠ – δημιουργείται για το Ελληνικό Δημόσιο ένα παράθυρο ευκαιρίας τουλάχιστον τεσσάρων ετών, κατά τη διάρκεια του οποίου το ετήσιο νέο κόστος χρηματοδότησης της χώρας θα είναι πολύ χαμηλότερο από τα σημερινά επιτόκια της αγοράς και παρόμοιο με αυτό που ήταν πριν από 2-3 χρόνια.