Οι παλαιότεροι των οικονομικών συντακτών πρωτακούσαμε για την προοπτική της ευρωπαϊκής οικονομικής ενοποίησης και την υιοθέτηση κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος το 1985 από τον τότε διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Δημήτρη Χαλικιά.

Σε καιρούς υψηλού πληθωρισμού, υπέρογκων δημοσιονομικών και εξωτερικών ελλειμμάτων, υψηλών χρεών και σε χρόνους προστατευμένης οικονομίας, καταδιωκόμενης από πλήθος ανισορροπιών, μιλούσε για την ενοποίηση της Ευρώπης και τον στόχο συμμετοχής της Ελλάδας σε αυτήν.

Φάνταζε τότε η προοπτική του ενιαίου νομίσματος άπιαστο όνειρο, μα εκείνος επέμεινε στον συντονισμό όλων των πολιτικών, της δημοσιονομικής, της συναλλαγματικής, της νομισματικής και της εισοδηματικής συμπεριλαμβανομένης για να σταθεροποιηθεί η οικονομία και να υπηρετηθεί η προσπάθεια συμμετοχής της χώρας στο ευρωπαϊκό άλμα του κοινού νομίσματος. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν εξαιρετικά δύσκολα, η πολιτική ξεστράτισε, κυριαρχήθηκε από σκάνδαλα και σκανδαλολογία και ξέμεινε να παρακολουθεί από απόσταση μεγάλη την εξελισσόμενη προσπάθεια ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ

Η Ελλάδα επανασυνδέθηκε με τον ευρωπαϊκό στόχο μετά την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και της Σοβιετικής Ενωσης το 1989 και το 1991 αντίστοιχα, οπότε, υπό το βάρος εκείνων των κατακλυσμιαίων γεγονότων και εξελίξεων, ετέθη επιτακτικά το θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και υιοθετήθηκε από το σύνολο σχεδόν της ελληνικής πολιτικής. Το 1992 υπερψηφίστηκε με ισχυρή πλειοψηφία από τη Βουλή η Συνθήκη του Μάαστριχτ και ο στόχος συμμετοχής στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης υιοθετήθηκε από το σύνολο σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων.

Ωστόσο η ελληνική διαδρομή προς το ενιαίο νόμισμα δεν ήταν ανέφελη και η χώρα πορεύθηκε εν μέσω αντιξοοτήτων και σοβαρών πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων. Την περασμένη Δευτέρα σε εκδήλωση του insocial, ενός σχήματος για τη σοσιαλδημοκρατία, για τα 25χρονα ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ, πρωταγωνιστές εκείνης της προσπάθειας περιέγραψαν διεξοδικά στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ τις δυσκολίες μα και τις εμπειρίες που αποκόμισαν από εκείνον τον αγώνα ενσωμάτωσης της χώρας στις διαδικασίες ευρωπαϊκής μετεξέλιξης.

Οι κ.κ. Λουκάς Παπαδήμος, Αλέκος Παπαδόπουλος, Γιάννης Στουρνάρας και Νίκος Χριστοδουλάκης ήταν εξόχως διαφωτιστικοί στις ομιλίες τους για την αφετηρία της προσπάθειας και τα προβλήματα που αντιμετώπισαν στη διαδρομή των ετών.

Δεν το πίστευαν

Ο Λουκάς Παπαδήμος, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος από το 1994 μέχρι 2002, περιέγραψε με σαφήνεια τις επικρατούσες τότε οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, τις δυσκολίες συντονισμού των πολιτικών και ιδιαίτερα τον περιορισμένο χρόνο που είχαν στη διάθεσή τους οι οικονομικές και πολιτικές αρχές για την επίτευξη των κριτηρίων του Μάαστριχτ.

Οπως εξήγησε, όταν ο Κώστας Σημίτης ανέδειξε σε πρωταρχικό εθνικό στόχο την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ οι περισσότεροι δεν πίστευαν ότι η Ελλάδα θα μπορέσει σε διάστημα μόλις τεσσάρων-πέντε ετών να επιτύχει τη συμμετοχή της στην ευρωζώνη. Ο πληθωρισμός το 1994 ανερχόταν σε 10,9% και οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν ξεπερνούσαν το 1,3% στη διάρκεια της προηγούμενης πενταετίας.

Η Τράπεζα της Ελλάδος ήταν υπέρμαχος της σκληρής δραχμής και διεκδικούσε συντονισμό όλων των επιμέρους πολιτικών προκειμένου να διαμορφωθούν συνθήκες ταχείας αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και περιβάλλον ταχείας ανάπτυξης, της μόνης που θα μπορούσε, μέσω γενναίων μεταρρυθμίσεων, να εγγυηθεί την ταχεία ικανοποίηση των κριτηρίων σύγκλισης.

Χάρις στον συντονισμό των πολιτικών και την πολιτική υποστήριξη από την πλευρά του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης κατέστη δυνατή, παρά τις διεθνείς συναλλαγματικές κρίσεις του 1997 και 1998, να κερδηθεί η εθνική μάχη. Οπως είπε ο κ. Παπαδήμος, ο πληθωρισμός παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις υποχώρησε από 10,9% το 1994 σε 8,8% το 1995 και σε 2,1% το 1999, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης διαμορφώθηκε σε 3,7% την πενταετία 1996-2000, σχεδόν τριπλάσιος εκείνου της προηγούμενης πενταετίας. Ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος διευκρίνισε ότι και η μετέπειτα πορεία της οικονομίας επηρεάστηκε θετικά από τις προσπάθειες ένταξης της ευρωζώνης.

Υπενθύμισε ότι «στην επταετία 2001-2007 ο μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης ήταν 4,2%, ο πληθωρισμός ελεγχόμενος στο 3,3% και η χώρα πέτυχε διαρκή ανάπτυξη με σταθερότητα τιμών που επέτρεψε την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος στο 83% του μέσου ευρωπαϊκού το 2007 από μόλις 74% το 1996».

Ο κ. Παπαδήμος δεν παρέλειψε να εξηγήσει ότι η συνέχεια υπήρξε αποκαρδιωτική εξαιτίας του γεγονότος ότι οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν δεν είχαν το απαιτούμενο εύρος και βάθος για την αύξηση της παραγωγικότητας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η δημοσιονομική πολιτική κατέστη επεκτατική ιδίως μετά το 2003 με αποτέλεσμα το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης να ανέλθει σε 5,8% στην επταετία 2001-2007. Πράγμα που σημαίνει ότι η επελθούσα μετά το 2008 μεγάλη οικονομική κρίση είχε προπαρασκευαστεί σε εκείνα τα χρόνια.

Απόλυτος συντονισμός

Ο Αλέκος Παπαδόπουλος, υπουργός Οικονομικών μεταξύ 1994 και 1996, περιέγραψε με μελανά χρώματα την κατάσταση των δημοσίων οικονομικών μετά τη διακυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μεταξύ 1990-93. Το δημόσιο ταμείο ήταν άδειο, τα επιτόκια δανεισμού στα ύψη, ο πληθωρισμός διψήφιος και η κουλτούρα λαϊκιστική, είπε χαρακτηριστικά. Ο τότε υπουργός Οικονομικών εκθείασε αρχικώς τον ρόλο του Ανδρέα Παπανδρέου λέγοντας ότι «ο Ανδρέας της περιόδου 1993-1996 ήταν πολύ διαφορετικός, ήταν ένας άλλος Ανδρέας, απόλυτα υποστηρικτικός του στόχου ένταξης στην ευρωζώνη». Οσο για την περίοδο Σημίτη, την απέδωσε ως πολιτικά εξαιρετικά αποδοτική.

Οπως χαρακτηριστικά είπε, «ο συντονισμός ήταν απόλυτος, υπήρχε πραγματικό πολιτικό κέντρο που ελάμβανε τις αποφάσεις, η αρμόδια κυβερνητική Οικονομική Επιτροπή συνεδρίαζε τακτικά με τη συμμετοχή των συναρμόδιων υπουργών και ελάμβανε αποφάσεις, η υλοποίηση και η εφαρμογή των οποίων παρακολουθούνταν συστηματικά και οργανωμένα».

Σε μια αποστροφή του λόγου του μίλησε για «ζωογόνο και ζωοφόρο προσπάθεια» σε αντιδιαστολή με το σημερινό αναποτελεσματικό «επιτελικό κράτος που ορίζεται από επικοινωνιακούς στόχους με αποτέλεσμα να χάνονται οι υποθέσεις», παραφράζοντας με έναν τρόπο τον Αγγελο Τερζάκη. Για να καταλήξει ότι τις μεταρρυθμίσεις πρέπει να τις πιστέψεις και να τις οργανώσεις σωστά.

Οι οκτώ σταθμοί

Ο Γιάννης Στουρνάρας, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος σήμερα και τότε πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, περιέγραψε αναλυτικά τους οκτώ σταθμούς της μεγάλης εθνικής προσπάθειας ένταξης στην ΟΝΕ, μη παραλείποντας να εκθειάσει τον κομβικό ρόλο του Γιάννου Παπαντωνίου τόσο στις διαπραγματεύσεις με τους ευρωπαίους εταίρους όσο και στην εφαρμογή των πολιτικών ένταξης.

Για τον κ. Στουρνάρα κρίσιμη ήταν η αντιμετώπιση της συναλλαγματικής κρίσης του 1994, ακολούθως η έγκριση του αναθεωρημένου προγράμματος σύγκλισης τον Ιούλιο του 1994, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού σε μονοψήφια ποσοστά από το 1995 και εντεύθεν, η παρεπόμενη μείωση των επιτοκίων, ο προϋπολογισμός του 1997, η επίτευξη των φιλόδοξων στόχων του οποίου άλλαξε το κλίμα στην Ευρώπη, η υποτίμηση της δραχμής κατά 12,13% σε συνδυασμό με την ένταξη της δραχμής στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών την άνοιξη του 1998, η ανατίμηση της δραχμής στις 15 Ιανουαρίου του 2000, η αίτηση υιοθέτησης του ευρώ τον Μάρτιο του 2000, η αξιολόγηση του ελληνικού αιτήματος και η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Φέιρα της Πορτογαλίας στις 19 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς.

Για τον κ. Στουρνάρα η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ αποτελεί το μεγαλύτερο επίτευγμα στη σύγχρονη οικονομική ιστορία της χώρας καθώς σφράγισε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της, λύνοντας διά παντός το πρόβλημα της συναλλαγματικής και νομισματικής αστάθειας που την ταλάνιζε από την απελευθέρωσή της.

Ο Νίκος Χριστοδουλάκης επέμεινε στην υιοθέτηση της ένταξης στην ΟΝΕ ως εθνικού στόχου, ο οποίος υπηρετήθηκε σχεδόν από όλες τις πολιτικές δυνάμεις, εξασφαλίζοντας ακόμη και τη συναίνεση των συνδικάτων τα οποία συντονίστηκαν με τον σκοπό.

Οπως και να έχει, το παράδειγμα επίτευξης αποτελεί παρακαταθήκη για την εφαρμοσμένη Πολιτική στη χώρα. Το υπόδειγμά της κυρίως, η υιοθέτηση του εθνικού στόχου αρχικώς και η οργανωμένη, συντονισμένη και πολιτικά υπερασπίσιμη, χωρίς αναστολές και επιφυλάξεις, προώθησή του. Θα το χρειαστούμε ξανά σε τούτους τους τόσο αναστατωμένους και αναθεωρητικούς χρόνους.