Μήνυμα στις πολιτικές δυνάμεις της χώρας για σύνεση και υπευθυνότητα με στόχο τη διατήρηση του κλίματος εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, που αποτελεί προϋπόθεση για την επιστροφή σε επενδυτική βαθμίδα, στέλνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας λίγες εβδομάδες πριν από τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές. Μιλώντας στο «Βήμα» σημειώνει ότι με τον τρόπο αυτόν θα διαφυλαχθούν όσα έχει ως σήμερα πετύχει η χώρα αλλά και οι θυσίες της προηγούμενης περιόδου προς όφελος των επόμενων γενεών.
Η χώρα έχει εισέλθει σε προεκλογική περίοδο. Θέλετε να στείλετε ένα μήνυμα προς το πολιτικό προσωπικό ως προς την οικονομική συνταγή που θα πρέπει να ακολουθήσει η επόμενη κυβέρνηση;
«Η Ελλάδα προσπαθεί να εδραιώσει την αξιοπιστία της έναντι της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας λόγω της κρίσης χρέους της προηγούμενης δεκαετίας. Επομένως, η συνέχιση αξιόπιστων οικονομικών πολιτικών, ιδιαιτέρως στον χώρο της δημοσιονομικής πολιτικής, και η διαφύλαξη των σημαντικών επιτευγμάτων των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του παρελθόντος πρέπει να αποτελούν τον φάρο που θα μας καθοδηγήσει στα ταραγμένα νερά της νέας οικονομικής πραγματικότητας που χαρακτηρίζεται από αλλεπάλληλες και πολυεπίπεδες κρίσεις, όπως αυτές που βιώσαμε πρόσφατα (υγειονομική κρίση, πόλεμος στην Ουκρανία, ενεργειακή κρίση κ.ο.κ.). Συνεπώς, απαιτείται σύνεση και υπευθυνότητα των πολιτικών δυνάμεων καθώς και στήριξη των εθνικών στόχων ώστε να διατηρηθεί το κλίμα εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να συμφωνήσουν στην υλοποίηση των βασικών δεσμεύσεων της οικονομικής πολιτικής, ώστε να διαφυλαχθούν όσα έχει επιτύχει η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία και οι θυσίες της προηγούμενης περιόδου προς όφελος των επόμενων γενεών».
Οι αναλυτές συνδέουν την επιστροφή της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα με την πολιτική σταθερότητα και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων. Πότε πιστεύετε ότι μπορεί να έλθει η αναβάθμιση και υπό ποιες προϋποθέσεις;
«Ο στόχος της επιστροφής στην επενδυτική κατηγορία είναι απόλυτα εφικτός για το 2023. Η αναμενόμενη επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, οι καλύτερες των αναμενομένων επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, η μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η βελτίωση στη διάρθρωση του δημόσιου χρέους συμβάλλουν σημαντικά σε αυτό. Αναπόφευκτα, η τήρηση των βασικών δεσμεύσεων της οικονομικής πολιτικής διευκολύνεται σε ένα περιβάλλον πολιτικής σταθερότητας, κάτι το οποίο λαμβάνουν υπ’ όψιν οι οίκοι αξιολόγησης, παράλληλα όμως θα αξιολογηθεί και το γεγονός ότι η οικονομία έχει δείξει εξαιρετική ανθεκτικότητα απέναντι σε σημαντικές διεθνείς διαταραχές, προωθώντας παράλληλα σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Βέβαια, στις τελικές αξιολογήσεις οι οίκοι συνυπολογίζουν και ορισμένους ποιοτικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, στο τρέχον περιβάλλον αυστηροποίησης των νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών έχουν ήδη σηματοδοτήσει ότι ο αριθμός των υποβαθμίσεων διεθνώς θα είναι μεγαλύτερος από εκείνον των αναβαθμίσεων. Οπότε θα πρέπει πρώτα να επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για την επίδοση της οικονομίας προτού πραγματοποιηθεί η αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία».
Ποια θα είναι τα οφέλη για την ελληνική οικονομία από αυτή την εξέλιξη;
«Η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική κατηγορία θα σηματοδοτήσει την επιλεξιμότητα των κρατικών ομολόγων από μεγάλα θεσμικά επενδυτικά κεφάλαια των οποίων τα χαρτοφυλάκια διαρθρώνονται σε συντριπτικά μεγάλο ποσοστό από χρεόγραφα εκδοτών αυτής της κατηγορίας. Ετσι, το άμεσο όφελος αναμένεται να είναι η μεγάλη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης, η οποία θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα των ελληνικών ομολόγων σε εξωγενείς διαταραχές και επεισόδια μεταβλητότητας. Η σημασία της ανθεκτικότητας φάνηκε πρόσφατα, στο επεισόδιο μεταβλητότητας μετά την κατάρρευση τραπεζών στις ΗΠΑ, οπότε οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων μειώθηκαν, υποδεικνύοντας ότι αποτέλεσαν «καταφύγιο ασφαλείας'» για επενδυτές, όπως τα υπόλοιπα κρατικά ομόλογα της ευρωζώνης. Παράλληλα, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου θα δώσει τη δυνατότητα για σταδιακή αναβάθμιση, στην επενδυτική κατηγορία, των τραπεζών αλλά και μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων που εκδίδουν ομόλογα σε διεθνείς αγορές. Ενα τέτοιο ενδεχόμενο θα ενισχύσει περαιτέρω την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, θα περιορίσει το κόστος άντλησης κεφαλαίων για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και θα διευκολύνει την πραγματοποίηση επενδύσεων».
Ποια είναι η εκτίμησή σας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και του πληθωρισμού την ερχόμενη διετία;
«Η ελληνική οικονομία κατέγραψε ρυθμό ανάπτυξης 5,9% το 2022, αρκετά υψηλότερο από εκείνον της ευρωζώνης που κατέγραψε 3,6%. Tο 2023, σύμφωνα με το βασικό σενάριο προβολών της Τράπεζας της Ελλάδος, η ανάπτυξη στην Ελλάδα αναμένεται στο 2,2%, ενώ στην ευρωζώνη εκτιμάται ότι θα κυμανθεί κοντά στο 1%. Η πρόβλεψη για χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης συγκριτικά με εκείνον του 2022 συνδέεται με την προσδοκώμενη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη, την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και την άρση των μέτρων δημοσιονομικής στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων που υιοθετήθηκαν λόγω της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης. Το 2024 ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να φτάσει το 3% με τις ακόλουθες όμως προϋποθέσεις: η γεωπολιτική κρίση να αποκλιμακωθεί, οι τιμές της ενέργειας να συνεχίσουν την πτωτική τους πορεία και η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ να μην αφήσει μόνιμες ουλές στην οικονομία της ευρωζώνης. Mεσοπρόθεσμα οι προοπτικές για την πορεία των επενδύσεων είναι ιδιαίτερα ευοίωνες, παρά την αύξηση των επιτοκίων, εξαιτίας της χρηματοδότησης από τους διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους, δηλαδή από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και από το ΕΣΠΑ 2021-2027. Επιπλέον, την εν λόγω περίοδο, πέρα από την αύξηση των επενδύσεων σε χρηματικούς όρους, προβλέπεται και η ποιοτική τους αναβάθμιση, δεδομένου ότι ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό θα αφορά υποδομές (ιδίως στην παραγωγή πράσινης ενέργειας) με υψηλή προστιθέμενη αξία. Οσον αφορά τον πληθωρισμό, με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, ήταν ιδιαίτερα υψηλός το 2022, στο 9,3%, κυρίως λόγω της ανοδικής τάσης των τιμών των ενεργειακών αγαθών αλλά και των τιμών των τροφίμων. Αναμένεται σταδιακή επιβράδυνση το 2023, στο 4,4%, και το 2024, στο 3,4%, κυρίως λόγω της πτώσης των τιμών των βασικών εμπορευμάτων της ενέργειας και των αρνητικών επιπτώσεων βάσης. Αντιθέτως, ο πληθωρισμός των ειδών διατροφής, των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών αναμένεται ότι θα συμβάλουν αυξητικά στη δυναμική του πληθωρισμού λόγω της εμμονής που εμφανίζουν αυτές οι κατηγορίες».
Η κρίση που ξέσπασε μετά τις χρεοκοπίες τραπεζών στις ΗΠΑ πέρασε ταχύτατα στην Ευρώπη, αναδεικνύοντας τους κινδύνους που πάντοτε ελλοχεύουν για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ποιες είναι οι άμυνες των ελληνικών τραπεζών στις τρέχουσες συνθήκες αβεβαιότητας;
«Τόσο οι ελληνικές όσο και οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν επαρκή αποθέματα κεφαλαίου και ρευστότητας και είναι σε σαφώς καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν ώστε να αντιμετωπίσουν κλυδωνισμούς, όπως αυτοί που βιώσαμε πρόσφατα. Ειδικά οι ελληνικές τράπεζες έχουν κάνει τεράστια βήματα προόδου τα τελευταία έτη και έχουν θωρακίσει σημαντικά τον ισολογισμό τους. Θα ήθελα να επισημάνω επίσης την υψηλής ποιότητα εποπτεία του τραπεζικού τομέα σε Ελλάδα και ευρωζώνη, που συμβάλλει στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας».
Οι τράπεζες πέτυχαν το 2022 καθαρή κερδοφορία 3,6 δισ. ευρώ. Ωστόσο, όπως έχετε υπογραμμίσει αρκετές φορές, οι οργανικές τους επιδόσεις θα πρέπει να βελτιωθούν. Ποια είναι η θέση σας σήμερα;
«Οντως οι τράπεζες πέτυχαν σημαντική κερδοφορία το 2022, αλλά το μεγαλύτερο μέρος αυτής αποτελούσε έκτακτα και μη επαναλαμβανόμενα έσοδα. Ταυτόχρονα, όμως, οι τράπεζες επηρεάστηκαν θετικά το δεύτερο εξάμηνο (και ιδίως το τέταρτο τρίμηνο) από την αύξηση των επιτοκίων, καθώς διευρύνθηκε σημαντικά το επιτοκιακό περιθώριο τόσο στα νέα όσο και στα υφιστάμενα δάνεια. Απαραίτητοι παράγοντες που θα κάνουν διατηρήσιμη την κερδοφορία των τραπεζών τα επόμενα έτη αποτελούν η περαιτέρω μεγέθυνση του ενεργητικού των τραπεζών, κυρίως μέσω της πιστωτικής επέκτασης, η διαφοροποίηση των πηγών εσόδων, η πρόσθετη βελτίωση της αποτελεσματικότητας κόστους και της ποιότητας του ενεργητικού. Είμαι αισιόδοξος ότι υπό τις προϋποθέσεις αυτές οι τράπεζες είναι σε θέση να επιτύχουν σημαντικές αποδόσεις για τους μετόχους τους και να ενισχύσουν οργανικά τα ίδια κεφάλαιά τους».
Δύο συστημικοί όμιλοι έχουν υποβάλει αίτημα στον SSM για την επιβράβευση των μετόχων τους μέσω μερισμάτων και προγραμμάτων επαναγοράς ιδίων μετοχών. Θεωρείτε ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για αυτό ή μήπως οι καιροί απαιτούν περισσότερο αμυντικές πολιτικές;
«Η διανομή μερισμάτων ή τα προγράμματα επαναγοράς ιδίων μετοχών έχουν μια ιδιαίτερη σημειολογία για τις ελληνικές τράπεζες και σηματοδοτούν την επιστροφή στην κανονικότητα. Δεδομένης όμως της πρόσφατης αναταραχής στο τραπεζικό σύστημα παγκοσμίως και των προκλήσεων που διαμορφώνονται από το τρέχον οικονομικό περιβάλλον, εν μέσω σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής, συνίσταται σύνεση στη μερισματική πολιτική και «χτίσιμο» επαρκών περιθωρίων κεφαλαίου».
Τα επιτόκια και ο πληθωρισμός
«Είμαστε πολύ κοντά στον τερματισμό του κύκλου των αυξήσεων»
Τα επιτόκια στην ευρωζώνη έχουν αυξηθεί σημαντικά από το περασμένο καλοκαίρι. Πότε εκτιμάτε ότι θα σταματήσει η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής;
«Πράγματι, έχουμε ήδη καλύψει το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης των επιτοκίων που είναι απαραίτητη προκειμένου να τιθασεύσουμε τον ρυθμό ανόδου των τιμών. Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα και τις τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να μειώνεται το επόμενο διάστημα. Καθώς θα επιτυγχάνεται η μείωση αυτή πλησιάζοντας τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, θα καταστεί δυνατή η σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων. Πολλοί παράγοντες, όμως, συνεχίζουν να επηρεάζουν το οικονομικό περιβάλλον και η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή. Οι μελλοντικές αποφάσεις μας στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ για τα επιτόκια πολιτικής συνεχίζουν να καθορίζονται με βάση τις προοπτικές για τον πληθωρισμό, αξιολογώντας τα οικονομικά στοιχεία και τις χρηματοοικονομικές εξελίξεις, με γνώμονα τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ενώ το σημείο τερματισμού του κύκλου των αυξήσεων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί χρονικά, θεωρώ ότι είμαστε πολύ κοντά. Σε αυτό συνηγορεί τόσο η σημαντική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού σε σχέση με τον Οκτώβριο 2022 όσο και οι προοπτικές για τον πληθωρισμό μεσοπρόθεσμα, καθώς τα αποτελέσματα της αυστηροποίησης της πολιτικής μας γίνονται ακόμα πιο ορατά».
Ποια πιστεύετε ότι θα είναι η επίδραση της ανόδου των επιτοκίων στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών;
«Αναμφισβήτητα, η άνοδος των επιτοκίων σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό επηρεάζει την πλειοψηφία των δανειοληπτών με δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου και ιδίως τα ευάλωτα νοικοκυριά. Σε ένα βασικό σενάριο αναμένουμε αρνητική επίπτωση στην ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών. Η επίπτωση αυτή όμως θα είναι περιορισμένη, δεδομένης της ανθεκτικότητας των επιχειρήσεων, αλλά και των μέτρων που έχουν λάβει οι τράπεζες και – ιδίως – η πολιτεία για την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας και των πιο αδύναμων στρωμάτων της κοινωνίας».
Η κυβέρνηση βρίσκεται σε συζητήσεις με τις τραπεζικές διοικήσεις για τον σχεδιασμό λύσεων ελάφρυνσης των δανειοληπτών που πλήττονται από την άνοδο των δόσεων. Πώς μπορούν να στηριχθούν, κατά τη γνώμη σας, οι πελάτες των τραπεζών, δεδομένων των εποπτικών περιορισμών;
«Θα ξεκινήσω από το τελευταίο, δηλαδή τους εποπτικούς περιορισμούς. Είναι γεγονός ότι μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-09 το εποπτικό πλαίσιο για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έγινε εξαιρετικά αυστηρό. Ταυτόχρονα, αξίζει να σημειωθεί ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιτύχει τεράστια πρόοδο στο θέμα της βελτίωσης της ποιότητας του ενεργητικού τους (μείωση σε σχέση με τα ιστορικά υψηλά επίπεδα του Μαρτίου 2016 κατά 88% ή κατά 95 δισ. ευρώ). Ηδη οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες έχουν μονοψήφιο δείκτη κόκκινων δανείων με τάση περαιτέρω σύγκλισης προς τον μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης. Γίνεται κατανοητό ότι οι λύσεις ελάφρυνσης των δανειοληπτών θα πρέπει να πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια, δηλαδή να είναι εντός των εποπτικών πλαισίων και να μην εκτροχιάσουν την προσπάθεια που έχει γίνει έως σήμερα για την εξυγίανση του ισολογισμού των τραπεζών. Υπό το πρίσμα αυτό, τα μέτρα που έχουν εξαγγελθεί από τις τράπεζες για την ενίσχυση των ευάλωτων δανειοληπτών (ιδίως μετά την πρόσφατη διεύρυνση των σχετικών κριτηρίων από την κυβέρνηση) είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, ενώ τυχόν πρόσθετα μέτρα θα πρέπει να έχουν ως γνώμονα τα προαναφερθέντα κριτήρια».
Και μια τελευταία ερώτηση… Η αύξηση του κόστους δανεισμού καθιστά ακριβότερες και τις νέες χρηματοδοτήσεις. Αναμένετε κάμψη της ζήτησης εξ αυτού του λόγου το 2023;
«Οι πρόσφατες αυξήσεις των επιτοκίων πολιτικής συνεχίζουν να μετακυλίονται προοδευτικά στα εγχώρια επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Παρ’ όλα αυτά, ο ετήσιος ρυθμός ανόδου των επιχειρηματικών δανείων επιταχύνθηκε σημαντικά στη διάρκεια του 2022. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Ερευνας Τραπεζικών Χορηγήσεων που διεξάγει η Τράπεζα της Ελλάδος ως μέλος του ευρωσυστήματος, η ζήτηση επιχειρηματικών δανείων στην Ελλάδα εξακολούθησε να ενισχύεται σε όλη τη διάρκεια του 2022, υποστηριζόμενη τόσο από τις ανάγκες των επιχειρήσεων για κεφάλαιο κίνησης όσο και από την αναγκαιότητα χρηματοδότησης πάγιων επενδύσεων. Στο πλαίσιο άλλης έρευνας πεδίου, της έρευνας SAFE για την πρόσβαση των ελληνικών ΜμΕ σε χρηματοδότηση, που διεξάγει η ΕΚΤ σε συνεργασία με την ΕΕ, για την περίοδο Απριλίου – Σεπτεμβρίου 2022, οι ΜμΕ στην Ελλάδα ανέφεραν βελτίωση στη διαθεσιμότητα τραπεζικών πιστώσεων και συρρίκνωση του χρηματοδοτικού κενού που αντιμετωπίζουν. Ωστόσο, η αναμενόμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου του ΑΕΠ το 2023 αναμένεται να επιδράσει ως έναν βαθμό αρνητικά στη ζήτηση για νέα δάνεια. Δεν πρέπει ωστόσο να παραβλέπεται ότι η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα θα εξακολουθήσει να ενισχύεται με αξιόλογους ρυθμούς τα επόμενα έτη. Οι προοπτικές παραμένουν ισχυρές ιδίως αν συνδυαστούν με την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας. Επιπρόσθετα, τουλάχιστον μέχρι το 2026, σημαντική ώθηση στις επενδύσεις, στήριξη στην εγχώρια τραπεζική χρηματοδότηση και συγκράτηση του κόστους χρηματοδότησης των εγχώριων επιχειρήσεων θα εξασφαλίσουν τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), καθώς και άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία με την αξιοποίηση πόρων του νέου ΕΣΠΑ (2021-2027)».