Οι βάσεις για την άνθηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος τέθηκαν σε πορτογαλικό έδαφος πριν από ακριβώς 24 χρόνια. Τον Ιούνιο του 2000 στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στη Λισαβόνα η Ελλάδα παίρνει το πράσινο φως για την ένταξή της στη νεοσύστατη ευρωζώνη.
Η υιοθέτηση ενός ισχυρού νομίσματος, η προοπτική για φθηνό χρήμα, αλλά και το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό δανειοδότησης του ιδιωτικού τομέα δημιουργούν το κατάλληλο έδαφος για την ανάπτυξη των κραταιών σχημάτων της εποχής, τη δημιουργία νέων πιστωτικών ιδρυμάτων και την προσέλκυση διεθνών ομίλων.
Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν τις προσδοκίες για ταχεία μεγέθυνση της αγοράς. Δεκάδες τράπεζες, ελληνικών και ξένων συμφερόντων, παίρνουν θέση και διεκδικούν μερίδια από μία συνεχώς διευρυνόμενη πίτα, η οποία ως προς τα δάνεια από τα 60 δισ. ευρώ το 2001 προσεγγίζει μέσα σε λιγότερο από 10 χρόνια τα 260 δισ. ευρώ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 2000 συνολικά 19 τράπεζες προσφέρουν πλήρη γκάμα υπηρεσιών. Σε αυτό το τοπίο οι σημερινοί συστημικοί όμιλοι, Alpha Bank, Eurobank, Εθνική και Πειραιώς, ελέγχουν το 65% των χορηγήσεων και το 61% των καταθέσεων. Το υπόλοιπο μοιράζονται 15 τράπεζες. Αναμφίβολα, ο ανταγωνισμός λειτουργεί.
Η μείωση του ανταγωνισμού
Η αρχή του τέλους αυτής της δομής έρχεται με τη χρεοκοπία του Δημοσίου το 2010. Το κούρεμα του χρέους, που επιφέρει ζημιές 30 δισ. ευρώ στο τραπεζικό σύστημα, λειτουργεί ως καταλύτης για τη συγκέντρωσή του. Οι ξένες τράπεζες αποχωρούν, ιστορικά πιστωτικά ιδρύματα, όπως η Αγροτική Τράπεζα και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, κατεβάζουν ρολά, ενώ τη δοκιμασία δεν αντέχουν ούτε οι μικρότεροι παίκτες.
Σε συνεργασία με τους δανειστές αποφασίζεται ο σχηματισμός τεσσάρων πυλώνων, το μερίδιο των οποίων μετά την απορρόφηση από αυτούς σχεδόν όλης της αγοράς ξεπερνά το 95%. Η μόνη μικρή τράπεζα που παραμένει στο παιχνίδι είναι η Attica Bank, η οποία ενισχύεται ωστόσο πολλάκις από τους βασικούς της μετόχους, το ΤΜΕΔΕ και τον ΕΦΚΑ, με υψηλό κόστος για τα ταμεία τους. Οι επιλογές καταθετών και δανειοληπτών περιορίζονται σημαντικά.
Χρειάστηκε να περάσουν επτά χρόνια από την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους για την αντιστροφή της κατάστασης. Η επανασύνδεση της χώρας με τις αγορές, η βελτίωση της εμπιστοσύνης μετά την πολιτική αλλαγή του 2019 και οι θετικές μακροοικονομικές προοπτικές κόντρα στις διαδοχικές κρίσεις (πανδημία, πληθωρισμός) δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για ανάληψη νέων πρωτοβουλιών.
Τα νέα εγχειρήματα
Την αρχή κάνει η Optima Bank το καλοκαίρι του 2019, που στήνεται από το μηδέν, μετά την εξαγορά της Επενδυτικής Τράπεζας της Ελλάδος, προς εξασφάλιση της απαραίτητης άδειας. Πρόκειται για τον νέο ανταγωνιστή των μεγάλων του συστήματος, που διεκδικεί τον δικό του ρόλο στις χρηματοδοτήσεις.
Πέντε χρονιά μετά, μία νέα κίνηση ενίσχυσης του ανταγωνισμού βρίσκεται προ των πυλών, με τη δημιουργία του πέμπτου μεγαλύτερου πόλου μέσω της συγχώνευσης Attica Bank και Παγκρήτιας.
Μετά τη συμφωνία των μετόχων τους, του ΤΧΣ και της Thrivest των Μπάκου, Καϋμενάκη, Εξάρχου, ανοίγει ο δρόμος για τη συνένωση, την εξυγίανσή τους, αλλά και την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου του ενοποιημένου σχήματος, προς κάλυψη των ζημιών από τα κόκκινα δάνεια και εξασφάλιση του απαραίτητου καυσίμου για την ανάπτυξη των εργασιών του.
Οι προοπτικές
Το ερώτημα όμως παραμένει. Μπορούν να δημιουργηθούν συνθήκες ανταγωνισμού ανάλογες της δεκαετίας του 2000; «Εξαρτάται», απαντά τραπεζική πηγή.
Οπως λέει, «το να μειωθεί το μερίδιο των τεσσάρων μεγαλύτερων τραπεζών ξανά στη ζώνη του 60% – 65% προϋποθέτει τόσο υψηλούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης όσο και δραστηριοποίηση νέων παικτών, πέραν των Attica Bank – Παγκρήτιας και Optima Bank».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «τα υψηλά επιτοκιακά περιθώρια στην Ελλάδα σε σχέση με τις ώριμες ευρωπαϊκές αγορές μπορεί να λειτουργήσουν ως μαγνήτης. Για να έλθει ωστόσο μία νέα τράπεζα, είτε με φυσικό δίκτυο ή ψηφιακά, θα πρέπει να πειστεί τόσο για τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας όσο και για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου ενός νέου δημοσιονομικού εκτροχιασμού».