Προπαρασκευαστικό έτος για την εφαρμογή σαρωτικών αλλαγών στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα που θα ανατρέψουν τη σημερινή αρχιτεκτονική του θα είναι το 2019. Το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων και η ανάγκη εμπροσθοβαρούς επίλυσής του για τη μείωση των δεικτών καθυστερήσεων κάτω από το 10% έως και το 2021 απαιτούν ριζική αναδιάταξη δυνάμεων.
Σύμφωνα με κοινοτικούς κύκλους, ο μετασχηματισμός αυτός αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επιστροφή στην κανονικότητα ύστερα από 10 χρόνια κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό εκτιμούν ότι σε τρία χρόνια από σήμερα στο εγχώριο banking θα δραστηριοποιούνται οι τέσσερις υπάρχοντες συστημικοί όμιλοι, με συρρικνωμένο ωστόσο μέγεθος κατά τουλάχιστον 25% κατά μέσο όρο, καθώς και 3-4 μεγάλες εταιρείες που θα διαχειρίζονται «κόκκινα» δάνεια ύψους έως και 50 δισ. ευρώ.
Η Eurobank, με την απόφαση μετατροπής της σε εταιρεία holding και μεταφοράς προς τιτλοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των προβληματικών της δανείων σε όχημα ειδικού σκοπού, δείχνει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες σημαντικές τράπεζες για την οριστική και έγκαιρη εξυγίανσή τους.
Κορυφαία τραπεζική πηγή επισημαίνει πως η μείωση των επισφαλειών σε μονοψήφια ποσοστά μέσα στην ερχόμενη τριετία προϋποθέτει την πώληση ή και τιτλοποίηση του 60% των σημερινών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Με τον τρόπο αυτόν οι συγκεκριμένες απαιτήσεις θα τεθούν εκτός ισολογισμών και η διαχείρισή τους θα ανατεθεί σε τρίτους ανεξάρτητους παρόχους υπηρεσιών ανάκτησης και αναδιάρθρωσης δανείων. Πρόκειται για μια διαδικασία που αναμένεται να κορυφωθεί την ερχόμενη χρονιά, δίνοντας το έναυσμα για την έναρξη της προαναφερθείσας ανάταξης στον κλάδο.
Το ρίσκο παραμένει
Ωστόσο, όπως εξηγεί το ίδιο στέλεχος, αν και με αυτόν τον τρόπο τα ποσοστά των δανείων σε καθυστέρηση περιορίζονται σημαντικά, το ρίσκο δεν εξαλείφεται εξ ολοκλήρου. Και αυτό διότι έναντι των χορηγήσεων που θα τιτλοποιηθούν, οι οποίες είναι πιθανόν να φτάσουν τα 20 δισ. ευρώ, οι τράπεζες τουλάχιστον σε πρώτη φάση θα διακρατούν senior ομόλογα. Η αποπληρωμή αυτών των τίτλων θα γίνεται με τα ποσά που θα ανακτά ο διαχειριστής των συνδεδεμένων «κόκκινων» δανείων.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Eurobank ναι μεν οι δείκτες καθυστερήσεων υποχωρούν με την ολοκλήρωση της τιτλοποίησης δανείων 9 δισ. ευρώ στο 15% το 2019, το σταθμισμένο ωστόσο στον κίνδυνο ενεργητικό της τράπεζας δεν μειώνεται ισόποσα. Κι αυτό διότι ο όμιλος θα εμφανίζει στον ισολογισμό του senior ομόλογα αξίας περίπου 3 δισ. ευρώ, η εξόφληση των οποίων θα γίνεται από τις ανακτήσεις των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων.
Εάν ο διαχειριστής τους δεν καταφέρει να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα ποσά, η Eurobank θα αναγκαστεί να εγγράψει προβλέψεις, γεγονός που θα πλήξει τα αποτελέσματά της και ενδεχομένως και τα ίδια κεφάλαιά της. Αυτό ισχύει και για τις άλλες τράπεζες που αναγκαστικά θα ακολουθήσουν την ίδια οδό εξυγίανσης. Ως εκ τούτου, γίνεται σαφές πως η αποτελεσματική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων που θα τεθούν εκτός τραπεζικών ισολογισμών αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την οριστική επίλυση του προβλήματος.
Και εδώ έρχεται το ζήτημα της στελέχωσης των bad banks που θα αναλάβουν αυτή τη δουλειά. Σύμφωνα με τραπεζικούς κύκλους, για να μπορέσουν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά οι ανεξάρτητοι πάροχοι στη διαχείριση των δανείων που θα πουληθούν ή θα τιτλοποιηθούν, είναι απαραίτητη η πρόσληψη ικανών στελεχών και ενός μεγάλου αριθμού τραπεζοϋπαλλήλων. Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμούν ότι από την ερχόμενη χρονιά θα ξεκινήσει η ενίσχυση των εταιρειών αυτών με κορυφαίους εν ενεργεία τραπεζίτες, αλλά και με τουλάχιστον 3.000 εργαζομένους.
Τα λουκέτα στο δίκτυο
Οι αλλαγές αυτές εξυπηρετούν και την προσπάθεια περαιτέρω μείωσης των λειτουργικών εξόδων των τραπεζών. Σύμφωνα με έμπειρο στέλεχος, με τα σημερινά οικονομικά δεδομένα και τη βουτιά που εμφανίζουν τα έσοδα από τόκους τα νούμερα δεν βγαίνουν. Χρειάζονται μεγάλες περικοπές στις δαπάνες, οι οποίες αναπόφευκτα περνούν από τη μείωση προσωπικού και το κλείσιμο καταστημάτων.
Η ίδια πηγή εκτιμά ότι μέχρι και το 2021 θα μπει λουκέτο στο μισό υπάρχον δίκτυο των περίπου 2.000 καταστημάτων και θα αποχωρήσουν έως 10.000 τραπεζοϋπάλληλοι. Ενα μεγάλο μέρος τους θα βρει δουλειά στις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, ενώ οι υπόλοιποι θα απολυθούν.
Σε σχέση με την παρουσία των τραπεζών στην ελληνική επικράτεια, θεωρεί ότι σε τρία χρόνια από σήμερα κάθε όμιλος θα διαθέτει 200-250 καταστήματα με τη σημερινή τους μορφή, αλλά και 100 περίπου μονάδες νέου τύπου (ηλεκτρονικές γωνιές), με 2-3 υπαλλήλους η καθεμία, ως σημείο επαφής με την πελατεία.