Μόλις μία μονάδα περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών την επόμενη τετραετία περιλαμβάνει το πρόγραμμα της ΝΔ. Τις χαμηλές προσδοκίες για την περαιτέρω μείωση προσδιόρισε ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης. «Οι ασφαλιστικές εισφορές θα μειωθούν κατά τουλάχιστον μία μονάδα μέσα στην επόμενη τετραετία» προανήγγειλε, «ακυρώνοντας» τις προηγούμενες ανεπίσημες αναφορές που μιλούσαν για πρόγραμμα μείωσης των εισφορών γύρω στις τρεις επιπλέον μονάδες.
Υψηλές προσδοκίες
Πριν από την προκήρυξη των εκλογών στελέχη του υπουργείου Εργασίας μιλούσαν για νέα μείωση γύρω στις τρεις μονάδες, γεγονός υπέρ του οποίου θα βοηθούσε η ευρύτατη εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας, η οποία δημιουργεί ελπίδες για την πάταξη της εισφοροδιαφυγής και την καταπολέμηση της «μαύρης» εργασίας.
Ωστόσο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης «προσγείωσε» τις υψηλές προσδοκίες μιλώντας για μείωση των εισφορών τουλάχιστον κατά μία μονάδα μέσα στην τετραετία. Η τελική αναφορά του κ. Μητσοτάκη δημιούργησε απογοήτευση ιδιαιτέρως στις εργοδοτικές οργανώσεις που επιθυμούν τη μείωση του λεγόμενου μη μισθολογικού κόστους.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αδιευκρίνιστο παραμένει κατά πόσο η μείωση κατά μία μονάδα των ασφαλιστικών εισφορών περιλαμβάνει και το υπολειπόμενο 0,6 της μονάδας – που οφείλεται – από το προηγούμενο κυβερνητικό πρόγραμμα μείωσης κατά πέντε μονάδες το διάστημα από το 2019 έως το 2023.
Οι ασφαλιστικές εισφορές μειώθηκαν κατά 4,4 μονάδες και εκκρεμεί το υπόλοιπο ποσοστό μείωσης.
Η χρηματοδότηση
Μετά τις εκλογές από τη νέα κυβέρνηση θα συνεχιστεί το πρόγραμμα μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, το οποίο αποτελεί κεντρικό αίτημα των εργοδοτικών οργανώσεων και συνδέεται με την πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού.
Οι εκπρόσωποι των εργοδοτικών οργανώσεων έθεσαν το θέμα της περαιτέρω μείωσης των εισφορών κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων για τον νέο κατώτατο μισθό ως αντιστάθμισμα στο υψηλό κόστος που σημαίνει για τις επιχειρήσεις η αύξηση των αμοιβών.
Σε παλαιότερη συνέντευξη Τύπου για την οικονομία, ο κ. Μητσοτάκης συνδύασε τα δύο αυτά θέματα (μισθούς και εισφορές), ενώ ξεκαθάρισε ότι το κόστος των νέων μειώσεων των ασφαλιστικών εισφορών θα καλυφθεί από μόνιμες και όχι προσωρινές πηγές χρηματοδότησης. «Περιμένουμε να δούμε τη δημοσιονομική εξέλιξη ώστε το μέτρο να μπορεί να χρηματοδοτηθεί και να είναι μόνιμο» είπε χαρακτηριστικά.
Ωστόσο η εξαγγελία για μείωση κατά μία μονάδα (τουλάχιστον) σε βάθος τετραετίας μάλλον περιόρισε τις υψηλές προσδοκίες. Η αρχή του νέου προγράμματος τοποθετείται στο 2024. Ερωτηματικό παραμένει η εφαρμογή της επιπλέον μείωσης κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες ως υπόλοιπο από την προηγούμενη κυβερνητική δέσμευση για μείωση των εισφορών κατά πέντε μονάδες το 2019-2023.
Το ΙΟΒΕ (ΣΕΒ) υπογραμμίζει πως η υψηλή φορολογία της εργασίας και το επίπεδο των ασφαλιστικών εισφορών επιβαρύνουν την ανταγωνιστικότητα κόστους της ελληνικής παραγωγής και δρουν ως αντικίνητρο για «επίσημη εργασία»
Πάντως οι μειώσεις των εισφορών που νομοθετήθηκαν τα τελευταία χρόνια, συνολικού ύψους 4,4 ποσοστιαίων μονάδων, αλλά και η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης από εφέτος βοηθούν στην απομείωσή του μη μισθολογικού κόστους.
Μετά τις – μέχρι τώρα – μειώσεις κατά 4,4 μονάδες οι εισφορές έχουν διαμορφωθεί ως εξής: εισφορά ασφαλισμένων 13,87%, εργοδοτών 22,29%, σύνολο 36,16%.
Ευρωζώνη και χώρες ΟΟΣΑ
Διαχρονικά υψηλότερο του ευρωπαϊκό μέσου όρου αλλά και του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ είναι το μη μισθολογικό κόστος στη χώρα μας.
Τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα της Eurostat (που αφορούν το 2021) δείχνουν πως το μη μισθολογικό κόστος ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας ήταν στην Ελλάδα (25,5%) πάνω από τον μέσο όρο των χωρών της ζώνης του ευρώ (24,6%), ενώ παρέμεινε ψηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα (23,3% το 2008).
Στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης υπήρξε άνοδος του μη μισθολογικού κόστους. Αντίθετα, στην περίπτωση της Ελλάδας το ονομαστικό μη μισθολογικό κόστος ανά ώρα εργασίας μειώθηκε σημαντικά (-6,4%) εξαιτίας των μέτρων μείωσης των εργοδοτικών εισφορών που ελήφθησαν τα τελευταία χρόνια.