Τα καυτά προβλήματα της καθημερινότητας συνεχίζουν να πιέζουν τους πολίτες, με την ακρίβεια σε τρόφιμα και βασικά αγαθά να παραμένει το σημαντικότερο. Οι όποιες παρεμβάσεις έχουν γίνει δεν φαίνεται να οδηγούν στην πλήρη αποκλιμάκωση των υψηλών τιμών και η συζήτηση για την εφαρμογή μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ, όπως έκανε η Ισπανία και άλλες χώρες, επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο.

Η κυβέρνηση δείχνει ανένδοτη, έχοντας ως βασικό αντεπιχείρημα στις επίμονες εκκλήσεις για μείωση του ΦΠΑ το γεγονός ότι το μέτρο θα έχει δυσθεώρητο δημοσιονομικό κόστος και δευτερευόντως επιμένει ότι μια τέτοια κίνηση έχει αμφίβολη αποτελεσματικότητα, δηλαδή δεν θα «περάσει» στις τιμές λιανικής και ως εκ τούτου στον τελικό καταναλωτή.

Από τη δική τους πλευρά, οι φορείς της αγοράς επαναλαμβάνουν εδώ και καιρό πως ένας καθοριστικός παράγοντας για τις αποκλίσεις των τιμών σε όμοια προϊόντα είναι ο ΦΠΑ. Ετσι, οι συντελεστές ΦΠΑ παραμένουν στο 13% και 24%, με τη χώρα να βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εκτοξεύονται οι τιμές σε επίπεδα στα οποία δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί η πλειονότητα των καταναλωτών.

Τι έκανε η Ισπανία

Η Ισπανία άρχισε να εφαρμόζει τον μηδενικό ΦΠΑ από τον Ιανουάριο του 2023 σε βασικά είδη διατροφής, τα οποία μέχρι τότε επιβαρύνονταν με ΦΠΑ 4%. Ταυτόχρονα, είχε μειώσει από το 10% στο 5% τον ΦΠΑ σε άλλα τρόφιμα, όπως έλαια και ζυμαρικά, ενώ την περασμένη εβδομάδα η κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ ανακοίνωσε ότι από την 1η Ιουλίου μηδενίζεται ο ΦΠΑ και στο ελαιόλαδο. Μάλιστα, το μέτρο της μείωσης του ΦΠΑ παρουσιάστηκε ως ένα από τα πιο σημαντικά στην προσπάθεια της χώρας για την καταπολέμηση της κρίσης των τιμών.

Το πακέτο πλησιάζει τα 3 δισ. ευρώ και περιλαμβάνει επέκταση του καθεστώτος μηδενικού ΦΠΑ έως τις 30 Σεπτεμβρίου για βασικά είδη τροφίμων, όπως ψωμί, γάλα, φρούτα, λαχανικά και ελαιόλαδο, αλλά και μειώσεις φορολογίας για χαμηλά εισοδήματα. Ειδικότερα, η ισπανική κυβέρνηση εκτιμά ότι η επέκταση της εφαρμογής του μηδενικού ΦΠΑ θα κοστίσει στον δημόσιο κορβανά 1,36 δισ. ευρώ, ενώ η μείωση της φορολογίας θα κοστίσει άλλα 1,4 δισ. ευρώ. Πρόκειται για κινήσεις που εντάσσονται στην προσπάθεια της Μαδρίτης να βοηθήσει κυρίως τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά, που έχουν δει το κόστος βασικών καταναλωτικών αγαθών, όπως τα τρόφιμα, να κινούνται σε υψηλά επίπεδα.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού

Ομως, στην Ελλάδα το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ) φαίνεται να έχει διαφορετική γνώμη. Σε ειδικό κεφάλαιο της τριμηνιαίας έκθεσής του για την ελληνική οικονομία επισημαίνει πως η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ σε ορισμένες κατηγορίες αγαθών, όπως τα τρόφιμα, δεν αποτελεί κατάλληλο εργαλείο για την επίλυση του προβλήματος της ακρίβειας.  

Επικαλούμενο μελέτες που έχουν γίνει για τις μεταβολές του ΦΠΑ σε χώρες-μέλη της ΕΕ τα τελευταία 15-20 έτη, το ΓΠΚΒ τονίζει πως μόνο το 6% των μειώσεων του ΦΠΑ διαχέεται στις τελικές τιμές και αυτό μόνο βραχυχρόνια, σε αντίθεση με τις αυξήσεις ΦΠΑ που διαχέονται στις τελικές τιμές κατά 34% περίπου. «Αυτό συνεπάγεται ότι σε κάποιες περιπτώσεις, όπου η μείωση του ΦΠΑ ακολουθείται από αντίστοιχη αύξησή του, οι τιμές αυξάνουν δυσανάλογα, γεγονός που αποβαίνει σε βάρος του καταναλωτή». Παράλληλα, επισημαίνει ότι ύστερα από ένα χρονικό διάστημα 10 μηνών που ακολουθεί τη μείωση του ΦΠΑ οι τιμές καταναλωτή επανέρχονται στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν. Μάλιστα, η έκθεση του ΓΠΚΒ σημειώνει ότι τα πρώτα ευρήματα μελέτης που εστιάζει στο παράδειγμα της Ισπανίας δείχνουν ότι η σχεδόν πλήρης διάχυση της μείωσης ΦΠΑ κατά τους πρώτους μήνες υποχωρεί σημαντικά εντός τριμήνου. «Η όποια επίπτωση στις τελικές τιμές καταναλωτή από μείωση του ΦΠΑ στην Ελλάδα, εάν υπάρχει, αναμένεται να είναι μικρότερη ή πολύ μικρότερη καθώς και πιο βραχύβια από αυτή στην Ισπανία» προσθέτει το Γραφείο Προϋπολογισμού.

Ο αντίλογος

Στον αντίποδα, μια έρευνα της Κεντρικής Τράπεζας της Ισπανίας δείχνει πως σε γενικές γραμμές χρειάστηκε να περάσουν 2,5 μήνες για να φτάσει το ποσοστό της μετακύλισης στο 100%, με την αντιπολίτευση να κάνει λόγο για «κόλαφο για την κυβέρνηση που αρνείται να μειώσει τον ΦΠΑ». Επιπλέον, στο συμπέρασμα της έρευνας αναφέρεται πως γίνεται σύγκριση της εξέλιξης των τιμών για τα προϊόντα που συμμετείχαν στο μέτρο (δηλαδή που υπόκεινται στη φορολογική πολιτική) με μια ομάδα ελέγχου (είδη διατροφής εκτός του πεδίου εφαρμογής της πολιτικής) και τα ευρήματα δείχνουν ότι, σε επίπεδο σουπερμάρκετ, η μετακύλιση ήταν σχεδόν πλήρης.

Η έμμεση υπερφορολόγηση

Μιλώντας στο «Βήμα», ο Παναγιώτης Λιαργκόβας, πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας και καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, τονίζει πως «η ακρίβεια στη χώρα μας έφερε στο προσκήνιο ένα από τα πιο σημαντικά οικονομικά θέματα, που θα πρέπει να απασχολήσει σοβαρά την πολιτεία: την υπερ-φορολόγηση». Στην προκειμένη περίπτωση – σύμφωνα με τον ίδιο – το ερώτημα είναι κατά πόσο οι αυξημένες τιμές σε αγαθά και υπηρεσίες οφείλονται (μεταξύ άλλων) στην αυξημένη φορολογική επιβάρυνση. Οπως χαρακτηριστικά λέει, «είναι γεγονός ότι τη δεκαετία της κρίσης η έμμεση φορολογία αυξήθηκε σημαντικά, μειώνοντας σε μεγάλο βαθμό την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Οι έμμεσοι φόροι εκτοξεύθηκαν από το 2012 και μετά, αποτελώντας τη μεγαλύτερη πηγή εσόδων του κράτους. Η Ελλάδα έχει πλέον τον 3ο μεγαλύτερο ΦΠΑ στην ΕΕ (24%), με τη φορολογία στην κατανάλωση να δείχνει ότι είναι η πιο αξιόπιστη μέθοδος συλλογής φορολογικών εσόδων. Η αύξηση των φορολογικών συντελεστών ανέβασε τις τιμές, έβλαψε την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, μείωσε τα κίνητρα για εργασία και παραγωγή, αποθάρρυνε τις επενδύσεις και μεγάλωσε την παραοικονομία. Κοιτάζοντας τα στοιχεία της δομής του φορολογικού συστήματος (βλ. Revenue Statistics 2023, OΟΣA), εύκολα κανείς διαπιστώνει ότι τα φορολογικά συστήματα των ανεπτυγμένων χωρών βασίζονται περισσότερο στην άμεση φορολογία και λιγότερο στην έμμεση. Σε εμάς συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, προφανώς λόγω των υψηλών συντελεστών ΦΠΑ και ΕΦΚ και των ασφαλιστικών εισφορών. Τα έσοδα από την άμεση φορολογία είναι αναλογικά χαμηλότερα» επισημαίνει ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ.

Τα έσοδα

Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με τον Π. Λιαργκόβα, «το ποσοστό των εσόδων από ΦΠΑ στο σύνολο των φορολογικών εσόδων της Ελλάδας ανήλθε το 2021 στο 20,9% (στη Γαλλία είναι 16,4%) και στο 18,3% για τους άλλους φόρους στην κατανάλωση (από 10,7% στη Γαλλία). Στο 32,8% ανήλθαν τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές (έναντι 25,6% στον ΟΟΣΑ), στο 4,5% τα έσοδα από τη φορολογία επιχειρήσεων (10,2% στον ΟΟΣΑ) και στο 15,2% τα έσοδα από τη φορολογία φυσικών προσώπων. Τέλος, τα έσοδα από ακίνητη περιουσία ανήλθαν σε 7,4% των συνολικών εσόδων (έναντι 5,6% στον ΟΟΣΑ)».

Για αυτόν τον λόγο, κατά τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, «η σημερινή ακρίβεια «απαιτεί» από όλους μας να ξαναδούμε τη δομή και το ύψος της έμμεσης φορολογίας. Ιδιαίτερα όταν όλο το τελευταίο διάστημα έχουμε συνεχείς υπερβάσεις των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων».

Κλείνοντας, ο Π. Λιαργκόβας υπογραμμίζει πως τα ζητήματα που πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής στην περίπτωση αναμόρφωσης – μείωσης της έμμεσης φορολογίας (ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης) είναι δύο: «(α) ότι αυτή θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές και δεν θα την καρπωθούν οι επιχειρήσεις και (β) ότι δεν θα κινδυνεύσει η δημοσιονομική ισορροπία. Η αλήθεια είναι ότι η τρέχουσα δομή πολλών επιμέρους κλάδων της ελληνικής οικονομίας (π.χ. στα σουπερμάρκετ, στα γαλακτοκομικά, στις τράπεζες, στην ενέργεια, στην παροχή ιδιωτικής υγείας κ.λπ.) είναι ολιγοπωλιακή.

Μεταρρυθμίσεις

Εδώ η κυβέρνηση θα πρέπει να ενισχύσει τις μεταρρυθμίσεις, εξαλείφοντας τα εμπόδια, ανοίγοντας τις αγορές και διευκολύνοντας την είσοδο νέων επιχειρήσεων. Ομως κάτι τέτοιο θέλει τον χρόνο του. Αμεσα, θα πρέπει να ενισχύσει με κάθε μέσο τους ελεγκτικούς μηχανισμούς ώστε να αποτρέψει φαινόμενα κερδοσκοπίας ή/και απληστίας. Οσο για τη δημοσιονομική ισορροπία, αυτή θα μπορούσε να διασφαλιστεί εάν ταυτόχρονα με τη μείωση των φόρων πραγματοποιούσαμε μείωση των μη μισθολογικών δαπανών. Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να επανεξετάσουμε από μηδενική βάση τη χρησιμότητα όλων των οργανισμών του Δημοσίου και να συγχωνεύσουμε ή να καταργήσουμε όσους υπολειτουργούν ή δεν παρέχουν επαρκώς ποιοτικές υπηρεσίες στους πολίτες, με στόχο τη μείωση των δημόσιων δαπανών».

Από την πλευρά του ο Παναγιώτης Πετράκης, ομότιμος καθηγητής Οικονομικών στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, αναφέρει πως τα οριζόντια μέτρα ενίσχυσης της ζήτησης, όπως είναι π.χ. η μείωση του ΦΠΑ, είναι μέτρα που μπορούν να εξεταστούν σε περιόδους που θέλουμε πραγματικά να ενισχύσουμε τη ζήτηση. Ομως, όπως τονίζει, «αντικειμενικά η ελληνική οικονομία σε αυτή την περίοδο φαίνεται να βρίσκεται στα όρια εξάντλησης του potential output, δηλαδή της δυνητικής δυνατότητάς της να παράγει. Δεν έχουμε μπροστά μας ένα κενό, συνεπώς από πλευράς οικονομικής πολιτικής αυτή τη στιγμή ένα τέτοιο μέτρο δεν είναι προς συζήτηση. Το θέμα της οριζόντιας μείωσης του ΦΠΑ ακουμπά στα δημοσιονομικά ζητήματα και θα πρέπει να υπολογίσουμε τους δείκτες και να δούμε αν υπάρχουν περιθώρια και για εφέτος ή για τα επόμενα χρόνια, καθώς οι φορολογικοί δείκτες στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά επιβαρυμένοι» σημειώνει ο Π. Πετράκης.

Τέλος, ο ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ προσθέτει πως «κινήσεις που να αφορούν τον ΦΠΑ μπορούν να γίνουν σε συγκεκριμένα προϊόντα, με την προϋπόθεση να υπάρχει ελεγχόμενη αλυσίδα διανομής και παραγωγής των προϊόντων. Εάν υπάρχουν ασφαλείς αλυσίδες, ώστε η μείωση του ΦΠΑ να περάσει πραγματικά στον καταναλωτή, τότε θα μπορούσε να εξεταστεί και να έχει κάποια απήχηση. Ενας άλλος τρόπος θα μπορούσε να είναι ενισχύσεις κατευθείαν στο εισόδημα των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων αντί να μειώσει κανείς τις τιμές».

Ο τρίτος υψηλότερος συντελεστής στην ΕΕ

Καθώς η πληθωριστική κρίση δεν έχει χτυπήσει μόνο την Ελλάδα, αξίζει να καταγραφεί το τι συμβαίνει σε άλλες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου, με τον μέσο κανονικό συντελεστή στην ΕΕ να βρίσκεται στο 21,6%. Στη σχετική λίστα των κρατών-μελών της ΕΕ προηγούνται η Ουγγαρία με 27%, η Κροατία, η Δανία και η Σουηδία με 25% και ακολουθούν η Ελλάδα με τη Φινλανδία με 24%. Ταυτόχρονα, το Λουξεμβούργο επιβάλλει τον χαμηλότερο κανονικό συντελεστή ΦΠΑ στο 17% και έπεται η Μάλτα με 18%, ενώ η Κύπρος, η Γερμανία και η Ρουμανία έχουν τον συντελεστή ΦΠΑ στο 19%. Σε ό,τι αφορά τις πέντε ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δηλαδή την Ισλανδία, τη Νορβηγία, την Ελβετία, την Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο, αυτό που προκύπτει είναι πως μόνο η Ελβετία επιβάλλει κανονικό συντελεστή ΦΠΑ κάτω από το ελάχιστο της ΕΕ με συντελεστή 8,1%.

ΖΟΟΜ ΣΤΟ ΒΗΜΑ

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ
Αγγελος Σκορδάς

ΓΡΑΦΕΙ
Γιώργος Φωκιανός

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
Παναγιώτης Σωτήρης