Τεράστιες απώλειες εσόδων από τις πωλήσεις πετρελαίου θα έχει η Ρωσία μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, όταν θα εφαρμοστεί η απόφαση του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) για τη χρησιμοποίηση καθαρότερων (με μικρότερη περιεκτικότητα θείου) καυσίμων στα πλοία. Σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg, σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα των διυλιστηρίων ανά τον κόσμο, τα ρωσικά διυλιστήρια δεν είναι έτοιμα να προσαρμοστούν στους νέους κανόνες που αποσκοπούν στη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλούν τα πλοία.
«Οι ρωσικές εταιρείες έχουν κάνει ελάχιστα για τη μεγάλη αλλαγή. Ο πετρελαϊκός κλάδος της χώρας θα είναι ο μεγάλος χαμένος από οικονομικής απόψεως» δήλωσε στο Bloomberg ο επικεφαλής αναλυτής ερευνών της IHS Markit, Αλεξάντερ Σερμπάκοφ. Ο ρώσος ειδικός θεωρεί ότι «δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να έχει προετοιμαστεί κατά 100% η ρωσική πετρελαϊκή βιομηχανία έως ότου τεθούν σε εφαρμογή οι νέοι κανόνες και ως εκ τούτου η Ρωσία θα αναγκαστεί να πωλεί καύσιμα πλούσια σε θείο σε όλο και πιο εκπτωτικές τιμές».

Aπώλειες εσόδων

Η δραστηριοποιούμενη στις αναδυόμενες αγορές της Ευρώπης επενδυτική τράπεζα Wood & Co. Financial Services AS εκτιμά ότι το 2020 οι απώλειες εσόδων για τη Ρωσία εξαιτίας της αδυναμίας της να ανταποκριθεί στους νέους κανόνες για καθαρότερα ναυτιλιακά καύσιμα θα φθάσουν τα 3,5 δισ. δολάρια. Πρόκειται για κεφάλαια υψηλότερα του ενός τρίτου των περίπου 9 δισ. δολαρίων που εισπράττουν ετησίως οι ρώσοι παραγωγοί από τις πωλήσεις ναυτιλιακών καυσίμων, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Bloomberg. Σημειωτέον ότι η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη παραγωγός ναυτιλιακών καυσίμων στον κόσμο.
Προ διετίας ο ΙΜΟ αποφάσισε τη μείωση της περιεκτικότητας των ναυτιλιακών καυσίμων σε θείο στο 0,5% από 3,5% που είναι σήμερα στις περισσότερες γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη. Πέρυσι η Ρωσία εξήγαγε ναυτιλιακά καύσιμα σε περισσότερες από 120 χώρες, «από την Ολλανδία έως τα νησιά Φίτζι», όπως χαρακτηριστικά μεταδίδει το Bloomberg. Στην αγορά του Ρότερνταμ τα συμβόλαια ναυτιλιακού πετρελαίου με λήξη τον Δεκέμβριο του 2019 διαπραγματεύονται σε τιμή χαμηλότερη κατά 19,60 δολ. το βαρέλι από την τιμή του Brent. Πρόκειται για έκπτωση τριπλάσια από την έκπτωση για τα συμβόλαια Νοεμβρίου 2018.