Την αύξηση του κατώτατου μισθού, όχι μία αλλά δύο φορές, μέχρι τις βουλευτικές εκλογές, εφόσον αυτές γίνουν στο τέλος της τετραετίας, δηλαδή το φθινόπωρο του 2019, προβλέπει το σχέδιο της κυβέρνησης προκειμένου να τονωθεί προεκλογικά το φιλολαϊκό προφίλ του κυβερνώντος κόμματος.
Παρά τις επιφυλάξεις που διατυπώνουν οι εργοδότες – και ιδιαιτέρως ο ΣΕΒ – για το ύψος της αύξησης, αλλά και για τα «απαραίτητα συνοδευτικά μέτρα» μείωσης του μη μισθολογικού κόστους, δηλαδή των ασφαλιστικών εισφορών, το υπουργείο Εργασίας φαίνεται να προωθεί το ενδεχόμενο υιοθέτησης δύο αυξήσεων στις κατώτατες αμοιβές μέχρι τον ερχόμενο Ιούνιο, δηλαδή εντός εννέα μηνών.
Βεβαίως οι αυξήσεις – εφόσον τελικώς το κυβερνητικό σχέδιο έχει ευτυχή κατάληξη – θα ισχύουν η πρώτη από τον Ιανουάριο του 2019 και η δεύτερη από τον Ιανουάριο του 2020.
Οι χρονικές προθεσμίες
Το υπουργείο Εργασίας τροποποίησε, ειδικά για εφέτος, τις χρονικές προθεσμίες της διαδικασίας διευκρινίζοντας ότι αυτές θα ισχύσουν μόνο για το 2018. Η εφετινή διαδικασία ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο και θα ολοκληρωθεί τον Ιανουάριο του 2019, με την απόφαση της υπουργού κυρίας Εφης Αχτσιόγλου για τον προσδιορισμό του ύψους του κατώτατου μισθού.
Τον αμέσως επόμενο μήνα – Φεβρουάριο του 2019 – θα ξεκινήσει εκ νέου η διαδικασία για τον καθορισμό της αύξησης των κατώτατων αμοιβών για το 2020. Η διαδικασία – σύμφωνα με τον νόμο – ολοκληρώνεται τον Ιούνιο του 2019. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση φιλοδοξεί να ανακοινώσει δύο αυξήσεις μισθών πριν από τις βουλευτικές εκλογές, εφόσον αυτές γίνουν στο τέλος της τετραετίας, δηλαδή το φθινόπωρο του 2019.
Συγκρότηση επιτροπής
Πάντως για την πρώτη αύξηση – του 2019 – οι εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων είναι εξαιρετικά συγκρατημένες. Η αύξηση δεν αναμένεται να ξεπερνά τα 20 έως 25 ευρώ μηνιαίως – ήτοι 3,5% ως 4% (νέος κατώτατος μισθός στα 606 έως 610 ευρώ από τα 586 ευρώ). Υψηλότερη θα είναι για τους νέους κάτω των 25 ετών, καθώς οι αμοιβές τους θα είναι ίδιες με τους υπόλοιπους εργαζομένους. Δηλαδή πρόκειται να καταργηθεί ο λεγόμενος υποκατώτατος μισθός, που ισχύει από το 2012 και φθάνει σήμερα τα 511 ευρώ.
Η διαδικασία για το 2018 έχει ήδη ξεκινήσει με τη συγκρότηση της τριμελούς επιτροπής, πρόεδρος της οποίας ορίστηκε ο πρόεδρος του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) κ. Αγ. Ζησιμόπουλος. Η επιτροπή από κοινού με τους εξειδικευμένους επιστημονικούς φορείς θα πρέπει το αργότερο έως τις 31 Οκτωβρίου να έχει υποβάλει έκθεση αξιολόγησης του ισχύοντος κατώτατου μισθού και ημερομισθίου αλλά και εκτιμήσεις για την πιθανή προσαρμογή τους με βάση τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν.
Οι φορείς που συμμετέχουν είναι: η Τράπεζα της Ελλάδος, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, ΟΑΕΔ, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, το Ινστιτούτο ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, το ΙΟΒΕ, το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ, το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) και ο ΟΜΕΔ. Κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης λαμβάνεται υπόψη η τρέχουσα κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και οι προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών.
Ακολουθεί η διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους όπου καταγράφονται οι προτάσεις τους, τα σημεία συμφωνίας, αλλά και οι διαφωνίες τους. Το οριστικό πόρισμα υποβάλλεται στους υπουργούς Εργασίας και Οικονομικών, ενώ κοινοποιείται στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ) και στον Πρόεδρο της Βουλής. Την τελική ευθύνη καθορισμού του κατώτατου μισθού με τη νέα διαδικασία έχει η υπουργός Εργασίας κυρία Εφη Αχτσιόγλου, η οποία το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου θα καθορίσει το ύψος του κατώτατου μισθού που θα ισχύσει το 2019.
Οι εργοδότες
Σοβαρές επιφυλάξεις για τυχόν «υπέρμετρη» αύξηση του κατώτατου μισθού διατυπώνει ο ΣΕΒ εκτιμώντας ότι «οι υπερβολικές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό» θα έχουν αρνητικές συνέπειες στην οικονομία και στην εξέλιξη της ανεργίας. Μάλιστα παράγοντες του Συνδέσμου πιστεύουν ότι η όποια αύξηση στους μισθούς θα πρέπει να συνδυαστεί με μείωση των εισφορών και της φορολογίας των χαμηλόμισθων.
Θετικότερη είναι η στάση των υπόλοιπων εργοδοτικών οργανώσεων, δηλαδή των εμπόρων (ΕΣΕΕ) και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΓΣΕΒΕΕ). Οι έμποροι τάσσονται υπέρ της σταδιακής αύξησης του κατώτατου μισθού, ώστε το 2022 να ανέλθει στα 751 ευρώ, ενώ ζητούν ταυτοχρόνως τον εξορθολογισμό των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών και τη μείωση των εισφορών για επικουρική ασφάλιση κατά 1%.
Υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού, με την προϋπόθεση ότι αυτή θα συνοδεύεται από συμπληρωματικά μέτρα, όπως η μείωση της φορολόγησης, τάσσεται και η ΓΣΕΒΕΕ. Η οργάνωση εκτιμά πως η αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνοδεύεται από την αύξηση του αφορολογήτου για τους μισθωτούς, τη μείωση του ΦΠΑ στα είδη διατροφής και στα επισιτιστικά επαγγέλματα και τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων.