Λιγότερα – για τους περισσότερους μόνο τα απολύτως απαραίτητα – και φθηνότερα είναι τα ψώνια που κάνουν 6 στους 10 καταναλωτές στo σουπερμάρκετ, καθώς η συντριπτική πλειονότητα, δηλαδή οι 9 στους 10, δηλώνουν ότι δυσκολεύονται οικονομικά εξαιτίας της ακρίβειας που, καθώς φαίνεται, τα απανωτά κυβερνητικά μέτρα δεν μπορούν να καταπολεμήσουν.
Το ανησυχητικό όμως είναι ότι ελάχιστοι ελπίζουν πως κάτι θα αλλάξει τους επόμενους μήνες, αφού παρά τα όποια σημάδια βελτίωσης καταγράφονται σε βασικούς δείκτες της οικονομίας, το διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα παραμένει περιορισμένο.
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ) για την καταναλωτική συμπεριφορά, την οποία παρουσιάζει σήμερα «Το Βήμα», τα ελληνικά νοικοκυριά κάθε φορά που ψωνίζουν στο σουπερμάρκετ ξοδεύουν 70 ευρώ, ποσό αυξημένο κατά 14,7% από πέρυσι, που ήταν 61 ευρώ. Κατά παρόμοιο τρόπο, η μέση μηνιαία δαπάνη εκτιμάται στα 370 ευρώ σημειώνοντας ανάλογη άνοδο από 324 ευρώ πέρυσι. Το 75% των καταναλωτών δαπανά έως 450 ευρώ τον μήνα. Η αύξηση στη δαπάνη ανά επίσκεψη στο σουπερμάρκετ αντανακλά αποκλειστικά την άνοδο του κόστους των προϊόντων λόγω πληθωρισμού, αφού το καλάθι παραμένει μισοάδειο.
Είναι ενδεικτικό ότι πέραν του φαγητού έξω και του φαγητού απ’ έξω (delivery) που πλέον αποτελεί πολυτέλεια για τους μισούς καταναλωτές και έχει βγει από την καθημερινότητά τους, οι 4 στους 10 έχουν περιορίσει την κατανάλωση κρέατος και προϊόντων κρέατος, καθώς και τα κρασιά, τις μπίρες και τα οινοπνευματώδη λόγω των ανατιμήσεων. Το ίδιο συμβαίνει για 3 στους 10 όσον αφορά την κατανάλωση συσκευασμένων τυποποιημένων τροφίμων, αλλά και αναψυκτικών και χυμών.
Από σουπερμάρκετ σε σουπερμάρκετ
Για να τα βγάλουν πέρα τα νοικοκυριά εφαρμόζουν σειρά πρακτικών προκειμένου να καταφέρουν να καλύψουν τις ανάγκες τους στα είδη παντοπωλείου.
Είναι χαρακτηριστικό πως μόνο το 58% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι ψωνίζει σταθερά σε ένα σουπερμάρκετ, με το 42% να μοιράζει τις αγορές σε περισσότερα. Το 93,2% των ερωτηθέντων χρησιμοποιεί μέχρι 3 διαφορετικά καταστήματα για τις αγορές του. Η συχνότητα αγορών στις αλυσίδες σουπερμάρκετ έχει μέση τιμή 6 φορές τον μήνα, παραμένοντας σταθερή σε σχέση με πέρυσι. Οι περισσότεροι καταναλωτές δηλώνουν ότι ψωνίζουν 4 φορές μηνιαίως. Το 86% των ερωτηθέντων ψωνίζει μέχρι 8 φορές μηνιαίως.
Επιπρόσθετα, η έρευνα έδειξε ότι η ποιότητα των εμπορευμάτων, οι τιμές, οι προσφορές και η εύκολη πρόσβαση έχουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα στην επιλογή σουπερμάρκετ από τον καταναλωτή.
Την ίδια στιγμή, οι 9 στους 10 δηλώνουν ότι έχουν προαποφασίσει τι είδη θα αγοράσουν πριν πάνε στο φυσικό ή ηλεκτρονικό σουπερμάρκετ, με την έρευνα να καταγράφει μια αυξημένη προσπάθεια κατάργησης των παρορμητικών αγορών. Στο θέμα της μάρκας του κάθε προϊόντος προαποφασισμένο εμφανίζεται το 50,5%. Εδώ διαφαίνεται η στρατηγική μείωσης του κόστους των αγορών με επί τόπου ενεργή σύγκριση των εναλλακτικών λύσεων.
Σαρώνουν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας
Εξετάζοντας τη σπουδαιότητα των κριτηρίων επιλογής προϊόντων, τα σημαντικότερα θεωρούνται η ποιότητα, η τιμή, οι προσφορές και η ελληνική προέλευση. Τα κριτήρια αυτά παραμένουν διαχρονικά στις πρώτες 4 θέσεις στις ετήσιες έρευνες του εργαστηρίου μάρκετινγκ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Επειδή όμως περισσότεροι από τους μισούς πολίτες δηλώνουν ότι περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα προϊόντα, ενώ σχεδόν ο 1 στους 10 δηλώνει ότι δεν μπορεί να αγοράσει ούτε τα στοιχειώδη, τα φθηνότερα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας αποκτούν αυξανόμενη σημασία στο καλάθι του σουπερμάρκετ.
Πλέον τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας αντιπροσωπεύουν το 36% του καλαθιού, σημειώνοντας μεγάλη άνοδο από 33% πέρυσι και είναι το υψηλότερο ποσοστό που καταγράφηκε ποτέ στα 19 έτη που πραγματοποιείται η έρευνα από το Εργαστήριο Μάρκετινγκ του ΟΠΑ.
Ο δείκτης αυτός, το μερίδιο επιλογής (choice share), συνοψίζει το μερίδιο της ιδιωτικής ετικέτας στις αγοραστικές αποφάσεις του καταναλωτή. Δηλαδή πολύ πάνω από τα 3 στα 10 προϊόντα που αγοράζονται είναι κωδικοί private label.
Οσον αφορά το «καλάθι του νοικοκυριού», ένα από τα μέτρα που έχει επιστρατεύσει η κυβέρνηση για την καταπολέμηση της ακρίβειας, οι καταναλωτές εμφανίζονται μοιρασμένοι. Εν τούτοις, η αποδοχή του από περίπου έναν στους δύο καταναλωτές δείχνει ότι δεν είναι ένα ασήμαντο μέτρο και η εφαρμογή του ενδιαφέρει μεγάλο τμήμα του αγοραστικού κοινού.
Εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι τα στοιχεία της έρευνας του ΟΠΑ, υπό τον συντονισμό του καθηγητή Γεωργίου Μπάλτα, για την άποψη των καταναλωτών για το ποιος ευθύνεται περισσότερο για τις υπερβολικές ανατιμήσεις στα καταναλωτικά προϊόντα.
Ποιος όμως ευθύνεται για τις ανατιμήσεις;
Ανάμεσα σε πολυεθνικές βιομηχανίες, ελληνικές βιομηχανίες, μεγάλες εμπορικές αλυσίδες και μικρά τοπικά καταστήματα, οι περισσότεροι καταναλωτές επέλεξαν τις πολυεθνικές εταιρείες (68%) ενώ πολύ πιο κάτω και στη δεύτερη θέση βρέθηκαν οι μεγάλες αλυσίδες (24,2%). Πολύ μικρό ποσοστό (6,9%) επέλεξε τους εγχώριους κατασκευαστές και ελάχιστοι (0,9%) τα μικρά καταστήματα.
Από οικονομικής πλευράς, οι αποτιμήσεις του έτους 2023 και οι προσδοκίες των καταναλωτών για το έτος 2024 εξακολουθούν να είναι αρκετά απαισιόδοξες, παρά τη βελτίωση των εισοδημάτων.
Σχεδόν 9 στους 10 καταναλωτές (ποσοστό 87%) περιμένουν ότι εφέτος η οικονομική τους κατάσταση θα είναι χειρότερη ή ίδια. Το ποσοστό αυτό είναι μεν λίγο μειωμένο σε σχέση με την αποτίμηση του 2023, χρονιά κατά την οποία το 92,2% των καταναλωτών δήλωσε κάτι ανάλογο, ωστόσο είναι σαφές ότι η αισιοδοξία των αριθμών της οικονομίας δεν αγγίζει τα οικονομικά κάθε σπιτιού.
«Τα ευρήματα αυτά είναι εύλογα καθώς η ακρίβεια επηρεάζει πολύ την αξιολόγηση του 2023 και τις προβλέψεις του 2024» επισημαίνει ο συντονιστής της έρευνας και διευθυντής του Ερευνητικού Εργαστηρίου Μάρκετινγκ Γεώργιος Μπάλτας, καθηγητής στο ΟΠΑ.