Η σχεδιαζόμενη οικονομική πολιτική κατά την πρώτη μεταμνημονιακή περίοδο αλλά και οι πρόσφατες επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέγραψε ρυθμούς ανάπτυξης 2,5% το α’ και 1,8% το β’ τρίμηνο, έχουν αντιμετωπισθεί με διάθεση έντονου σκεπτικισμού από την πλειονότητα των εγχώριων και ξένων αναλυτών. Πιο πιθανή αιτιολογία της στάσης αυτής αποτελεί η είσοδος της χώρας μας σε μια (άτυπη προς το παρόν) προεκλογική περίοδο όπου πολιτικοί συσχετισμοί και τοποθετήσεις επηρεάζουν την κριτική και αναλυτική ικανότητα πολλών εμπλεκομένων.
Εάν όμως αποστασιοποιηθούμε από αυτό το επίπεδο προσέγγισης της πραγματικότητας και εκλάβουμε τον σκεπτικισμό αυτόν ως έναν γνήσιο προβληματισμό αναφορικά με την πορεία του τόπου, τότε πιθανόν να καταλήξουμε σε πολύ πιο ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Εάν ξεκινήσουμε από τις εξελίξεις το α’ εξάμηνο του 2018, τότε πιστεύω ότι οι πρόσφατες, πολύ δυνατές, επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας μπορούν να ερμηνευτούν με έναν από τους παρακάτω τρόπους.
Μια εκδοχή είναι ότι το ύψος της ανάπτυξης είναι σε κάποιο μέτρο και βαθμό διογκωμένο από διάφορους στατιστικούς παράγοντες – όπως η καταγραφή των εξοπλιστικών δαπανών ή ναυπηγήσεων πλοίων σε γιάρδες του εξωτερικού ως επενδύσεις και η ετεροχρονισμένη (;) καταγραφή τους ως εισαγωγών – οι οποίοι είναι μεθοδολογικά ορθοί, ωστόσο οδηγούν σε αποκλίσεις ανάμεσα στη στατιστική καταγραφή της ανάπτυξης και στη βιωματική εμπειρία όλων όσοι συμμετέχουν στο οικονομικό γίγνεσθαι.
Η δεύτερη – πολύ πιο ενδιαφέρουσα κατά τη γνώμη μου – ερμηνεία των εξελίξεων είναι ότι η ανάπτυξη αυτή είναι όντως υπαρκτή αλλά εκ της φύσεώς της – επειδή βασίζεται στην αύξηση των εξαγωγών – αφήνει περιορισμένο αποτύπωμα στην καθημερινότητά μας. Στο παρελθόν, που η οικονομία βασιζόταν στην κατανάλωση, η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας ήταν πασιφανής σε όλους μας, οικονομολόγους και μη. Αντίθετα, μια ανάπτυξη βασισμένη στις εξαγωγές είναι πολύ πιθανό να επηρεάζει μια μικρή μερίδα κλάδων και επιχειρήσεων με εξωστρεφή προσανατολισμό.
Αλλά ακόμη και σε αυτές τις επιχειρήσεις και τους κλάδους τα οφέλη είναι πολύ πιθανό να παραμένουν περιορισμένα καθώς τα περιθώρια κέρδους συμπιέζονται από τις δυνάμεις του παγκόσμιου ανταγωνισμού, ενώ φυσικά και οι αμοιβές των εργαζομένων παραμένουν πιεσμένες προκειμένου να μην επηρεαστεί το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των εξαγωγών.
Είναι πιθανόν οξύμωρο αλλά έπειτα από τόσα χρόνια όπου όλοι ευαγγελιζόμασταν μια ανάπτυξη βασισμένοι στις εξαγωγές, τώρα που σιγά-σιγά φαίνεται να την επιτυγχάνουμε, ίσως να διαπιστώσουμε ότι μια τέτοιου είδους ανάπτυξη δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστική.
Πέρα όμως από την τρέχουσα συγκυρία, η σύγκρουση του οικονομικού και πολιτικού κύκλου επηρεάζει και τον τρόπο με το οποίο αντιμετωπίζουμε και τις πιο μακροχρόνιες δομικές εξελίξεις. Ενώ λοιπόν ο δημόσιος διάλογος εστιάζεται στον τρόπο, τον χρόνο και τη μέθοδο περικοπής των συντάξεων, ο προβληματισμός για τις μακροχρόνιες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παραμένει σχεδόν ανύπαρκτος.
Κατά την προσωπική μου άποψη – την οποία έχω εκφράσει επανειλημμένα – το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει δεσμευθεί να χρησιμοποιεί τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία θα επιτυγχάνει από εδώ και στο εξής για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού της χρέους αποτελεί βασικό ανασταλτικό παράγοντα στην προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης. Ο λόγος για τον οποίο υποστηρίζω αυτή τη θέση είναι ότι σε μια οικονομία η οποία δεν είναι σε θέση να καταγράφει πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η αποπληρωμή εξωτερικού χρέους μέσω της φορολόγησης εγχώριων εισοδημάτων οδηγεί αργά αλλά σταθερά σε μεταφορά αποταμιεύσεων και περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό. Η διαδικασία αυτή έχει αρχίσει να γίνεται εμφανής, αρχής γενομένης από τις αποταμιεύσεις.
Κατά την περίοδο της κρίσης το 2015 τα ελληνικά νοικοκυριά είχαν φτάσει να διακρατούν περίπου €50 δισ. σε μετρητά – €20 δισ. περισσότερα από αυτά που αναλογούν στο μέγεθος της ελληνικής οικονομίας. Τον Αύγουστο του 2018, καθώς η ελληνική οικονομία έβγαινε από τα μνημόνια, το ποσό των €20 δισ. όχι μόνο έχει μηδενιστεί αλλά έχουμε «δανείσει» το ευρωσύστημα και €1,14 δισ. επιπλέον ρευστότητας.
Είναι δυνατόν η υφιστάμενη κατάσταση να αλλάξει άμεσα. Κατά τη γνώμη μου αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επανακατεύθυνση μέρους του πρωτογενούς πλεονάσματος στη χρηματοδότηση έργων υποδομών μέσω της επαύξησης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Εάν έστω και 1% (από το 3,5%) του πρωτογενούς πλεονάσματος κατευθυνθεί σε δημόσιες επενδύσεις, τότε οι μεσοπρόθεσμες επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας μπορούν να ανεβάσουν ταχύτητα από τα επίπεδα του 2% όπου κινούνται σήμερα στα επίπεδα του 3%-3,5% δημιουργώντας σημαντικά οφέλη για τους Ελληνες και βελτιώνοντας τη βιωσιμότητα του χρέους για τους δανειστές.
Ο κ. Ηλίας Λεκκός είναι επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής της Τράπεζας Πειραιώς.