Σε αύξηση από 40 έως 50 ευρώ φαίνεται να «κλειδώνει» ο κατώτατος μισθός, ο οποίος θα διαμορφωθεί μεταξύ των 820 και 830 ευρώ. Η κυβέρνηση φαίνεται να επιλέγει το σενάριο των υψηλότερων αυξήσεων, ξεπερνώντας τις προτάσεις των εργοδοτών, οι οποίες απέχουν παρασάγγας από την πρόταση της ΓΣΕΕ.
Η αντίστροφη μέτρηση για τη θέσπιση του νέου κατώτατου μισθού έχει ήδη ξεκινήσει, με την υπουργό Εργασίας κυρία Δόμνα Μιχαηλίδου να έχει υποβάλει την πρότασή της στη γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου την προηγούμενη Παρασκευή και να αναμένεται η συνεδρίαση του οργάνου την Τετάρτη 27 Μαρτίου προκειμένου να ληφθεί η τελική απόφαση. Η πιθανότερη εκδοχή φέρει τον νέο κατώτατο μισθό κοντά στα 830 ευρώ, με την κυβέρνηση να επαναλαμβάνει τη δέσμευσή της ότι μέχρι το 2027 οι κατώτατες αμοιβές θα διαμορφωθούν στα 950 ευρώ. Τα τελευταία χρόνια οι κατώτατες αμοιβές αυξήθηκαν κατά 20%, από τα 650 ευρώ το 2019 σε 780 το 2023.
Εφόσον οι κατώτατες αμοιβές «κλειδώσουν» στα 830 ευρώ, οι μισθοί των 600.000 εργαζομένων στον ιδιωτικού τομέα που αμείβονται με αυτές θα κλιμακώνονται ως εξής: χωρίς προϋπηρεσία 830 ευρώ μεικτά, με μία τριετία ο νέος κατώτατος μισθός θα διαμορφωθεί στα 913 ευρώ, με δύο τριετίες θα φθάσει τα 996 ευρώ, ενώ με τρεις τριετίες θα ανέλθει στα 1.079 ευρώ.
Τα επιδόματα
Η αύξηση του κατώτατου θα επηρεάσει 19 επιδόματα, μεταξύ των οποίων το επίδομα ανεργίας που λαμβάνουν περίπου 140.000 άνεργοι. Στην περίπτωση που ο κατώτατος μισθός φθάσει τα 830 ευρώ, το επίδομα ανεργίας θα αυξηθεί στα 509 ευρώ από 479 ευρώ που είναι σήμερα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαβούλευσης για τη θέσπιση του νέου κατώτατου μισθού διαπιστώθηκε ότι τις θέσεις εργοδοτών και εργαζομένων χωρίζει ένα «αβυσσαλέο χάσμα», δώδεκα ποσοστιαίων και πλέον μονάδων. Σύμφωνα με τις προτάσεις που υπέβαλαν οι κοινωνικοί εταίροι οι διαφορές είναι δυσθεώρητες. Οι εργοδοτικοί φορείς προτείνουν αυξήσεις που ξεκινούσαν από 3,5% (ΕΣΕΕ) έως 5% (ΣΕΤΕ), δηλαδή πρότειναν νέο κατώτατο μισθό της τάξεως των 807,3 ευρώ έως 819 ευρώ. Οι εργοδότες επιμένουν ότι η αύξηση θα πρέπει να κινηθεί χαμηλά με γνώμονα το ύψος του πληθωρισμού του 2023, που ήταν γύρω στο 3,5%. Συγκρατημένη ήταν και η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία κυμάνθηκε γύρω από το 4%. Στην αντίπερα όχθη η ΓΣΕΕ πρότεινε αύξηση περίπου 16,4%, δηλαδή 128 ευρώ και διαμόρφωση του νέου κατώτατου μισθού στα 908 ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε στην αναλυτική έκθεσή του το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, και τα οποία συνόδευαν την πρόταση της οργάνωσης για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 908 ευρώ, η χώρα μας κατέχει την όγδοη χειρότερη θέση στη ευρωπαϊκή κατάταξη που συγκρίνει το ύψος του κατώτατου μισθού σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Μάλιστα ο μηνιαίος μισθός στην Ελλάδα φθάνει τις 1.031 μονάδες αγοραστικής δύναμης και υπολείπεται του κατώτατου μισθού χωρών όπως είναι η Ρουμανία, η Κροατία, η Λιθουανία, η Σλοβενία και η Πολωνία.
Κατά τη ΓΣΕΕ η αναγκαιότητα για σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού αιτιολογείται και από τις ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις που καταγράφει η Ελλάδα σε μια σειρά δείκτες οι οποίοι αποτυπώνουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των φτωχότερων εισοδηματικά νοικοκυριών. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2022 η χώρα εμφάνιζε το πέμπτο υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων σε κίνδυνο φτώχειας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Μάλιστα το 44,5% των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα αντιμετώπιζαν συνθήκες σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης.
Οι συλλογικές συμβάσεις
Ταυτοχρόνως η ΓΣΕΕ θέτει το ζήτημα της υστέρησης που παρουσιάζει η χώρα μας σε ό,τι αφορά συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Σύμφωνα με την τελευταία εκτίμηση του Ινστιτούτου Εργασίας, το 2023 το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας φθάνει στο 31%. Κι αυτό τη στιγμή που η σχετική Οδηγία της ΕΕ ορίζει ότι τα κράτη-μέλη, με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, θα πρέπει να αναλάβουν σχέδιο δράσης με σκοπό να αυξηθεί το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων τουλάχιστον στο 80%.
Η ΓΣΕΕ εκτιμά ως απολύτως απαραίτητη την επαναφορά του καθορισμού του στον θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, ενώ ταυτοχρόνως ζητεί την αποκατάσταση των προστατευτικών ρυθμίσεων του ατομικού και του συλλογικού εργατικού δικαίου.