Η έξοδος της Ελλάδας από τα μνημόνια το 2018 ακολουθήθηκε από την πανδημία που χαλάρωσε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Η οικονομία βυθίστηκε σε ύφεση το 2021, παρουσίασε αναγκαστικά πρωτογενές έλλειμα στον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά επανήλθε σε πλήρη άνοδο το 2022. Στο μεταξύ ξέσπασε η κρίση στην Ουκρανία και εντάθηκαν γεωπολιτικές αντιθέσεις μεταξύ Δύσης – Ρωσίας και Δύσης – Κίνας. Το διπλό σοκ προσφοράς / ζήτησης λόγω COVID-19 συμπληρώθηκε με ενεργειακό σοκ και με άνοδο των τιμών. Ο πληθωρισμός οδήγησε Fed και ΕΚΤ σε άνοδο των επιτοκίων. Μετά από δέκα χρόνια φθηνού δανεισμού οι εμπορικές τράπεζες ήδη μετακυλούν αυτή την άνοδο στον παραγωγικό τομέα της οικονομίας με πιθανές συνέπειες είτε τη συνέχιση του πληθωρισμού ή την περιστολή των επενδύσεων και της παραγωγής.
Η οικονομική πολιτική στην Ελλάδα επικεντρώνεται στη βραχυπρόθεσμη διαχείριση και μάλιστα λόγω προεκλογικής περιόδου ορισμένα μακροχρόνια δεδομένα τείνουν να λησμονηθούν. Αυτά σχετίζονται κυρίως με την επανάκαμψη της υποχρέωσης τήρησης πρωτογενών πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό και στη συνακόλουθη εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας. Μπορεί τα επιτόκια του χρέους που τηρεί ο ESM να είναι χαμηλά, αλλά οι δόσεις θα βαίνουν αυξανόμενες μετά το 2033 και η δημοσιονομική πολιτική ως εργαλείο άσκησης πολιτικής θα είναι καθηλωμένη σε παθητικό ρόλο ως προς την εκάστοτε συγκυρία.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.