Ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης τούτες τις μέρες επεξεργάζεται τα στοιχεία εξέλιξης του τρέχοντος προϋπολογισμού, προκειμένου να διαπιστώσει το εύρος των δημοσιονομικών δυνατοτήτων και να δώσει τα ανάλογα σήματα στον Πρωθυπουργό που επίσης προετοιμάζεται για τα εγκαίνια της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης, όπου είθισται να προαναγγέλλονται τα μέτρα και οι πολιτικές της κυβέρνησης του προσεχούς έτους. Τα προσωρινά στοιχεία του επταμήνου Ιανουαρίου – Ιουλίου καταδεικνύουν ότι η δημοσιονομική διαχείριση υπεραποδίδει, διαμορφώνοντας προϋποθέσεις ακόμη και ισοσκελισμού μεταξύ δαπανών και εσόδων.
Στα 5,68 δισ. το πλεόνασμα στο επτάμηνο
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, στο επτάμηνο το πρωτογενές πλεόνασμα εκτοξεύθηκε σε 5,683 δισ. ευρώ, σε μεγάλη απόσταση από τα 1,655 δισ. ευρώ του στόχου. Το πρωτογενές αποτέλεσμα επηρεάστηκε από τον ετεροχρονισμό μεταβιβαστικών πληρωμών και εξοπλιστικών δαπανών ύψους περίπου 2,3 δισ. ευρώ αλλά και από τη σημαντική αύξηση των εσόδων από φόρους κατά 6,7% έναντι του στόχου.
Ειδικά τον Ιούλιο τα φορολογικά έσοδα εμφανίζονται αυξημένα κατά 15,7%, επηρεαζόμενα τόσο από τις αυξημένες εισπράξεις του ΦΠΑ αλλά κυρίως από την επίδοση του φόρου εισοδήματος λόγω της αύξησης των δηλωθέντων εισοδημάτων από μισθωτούς και ιδιαιτέρως από τους ελεύθερους επαγγελματίες εξαιτίας της επιβολής των νέων αντικειμενικών κριτηρίων. Οι παραπάνω εξελίξεις σε συνδυασμό με τη συγκράτηση των δημοσίων δαπανών επιτρέπουν στον υπουργό Οικονομικών να ευελπιστεί ότι στο τέλος του χρόνου θα έχει να επιδείξει ιδιαιτέρως θετικά αποτελέσματα.
Παρά ταύτα, διστάζει να επιχειρήσει μια γενναία στροφή στην οικονομική πολιτική, ικανή να μεταβάλει το διατηρούμενο εδώ και σχεδόν μία δεκαετία επικρατούν μείγμα της. Ολα τα στοιχεία και οι πληροφορίες βεβαιώνουν ότι το καλάθι της Θεσσαλονίκης θα είναι μικρό, τα επιπρόσθετα μέτρα και οι όποιες παροχές δεν θα ξεπερνούν τα 800 εκατ. ευρώ. Κατά τα φαινόμενα θα περιοριστεί στην ήδη εξαγγελθείσα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,5%, στην κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, στην αύξηση των επιδομάτων γέννησης, στην ενίσχυση των συνταξιούχων, κάποιο μικρό επίδομα στα ευάλωτα νοικοκυριά και περισσότερα κίνητρα για απόκτηση στέγης με διεύρυνση των ηλικιακών ορίων για συμμετοχή στο πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» νέων ζευγαριών ηλικίας μέχρι 50 ετών.
Οπως όλα δείχνουν, η κυβέρνηση θα επιμείνει στο δόγμα των φόρων ή καλύτερα στην ασφάλεια των υψηλών φορολογικών συντελεστών, τόσο στην έμμεση όσο και στην άμεση φορολογία, παρότι οι δημοσιονομικές εξελίξεις αφήνουν κάποια περιθώρια. Δεν πρόκειται δηλαδή να διακινδυνεύσει οποιαδήποτε ρωγμή στα φορολογικά έσοδα, στο όνομα της δημοσιονομικής σταθερότητας πάντα.
«Λογική» μνημονιακών χρόνων
Ωστόσο, έπειτα από πέντε χρόνια νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης, που είχε στην προμετωπίδα της γραμμένη τη μείωση των φόρων, θα περίμενε κανείς κάποιες απόπειρες εκλογίκευσης ή έστω εξορθολογισμού της απόλυτα περιοριστικής λογικής που επικράτησε στα μνημονιακά χρόνια. Για παράδειγμα, ο υψηλός συντελεστής του ΦΠΑ παραμένει επί οκτώ ολόκληρα χρόνια αμετακίνητος, από τον Ιούνιο του 2016, στο 24%, παρότι εμφανώς επηρεάζει και τις τιμές διατηρώντας ενεργό το πληθωριστικό κύμα των τελευταίων ετών.
Η «τυραννία» του 24% – από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ σε ολόκληρη την Ευρώπη – είναι δεδομένη στην οικονομία, επιδρά στις περισσότερες των οικονομικών δραστηριοτήτων και συνιστά χωρίς αμφιβολία αντιαναπτυξιακό μέτρο. Οσοι ασκούν οικονομική δραστηριότητα γνωρίζουν από πρώτο χέρι τι σημαίνει να φροντίζεις να έχεις την απαιτούμενη ρευστότητα, ώστε να αποδώσεις τον βαρύτατο ΦΠΑ στην ώρα του και να αποφύγεις τα προβλεπόμενα πρόστιμα και τις προσαυξήσεις.
Ο κ. Χατζηδάκης προφανώς δεν θέλει να διακινδυνεύσει ούτε 1 δισ. ευρώ από τα περίπου 22-23 δισ. ευρώ που εισπράττει ετησίως από τον ΦΠΑ, που αποτελεί τη βασικότερη πηγή εσόδων για το κράτος. Σχεδόν το ένα τρίτο των εσόδων του κράτους προέρχονται από τον συγκεκριμένο φόρο, που βαραίνει κατά βάση τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις. Είναι τέτοιος ο συντηρητισμός του που δεν συζητεί ούτε καν μετακινήσεις αγαθών και υπηρεσιών από τον ανώτατο συντελεστή στον ενδιάμεσο 13%. Και αυτό όταν γνωρίζει ότι η «τυραννία» του 24% συνιστά ισχυρό κίνητρο για φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή.
Ο φόρος εισοδήματος
Αντίστοιχη στάση τηρεί απέναντι και στη δομή του φόρου εισοδήματος, ο οποίος αποφέρει σχεδόν το δεύτερο ένα τρίτο των εσόδων, περίπου άλλα 20 δισ. ευρώ στο κράτος. Η φορολογική κλίμακα παραμένει αμετάβλητη επί πολλά έτη, παρότι είναι διαγεγνωσμένο ότι βαραίνει κυρίως τους μισθωτούς και όσους δεν δύνανται να αποκρύψουν τα εισοδήματά τους. Μέχρι 10.000 ευρώ ο φόρος ανέρχεται σε 9%, από 10.001 μέχρι 20.000 ευρώ σε 22%, από 20.001 μέχρι 30.000 στο 28%, από 30.001 έως τα 40.000 ευρώ εκτοξεύεται σε 36% και για κάθε ευρώ πάνω από τα 40.000 ευρώ το υπουργείο Οικονομικών παρακρατεί το 44%!
Δηλαδή ένας σχετικά καλοπληρωμένος υπάλληλος του ιδιωτικού τομέα για εισοδήματα τυχόν 10.000 ευρώ υψηλότερα του ορίου των 40.000 ευρώ πληρώνει επιπρόσθετο φόρο 4.400 ευρώ τον χρόνο, καθιστώντας σχεδόν συνέταιρο το κράτος στην εργασία του. Αλλά και τα ενδιάμεσα κλιμάκια μεταξύ 20.000 και 40.000 ευρώ που βαρύνονται με συντελεστές 28% και 36% πλήττονται δυσανάλογα. Και δεν μιλάμε βεβαίως για πλούσιους, παρά για πρόσωπα που στο παρόν περιβάλλον ακρίβειας ίσα-ίσα που τα φέρνουν βόλτα.
Το φορολογικό βάρος πολλαπλασιάζεται, και προφανώς εξοργίζει, όταν άπαντες γνωρίζουν ότι άλλες κατηγορίες αυτοαπασχολουμένων, επιχειρηματιών και ελευθέρων επαγγελματιών πληρώνουν υποπολλαπλάσιους φόρους για ευθέως υψηλότερα εισοδήματα, τα οποία συνήθως αποκρύπτουν και συμβιβάζονται με την Εφορία αποδεχόμενοι ένα μικρό «αντικειμενικό» κριτήριο, για το οριακό αποτέλεσμα του οποίου πανηγυρίζει εφέτος η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών.
Αδικία και αντικίνητρο
Το εύκολο για μια κυβέρνηση είναι να αφήσει τα πράγματα ως έχουν, τα συνήθη υποζύγια να συνεχίσουν να φέρουν το μεγαλύτερο βάρος των φόρων και οι υπόλοιποι να απολαμβάνουν τη θεσπισμένη φορολογική ασυλία, χωρίς καν να κινδυνεύουν να δουν τους ελεγκτές στην αυλή τους, καθότι πιθανόν να είναι και ψηφοφόροι του κυβερνώντος κόμματος. Οπως και να έχει όμως αυτή η διαρκής, επί δεκαετίες, φορολογική αφαίμαξη των μισθωτών συνιστά κατάφωρη αδικία και αποτελεί έως και αντικίνητρο για εργασία ή έστω κίνητρο για αλλαγή φορολογικής ταυτότητας και φορολογικής έδρας.
Δεν είναι λίγοι πια οι μισθωτοί που μετατρέπουν εαυτούς σε προσωπικές εταιρείες ή μεταφέρουν τη φορολογική τους έδρα στην Κύπρο και αλλού προκειμένου να αποφύγουν τους υψηλούς συντελεστές του φόρου εισοδήματος. Η κυβέρνηση οφείλει, αν μη τι άλλο, να προσπαθήσει περισσότερο ώστε να απαλύνει το φορολογικό βάρος των μισθωτών και των φτωχότερων καταναλωτών. Η «τυραννία» του 24% και του 44% μπορεί να αποφέρει βέβαια έσοδα στο κράτος αλλά δεν αντέχεται επ’ άπειρον…