Μετά από αρκετά χρόνια βιώσαμε τις προηγούμενες εβδομάδες μία τραπεζική κρίση, που συνοδεύθηκε από σοβαρή αναταραχή στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Στο επίκεντρο των γεγονότων ήταν η κατάρρευση της αμερικανικής τράπεζας Silicon Valley Bank (SVB) και η διάσωση της Credit Suisse (CS). Οι προαναφερθείσες τράπεζες αντιμετώπιζαν ιδιάζουσες αδυναμίες. Στην περίπτωση της SVB, αναδείχθηκαν σημαντικές ελλείψεις στη διαχείριση κινδύνων και στην επενδυτική πολιτική της, τις οποίες επέτεινε το περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων σε συνδυασμό με κενά του πλαισίου εποπτείας για τις τράπεζες μικρού και μεσαίου μεγέθους στις ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα, κλονίστηκε η εμπιστοσύνη αποταμιευτών και επενδυτών. Από την άλλη, η CS αντιμετώπιζε τα τελευταία έτη σειρά προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένης της εμφάνισης ζημιών, που σχετίζονταν κυρίως με επενδυτικές αποφάσεις και κυρώσεις από τις αρχές. Για αυτό, όταν ο βασικός της μέτοχος αρνήθηκε να παράσχει περαιτέρω στήριξη, απώλεσε άμεσα την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Από την πλευρά των εποπτικών αρχών στις ΗΠΑ και στην Ελβετία υπήρξε άμεση και αποφασιστική αντίδραση για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί η αυξημένη μεταβλητότητα βραχυπρόθεσμα, εκτιμάται ότι οι συνθήκες στις αγορές θα ομαλοποιηθούν. Σημειώνεται ότι την τελευταία δεκαετία, ο ευρωπαϊκός και ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχουν κάνει τεράστια βήματα προόδου για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας και της ρευστότητας. Σε αυτό έχει συμβάλει το αυστηρότερο θεσμικό πλαίσιο που υιοθετήθηκε μετά την κρίση του 2008-09 και η συνεκτική εποπτεία των συστημικών τραπεζών σε επίπεδο ευρωζώνης. Ειδικότερα για τις ελληνικές τράπεζες, η ανθεκτικότητά τους έχει ενισχυθεί περαιτέρω τα τελευταία χρόνια, καθώς έχει επιτευχθεί εξυγίανση των ισολογισμών τους, μέσω της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε μονοψήφια ποσοστά και επιπλέον έχει επανέλθει η κερδοφορία τους.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ επιβεβαίωσε στην πρόσφατη συνεδρίασή του την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα στην ευρωζώνη, επισημαίνοντας την επάρκεια της εργαλειοθήκης της ΕΚΤ για την παροχή επιπλέον ρευστότητας, εφόσον κριθεί αναγκαίο.
Επομένως, είναι σαφές ότι οι ευρωπαϊκές και οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς θωρακισμένες για να απορροφήσουν κλυδωνισμούς παρόμοιους με αυτούς που βιώσαμε το προηγούμενο διάστημα και ότι οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές παραμένουν σε εγρήγορση.
Η κυρία Χριστίνα Παπακωνσταντίνου είναι υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος.