Στο Παρανέστι Δράμας το τρένο έχει να αποβιβάσει επισκέπτες από τον Ιούλιο του 2019. Εμπορικά τρένα περνούν σποραδικά, κινούμενα με καθηλωτικά αργή ταχύτητα στην παλιά οθωμανική γραμμή που διασχίζει τα απαράμιλλης ομορφιάς Τέμπη του Νέστου, μόνο για να τραβήξουν φορτία αξίας εκατομμυρίων ευρώ μακριά από τον οικισμό των 824 κατοίκων.
Για τον Κυριάκο Αθανασιάδη, που το 2005 αποφάσισε να ανοίξει ένα μικρό καφέ ακριβώς απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό, η συγκοινωνιακή απομόνωση αποτελεί έναν από τους λόγους της πληθυσμιακής συρρίκνωσης. «Εζησα ολόκληρη τη μετάβαση» λέει ο ίδιος στο «Βήμα». «Οταν λειτουργούσε ο σιδηροδρομικός σταθμός ερχόταν ο οποιοσδήποτε με το τρένο και όλα λειτουργούσαν σαν αλυσίδα. Δούλευαν, για παράδειγμα, τα ταξί που έπαιρναν από εδώ τους επισκέπτες από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Τώρα κάποιος που θέλει να έρθει πρέπει να αλλάξει δύο-τρεις συγκοινωνίες και το κόστος είναι μεγαλύτερο».
Οσο λιγοστεύουν οι επισκέπτες, αυξάνονται οι κηδείες. Και αντιστρόφως. Μαζί με τα σπίτια που κλείνουν όταν οι ηλικιωμένοι κάτοικοι φεύγουν από τη ζωή, εκλείπει και το κίνητρο των συγγενών να επισκεφθούν το χωριό.
Την ίδια πορεία με το Παρανέστι ακολουθούν πολλοί οικισμοί σε ολόκληρη την επικράτεια. Η περιφέρεια μοιάζει να σβήνει – και δεν πρόκειται μόνο για την πληθυσμιακή συρρίκνωση. Οι νέοι λιγοστεύουν, οι φοιτητές που σπουδάζουν σε περιφερειακά πανεπιστήμια αναζητούν κατόπιν δουλειά στα μεγάλα αστικά κέντρα. Παραδοσιακές δραστηριότητες χάνονται ή κινδυνεύουν και ένα νέο κύμα αστικοποίησης μοιάζει να αναδύεται σε μια εποχή που το Διαδίκτυο και η βελτίωση των οδικών μεταφορών θα πίστευε κανείς πως θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση της περιφέρειας. Κάτι πάει λάθος. Αλλά τι;
Υπερσυγκέντρωση εξουσίας
Για τον Σεραφείμ Πολύζο, καθηγητή στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, βασικό παράγοντα της ανισόμετρης ανάπτυξης μεταξύ κέντρου και περιφέρειας αποτελεί η υπερσυγκέντρωση εξουσίας στην Αθήνα. «Ανεξαρτήτως αν αφορούν τον Εβρο, την Καστοριά ή την Κρήτη, όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται εκεί». Είναι ενδεικτικό, όπως λέει, ότι, αν και με βάση τον αναπτυξιακό νόμο δίνονται μεγάλες επιχορηγήσεις για επενδύσεις σε ακριτικές περιοχές, οι επιχειρηματίες επιλέγουν να τοποθετούνται κοντά στην Αττική, καθώς «η εγγύτητα με τα υπουργεία λύνει πολλά προβλήματα, γιατί οι περιφέρειες είναι αποδυναμωμένες. Και η σχέση εξουσίας και ανάπτυξης είναι πάρα πολύ ισχυρή» εξηγεί.
Υπάρχει, δε, μια σειρά δραστηριοτήτων που, κατά τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, δεν υπάρχει λόγος να συγκεντρώνονται στην πρωτεύουσα. «Ο στρατός τι δουλειά έχει στην Αττική» διερωτάται. Το ίδιο, προσθέτει, ισχύει και για οργανισμούς του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης των οποίων η συγκέντρωση στην Αθήνα έλκει «στρατιές» γεωτεχνικών, όπως γεωπόνους, δασολόγους και κτηνιάτρους. «Αν αυτές οι δομές δεν αποκεντρωθούν δεν υπάρχει πιθανότητα ο πρωτογενής τομέας να έχει την ανάπτυξη που θα έπρεπε».
Το ίδιο ισχύει και για τις δικαστικές υπηρεσίες. «Αν θέλει κάποιος να τελεσιδικίσει μια υπόθεση θα πάει στην Αθήνα. Το Συμβούλιο της Επικρατείας βρίσκεται επίσης στην πρωτεύουσα, παρ’ όλα αυτά ένα παράρτημά του θα μπορούσε να έχει χωροθετηθεί στη Θεσσαλονίκη».
Η αστικοποίηση
Το ισχυρό ρεύμα αστικοποίησης που κυριάρχησε στην Ελλάδα καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα άρχισε να διαμορφώνεται ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου, για να ενταθεί στον Εμφύλιο και στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Οπως εξηγεί ο Στέλιος Γκιάλης, αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικής και Εργασιακής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, την περίοδο του Εμφυλίου οι δύσκολες συνθήκες στα χωριά και η πολιτική εκκένωσης των ορεινών οικισμών οδήγησε χιλιάδες στις πόλεις. Το ρεύμα αυτό κορυφώθηκε τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, κατά τις οποίες η αλματώδης ανάπτυξη ήταν εστιασμένη στην Αττική. «Αυτή η κατάσταση δημιούργησε έναν μεγάλο πόλο γύρω από την Αθήνα και δευτερευόντως γύρω από τη Θεσσαλονίκη».
Τις δύο επόμενες δεκαετίες υπήρξαν κάποιες προσπάθειες αποκέντρωσης, με δημιουργία βιομηχανικών περιοχών σε πόλεις όπως η Ξάνθη, η Κομοτηνή και τα Γιάννενα. Θεσπίστηκαν αντικίνητρα για δημιουργία νέων εργοστασίων στην Αττική, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του βιομηχανικού πυρήνα στα Οινόφυτα. Η εγγύτητα με την Αθήνα, όμως, δεν αποσυμφόρησε το Λεκανοπέδιο.
Η νέα χιλιετία συνέπεσε με τη μετάβαση στη «νεοφιλελεύθερη εποχή», όπως λέει ο Στέλιος Γκιάλης, με τις περιφερειακές πολιτικές που περιλαμβάνουν δημόσια χρηματοδότηση να αλλάζουν χαρακτήρα ή να εγκαταλείπονται. Ακολούθησε η δεκαετία της οικονομικής κρίσης, στην επαύριο της οποίας η συζήτηση για την αστικοποίηση υποχωρεί καθώς κυριαρχούν άλλα προβλήματα, όπως η δημογραφική συρρίκνωση.
Μεταφορές και Διαδίκτυο
Πίσω στο Παρανέστι ο Κυριάκος Αθανασιάδης αναγκάζεται να διασχίζει σχεδόν καθημερινά 40 χιλιόμετρα ως τη Δράμα, αφού τα τέσσερα παιδιά του χρειάζονται φροντιστήρια και άλλες δραστηριότητες που δεν παρέχονται στο χωριό. «Αλλοι δεν μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία είτε για οικονομικούς λόγους είτε λόγω ταλαιπωρίας ή επειδή δεν ταιριάζουν τα ωράριά τους» περιγράφει. Φέτος, μάλιστα, κάτοικοι των οποίων τα παιδιά προετοιμάζονταν για τις Πανελλαδικές αναγκάστηκαν να μετακομίσουν.
Πολλά χωριά ανά την επικράτεια βρίσκονται σε ακόμα πιο δυσμενή θέση. «Ενα παιδί σε χωριό της Πίνδου θα αναγκαστεί πιθανώς να πάει σε ένα διπλανό σχολείο, πιθανώς να πάει γυμνάσιο και λύκειο σε έναν μεγαλύτερο οικισμό και να σπουδάσει σε μια άλλη πόλη, όπου και θα αναζητήσει εργασία. Από τα 6 ως τα 30 του θα είναι σε συνεχή μετακίνηση» εξηγεί από την πλευρά του ο Σεραφείμ Πολύζος. Υποδομές που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια, όπως το δίκτυο αυτοκινητοδρόμων, καθιστούν κατά τι ευκολότερες τις μετακινήσεις. Οπως, όμως, τονίζει ο Στέλιος Γκιάλης, ζητούμενο είναι να λειτουργήσουν συνδυαστικά με άλλα μέτρα και με ισχυρές πολιτικές στο επίπεδο της αγοράς εργασίας. «Μην ξεχνάμε ότι αυτές οι υποδομές έχουν υψηλά κόστη λειτουργίας και συντήρησης που καταβάλλονται από τους ίδιους τους χρήστες, δηλαδή τους κατοίκους της επαρχίας». Μία άλλη εξέλιξη μοιάζει επίσης πολλά υποσχόμενη για την ελληνική περιφέρεια: Η εξάπλωση της τηλεργασίας, που μπορεί «εν δυνάμει να βοηθήσει στην αναζωογόνηση της επαρχίας», αφού «έχει δημιουργήσει απασχόληση και έχει συγκρατήσει εργαζομένους στην περιφέρεια». Εν τούτοις, «τα μέχρι τώρα στοιχεία δεν δείχνουν κάποια θεαματική εξέλιξη που να αντιστρέφει τη γενική εικόνα».
Κλειδί οι ποιοτικές θέσεις εργασίας
Οταν αναφερόμαστε σε πολιτικές ανάπτυξης της περιφέρειας, η συζήτηση ξεκινά και καταλήγει στην ίδια βασική προϋπόθεση: Την ανάγκη δημιουργίας ποιοτικών θέσεων εργασίας. «Πρέπει να δοθούν περισσότεροι πόροι στην περιφέρεια ούτως ώστε ο πληθυσμός να έχει ισχυρό κίνητρο να παραμείνει στον τόπο του» ξεκαθαρίζει ο αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικής και Εργασιακής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου Στέλιος Γκιάλης και συμπληρώνει: «Πρέπει και η ζωή να γίνει πιο ελκυστική. Ο κόσμος θα προτιμήσει μια μικρότερη πόλη αν γνωρίζει ότι δεν στερείται βασικών διεξόδων, ότι εύκολα μέσω ενός αεροδρομίου μπορεί να ταξιδέψει όποτε θέλει, παρά αν είναι κακοπληρωμένος, απομονωμένος και δεν διαθέτει στοιχειώδεις υποδομές αναψυχής». Ο πρόεδρος της ΚΕΔΕ Λάζαρος Κυρίζογλου επισημαίνει ότι τα τελευταία χρόνια έγιναν κινήσεις για την ενίσχυση των κονδυλίων που διοχετεύονται στην περιφέρεια. Ενδεικτικά αναφέρει την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων που οδηγεί σε αύξηση της χρηματοδότησης σε 178 ορεινούς, νησιωτικούς και περιφερειακούς δήμους. «Πρέπει από το Νευροκόπι μέχρι τη Γαύδο και από το Νεστόριο μέχρι το Καστελλόριζο να έχουμε ισόχρονο βηματισμό στον τομέα της ανάπτυξης και της προόδου» τονίζει.
Σύνθεση παρεμβάσεων και χρημάτων
«Ο κεντρικός ισχυρισμός είναι ότι δεν πέφτουν λίγα χρήματα στην περιφέρεια, αλλά υπάρχει ένα ζήτημα: Οτι ακόμα και αν πέφτουν αρκετά, πρέπει να δούμε πού καταλήγουν και πώς αξιοποιούνται» λέει ο Στέλιος Γκιάλης και σπεύδει να εξηγήσει: «Γιατί αν χρηματοδοτήσεις τη δημιουργία μιας θνησιγενούς βιομηχανίας που, όμως, δεν θα καταφέρει να είναι βιώσιμη, δεδομένων και των διεθνών συνθηκών, στα χαρτιά θα φανεί ότι έγινε μια μεγάλη επένδυση αλλά οι θέσεις απασχόλησης σύντομα θα χαθούν». Ο ίδιος τάσσεται υπέρ της εκπόνησης ισχυρών δημόσιων πολιτικών, οι οποίες θα μπορούσαν να συνθέσουν τις παρεμβάσεις και τα χρήματα που ξοδεύονται σε διάφορα πρότζεκτ ενίσχυσης της περιφέρειας. «Πρέπει να τολμήσουμε να ξαναφανταστούμε την ανάπτυξη των βιομηχανικών περιοχών που έχουν εγκαταλειφθεί, ειδικά σε μια εποχή διαταραχών στις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής» συνεχίζει ο αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικής και Εργασιακής Γεωγραφίας. «Και οι χρηματοδοτήσεις να μην κατευθύνονται στους συνήθεις παίκτες, αλλά σε δραστηριότητες που δημιουργούν ένα παραγωγικό πλέγμα. Να σκεφτούμε με βάση τις τοπικές παραγωγικές εξειδικεύσεις, όπως, για παράδειγμα, η γουνοποιία στην Καστοριά. Χρειάζονται πολιτικές που να προωθούν τις συνεργατικές υποδομές και την ενίσχυση των προϊόντων στις διεθνείς αγορές». Προς το παρόν, η ελληνική περιφέρεια συνεχίζει να ακολουθεί φθίνουσα τροχιά. Στο Παρανέστι ο Κυριάκος Αθανασιάδης θυμάται την εικόνα του οικισμού όταν ο ίδιος άνοιξε το καφέ, το μακρινό 2005. «Τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Εβλεπα κίνηση, κόσμο. Και πράγματι είχε απόδοση η επένδυση. Ηταν όλα όπως τα είχα υπολογίσει. Στάση, τρένα, λεωφορεία, ό,τι υπήρχε ήταν εδώ. Κόπηκε το ένα, κόπηκε το άλλο, δεν έμεινε τίποτα…».
Η Ελλάδα των πατρικίων και των πληβείων
Δύο διαφορετικές «χώρες» κρύβει στο εσωτερικό της η ελληνική επικράτεια. Η μία αποτελείται από τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, την Αθήνα-Αττική και τη Θεσσαλονίκη, όπου συγκεντρώνεται περίπου ο μισός πληθυσμός της χώρας και παράγεται πάνω από το ήμισυ του ΑΕΠ, ενώ η άλλη περιλαμβάνει το σύνολο της ελληνικής περιφέρειας. Η ψαλίδα μεταξύ των δύο είναι χαώδης.
Οπως προκύπτει από τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δημοσιοποιήθηκαν την Τετάρτη, το 2021 η Αττική συμμετείχε σε ποσοστό 47,9% στην εγχώρια Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία, με την Κεντρική Μακεδονία να ακολουθεί με 13,7%. Στις τελευταίες θέσεις βρίσκονται τα Ιόνια Νησιά με 1,6% και τα νησιά του Βορείου Αιγαίου με 1,3%. Οσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, η Αττική βρίσκεται και πάλι στην κορυφή με 23.335 ευρώ, με το Νότιο Αιγαίο να ακολουθεί με 16.639 ευρώ. Στις τελευταίες θέσεις βρίσκονται η Ηπειρος με 11.981 ευρώ και το Βόρειο Αιγαίο με 10.658 ευρώ.
Η Αττική αποτελεί και τον μεγαλύτερο «εργοδότη», καθώς συγκεντρώνει 1.823.968 εργαζομένους, περισσότερους από το άθροισμα του συνόλου της Βόρειας Ελλάδας (1.221.538) και των νησιών του Αιγαίου μαζί με την Κρήτη (519.596). Πώς ερμηνεύεται αυτή η απόσταση μεταξύ της πρωτεύουσας και της υπόλοιπης χώρας;
Κατά τον Στέλιο Γκιάλη, αναπληρωτή καθηγητή Οικονομικής και Εργασιακής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, η οικονομία της ελεύθερης αγοράς οδηγεί εγγενώς στην ανισόμετρη ανάπτυξη κέντρου και περιφέρειας, ωστόσο στην Ελλάδα το φαινόμενο αυτό είναι πιο έντονο λόγω της απουσίας «σαφούς πλαισίου προώθησης της περιφερειακής ανάπτυξης με ισχυρά προγράμματα». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι αγροτικές δραστηριότητες και ο μεγαλύτερος άτυπος τομέας, που κυριαρχούν στην περιφέρεια της χώρας, να οδηγούν σε μικρότερα εισοδήματα «σε σχέση με τη μεγάλη μισθωτή αγορά εργασίας και τους ελεύθερους επαγγελματίες που συγκεντρώνονται στα μεγάλα αστικά κέντρα».
Οι ακριτικές Σέρρες
Τη διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνει ο Αθανάσιος Μαλλιαράς, πρόεδρος του Επιμελητηρίου Σερρών, ενός νομού που βρίσκεται σταθερά στις τελευταίες θέσεις της χώρας όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. «Το γεγονός ότι ο πάλαι ποτέ κραταιός πρωτογενής τομέας έχει υποστεί απανωτά πλήγματα είναι ένα τεράστιο πρόβλημα για την οικονομία των Σερρών» λέει στο «Βήμα». «Επειτα, οι Σέρρες αντιμετωπίζουν διαχρονικά τις συνέπειες της γειτνίασης με τη Βουλγαρία. Το διασυνοριακό παρεμπόριο, δυστυχώς, αποτελεί μια πραγματικότητα που πλήττει τους σερραίους επαγγελματίες και γι’ αυτό γίνονται διαρκώς προσπάθειες από εμάς ώστε να ληφθούν μέτρα πάταξής του. Και μέσα σε όλα αυτά, έρχεται να προστεθεί και η ευνοϊκότερη φορολογία στη γειτονική χώρα, που οδήγησε πολλές επιχειρήσεις – ειδικά στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης – να μεταναστεύσουν σε αυτή» προσθέτει, ζητώντας τη δημιουργία Ειδικής Οικονομικής Ζώνης στον νομό Σερρών.
Η πλημμυρόπληκτη Καρδίτσα
Ακόμα πιο δραματική είναι η κατάσταση στην Καρδίτσα, έναν νομό που επίσης κατατάσσεται σταθερά στους πιο φτωχούς της χώρας, αφού εσχάτως στις πάγιες οικονομικές δυσκολίες προστέθηκε και η καταστροφή που προκάλεσε η κακοκαιρία «Daniel». «Δεν είμαστε απλώς οι πιο φτωχοί, είμαστε και φτωχοί και πλημμυρισμένοι και άνεργοι» περιγράφει ο Κώστας Τζέλλας, πρόεδρος της Ενωτικής Συνομοσπονδίας Αγροτικών Συνεταιρισμών Καρδίτσας (ΕΟΑΣΚ). «Μετά τις πλημμύρες του Σεπτεμβρίου δεν έχουμε ούτε χωράφια ούτε παραγωγή ούτε ζώα ούτε μηχανήματα ούτε σπίτια. Δεν ξέρω αν πάει πιο κάτω. Γι’ αυτό εξάλλου βγήκαμε και στους δρόμους» συμπληρώνει, υπογραμμίζοντας ότι οι συνέπειες της κατάρρευσης της αγροτικής παραγωγής έχουν αρχίσει να φαίνονται ήδη στα καταστήματα του Παλαμά και της Καρδίτσας.
Το ακμάζον Νότιο Αιγαίο
Στον αντίποδα, ενθαρρυντική είναι η εικόνα που έρχεται από μια νησιωτική περιφέρεια. Ο λόγος για το Νότιο Αιγαίο, τη «μόνη περιφέρεια μετά την Αττική που φαίνεται σταθερά να ξεχωρίζει», όπως επισημαίνει ο Στέλιος Γκιάλης. Κατά τον καθηγητή, ο δυναμισμός της εν λόγω περιφέρειας οφείλεται στον τουριστικό της τομέα, που δεν υπέστη το ίδιο πλήγμα με άλλους κλάδους κατά την περίοδο της μεγάλης ύφεσης. Ο τουρισμός στήριξε τις κατασκευές και την απασχόληση, παρά το γεγονός ότι «πολλές από τις θέσεις εργασίας που προσφέρει δεν είναι καλά αμειβόμενες».
Ο τουρισμός πυροδοτεί την ανάπτυξη και συνοδών δραστηριοτήτων, «γι’ αυτό η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου είναι από τις πιο πλούσιες και από τις ελάχιστες που έχουν θετικούς δείκτες σε ανάπτυξη και πληθυσμό. Και αυτά παρά το γεγονός ότι είναι μια νησιωτική περιφέρεια με υψηλά κόστη μεταφοράς» συνεχίζει. Στον αντίποδα βρίσκονται περιφέρειες όπως η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη και η Δυτική Μακεδονία, με την απολιγνιτοποίηση να επιβαρύνει την τελευταία λόγω της κατάρρευσης της παραγωγικής αλυσίδας που επί δεκαετίες στήριζε την απασχόληση.
Βεβαίως, η οικονομική ισχύς της Αττικής δεν εκφράζεται με ομοιόμορφο τρόπο στα εισοδήματα των κατοίκων της, λόγω κοινωνικών και γεωγραφικών ανισοτήτων. Είναι ενδεικτικό ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στον Κεντρικό Τομέα Αθηνών ανέρχεται σε 33.445 ευρώ, ενώ στον Δυτικό Τομέα πέφτει σχεδόν στο ένα τρίτο, στα 12.247 ευρώ.
Οπως εξηγεί ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και διευθυντής Ινστιτούτου Περιφερειακής Ανάπτυξης Γιάννης Ψυχάρης, «οι πιο σοβαρές ενδοπεριφερειακές ανισότητες εντοπίζονται κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα», όπου δημιουργούνται «θύλακες πλούσιων εισοδημάτων σε ορισμένες περιοχές και χαμηλών εισοδημάτων σε άλλες, υποβαθμισμένες, γειτονιές». Η κοινωνική πόλωση έχει οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες, με τις τελευταίες να αποτυπώνονται εντονότερα στην Αθήνα στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2015. Σταδιακά, άλλωστε, στην ελληνική πρωτεύουσα ο λεγόμενος «κάθετος εισοδηματικός διαχωρισμός», στο πλαίσιο του οποίου τα χαμηλότερα εισοδήματα κατοικούν στα ημιυπόγεια και στους πρώτους ορόφους και τα υψηλότερα στα ρετιρέ των πολυκατοικιών, τείνει να αντικατασταθεί από έναν πιο «σκληρό» γεωγραφικό διαχωρισμό μεταξύ πλούσιων και φτωχών περιοχών…