Ηταν το 2006, εποχή της επίπλαστης ευημερίας με τα δανεικά και τις κάρτες, την έξαρση της κατανάλωσης και τις αστρονομικές αποδόσεις από σύνθετα χρηματιστηριακά προϊόντα. Ο γράφων είχε ρωτήσει έναν εργολάβο πώς πάνε οι δουλειές και η απάντησή του ήταν απρόσμενη: «Πήραμε ένα έργο στην Αίγυπτο. Αγωνία να βρεις τις εγγυητικές, αγωνία να στήσεις το εργοτάξιο. Αγωνία να βρεις στελέχη και να εκπαιδεύσεις τους ντόπιους. Μεταφέραμε από την Ελλάδα ένα ειδικό μηχάνημα το οποίο παραλίγο να το χάσουμε όταν η πλατφόρμα στον Νείλο κατά τη διάρκεια της μεταφοράς μπατάρισε. Και όλα αυτά για ένα μικρό περιθώριο κέρδους. Ενας χρηματιστής πατάει ένα κουμπί και βγάζει πολλαπλάσια από ό,τι θα βγάλει η εταιρεία μου από ένα έργο με τόσο κόπο. Ειμαι απογοητευμένος. Κάτι δεν κάνουμε καλά».
Η Ελλάδα μετά από μια δεκαετή ύφεση και τις βαθιές πληγές της πανδημίας ακόμη ανοικτές είναι υποχρεωμένη πλέον να ακολουθήσει τον δρόμο της πραγματικής οικονομίας. Θέλουμε μπροστάρηδες τους ανθρώπους της αγροτικής παραγωγής, της μεταποίησης, των κατασκευών, των πρώτων υλών, της νηματουργίας. Με παράλληλη στήριξη των νέων συμπολιτών μας που με τις πρωτοποριακές ιδέες τους στήνουν καινοτόμες επιχειρήσεις στην πληροφορική, στις τεχνολογίες και στη βιοτεχνολογία. Μαζί με τις υπηρεσίες του τουρισμού που παραμένει ένας από τους βασικούς μοχλούς ανάπτυξης η ελληνική οικονομία μπορεί να κάνει την υπέρβαση.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.