Με το μαρτύριο της σταγόνας βρίσκονται αντιμέτωπες ολοένα και περισσότερες περιοχές της χώρας, με τη λειψυδρία να γίνεται ιδιαίτερα αισθητή τα τελευταία χρόνια και τον αγροτικό τομέα – πέραν των άλλων επιπτώσεων – να απειλείται από τον αφανισμό πολλών από τα προϊόντα που παράγει. Ενδεικτικά, οι παραγωγοί προειδοποιούν πως αν συνεχιστεί η κατάσταση ως έχει, αναμένεται σταδιακά να γίνουν είδος πολυτελείας ή και να εκλείψουν είδη όπως τα σταφύλια, οι ελιές, τα εσπεριδοειδή και τα κηπευτικά.
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι στη χώρα σημειώνεται χαμηλός αριθμός βροχοπτώσεων, ενώ διαπιστώνεται υδατικό έλλειμμα, δηλαδή οι ποσότητες νερού που αντλούνται ξεπερνούν τη δυνατότητα της φύσης να τις αποκαταστήσει.
Οπως κανείς δεν αμφισβητεί και το γεγονός ότι η αγροτική παραγωγή είναι ένας κλάδος που απαιτεί σημαντικό όγκο νερού προκειμένου να προχωρήσει στην παραγωγή των προϊόντων του.
Πλέον, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, η κατάσταση απαιτεί βιώσιμο σχεδιασμό και ριζικές λύσεις, καθώς το κόστος των γεωτρήσεων για τους αγρότες χαρακτηρίζεται δυσθεώρητο και σε συνδυασμό με τη καταστροφή πολλών καλλιεργειών από την ξηρασία, οδηγεί τον κλάδο στον αφανισμό.
Μιλώντας στο «Βήμα» ο καθηγητής Αγροτικής Οικονομίας και διευθυντής του Εργαστηρίου Αγροτικής Οικονομίας και Καταναλωτικής Συμπεριφοράς του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Γιώργος Βλόντζος επισημαίνει αρχικά ότι υπάρχει τεράστια διακύμανση στην επάρκεια υδατικών πόρων ανάμεσα στη Βόρεια και στη Νότια Ελλάδα, με το μεγαλύτερο έλλειμμα να παρατηρείται στην Πελοπόννησο, στα νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη.
Ο κίνδυνος της υφαλμύρωσης
Σε ό,τι αφορά στους κινδύνους για συγκεκριμένες καλλιέργειες, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας αναφέρει χαρακτηριστικά πως «το ζήτημα δεν είναι μόνο η επάρκεια του νερού, αλλά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά – ειδικά στις παράκτιες περιοχές – όπου εμφανίζεται σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό το φαινόμενο της υφαλμύρωσης. Ενα φαινόμενο που έχει ενταθεί πάρα πολύ με την εισχώρηση του θαλασσινού νερού στη στεριά».
Με απλά λόγια, το γλυκό νερό λειτουργεί σαν ένα είδος φράγματος για το θαλασσινό. Οταν, λοιπόν, η στάθμη του μειωθεί αισθητά, το θαλασσινό νερό διεισδύει στην ενδοχώρα, καθώς το φράγμα αυτό «πέφτει» και αναστρέφεται η φυσική υδραυλική βαθμίδα προς τη θάλασσα. Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο, αλλά επιδεινώνεται τα τελευταία χρόνια.
«Εξαιτίας της λειψυδρίας έχει δημιουργηθεί σημαντικό ζήτημα σε καλλιέργειες που απαιτούν σημαντικές ποσότητες νερού, αλλά όχι μόνο σε αυτές. Για παράδειγμα, στην Κορινθία κινδυνεύει να εξαφανιστεί το βερίκοκο, ενώ σε κίνδυνο είναι και η καλλιέργεια της σταφίδας.
Ταυτόχρονα, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με τα εσπεριδοειδή, αλλά ακόμα και με την ελαιοκαλλιέργεια σε ορισμένες περιοχές, παρόλο που η ελιά είναι από τα πλέον ανθεκτικά είδη απέναντι στην ξηρασία αλλά και στη χρήση υφάλμυρου νερού. Παρ’ όλα αυτά, όμως, χωρίς την ύπαρξη επαρκών υδατικών πόρων δημιουργούνται προβλήματα, ειδικά στις βρώσιμες επιτραπέζιες ελιές που έχουν και πολύ υψηλές ποιοτικές προδιαγραφές» επισημαίνει ο Γιώργος Βλόντζος.
«Καμπανάκι» και για το ελαιόλαδο
Το ίδιο ανησυχητικά είναι και τα στοιχεία που παραθέτει ο πρόεδρος της Εθνικής Ενωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ) Μύρων Χιλετζάκης, ο οποίος σημειώνει πως πλέον ο κίνδυνος δεν ελλοχεύει αλλά έχει ξεκινήσει: «Το πρώτο προϊόν που απειλείται με υποβάθμιση λόγω της λειψυδρίας είναι το ελαιόλαδο. Η Κρήτη έχει σοβαρό πρόβλημα, όπως και η Πελοπόννησος, με τις ελιές να είναι εξαιρετικά αφυδατωμένες. Η δεύτερη καλλιέργεια είναι τα αμπέλια, είτε αυτά λέγονται οινοποιήσιμα είτε επιτραπέζια. Οι ποσότητες είναι οι μισές γιατί το αμπέλι δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει στην ξηρασία, ενώ ακολουθούν τα κηπευτικά, αλλά και τα ροδάκινα, τα πορτοκάλια και τα ακτινίδια, η παραγωγή των οποίων φέτος ήταν με το σταγονόμετρο κυριολεκτικά».
«Τα πάντα κινδυνεύουν από την έλλειψη νερού, από το βαμβάκι και τα κηπευτικά μέχρι το σιτάρι» σημειώνει εμφατικά και ο πρόεδρος Αγροτικών Συλλόγων Παλαμά Καρδίτσας Κώστας Τζέλλας, υπογραμμίζοντας πως δυστυχώς η κατάσταση είναι πλέον δραματική και δύσκολα αναστρέψιμη.
Η πατάτα Νάξου
Στο μεταξύ, σήμα κινδύνου εκπέμπουν και οι αγρότες της Νάξου, καθώς η έλλειψη νερού και έργων υποδομής έχουν πλήξει ανεπανόρθωτα την εκλεκτή πατάτα ΠΟΠ του νησιού, με τους παραγωγούς να αδυνατούν να προχωρήσουν στη φθινοπωρινή σπορά. Τα νούμερα είναι αποκαλυπτικά για τη συρρίκνωση της καλλιέργειάς της, καθώς πριν από δύο χρόνια η Νάξος συγκόμισε 6.000 τόνους πατάτα. Εναν χρόνο μετά, το 2023, η ποσότητα μειώθηκε σε 4.000 τόνους, ενώ φέτος η παραγωγή άγγιξε μόλις τους 1.800 τόνους.
Βορειότερα, στο άλλοτε παγωμένο Νευροκόπι, η λειψυδρία και ο παρατεταμένος και πρωτόγνωρος για την περιοχή καύσωνας έχει ολέθριες συνέπειες για τις καλλιέργειες πατάτας και φασολιών, με τους αγρότες να βρίσκονται σε απόγνωση και την παραγωγή να εξανεμίζεται. Μάλιστα, σύμφωνα με τους ίδιους, τα έξοδα άρδευσης έχουν εκτοξευθεί αφού το φράγμα της περιοχής έχει στερέψει.
Το κόστος των γεωτρήσεων
Δυσβάσταχτο χαρακτηρίζει το κόστος των γεωτρήσεων ο πρόεδρος Αγροτικών Συλλόγων Παλαμά Καρδίτσας Κώστας Τζέλλας, ο οποίος επισημαίνει πως το μεγαλύτερο πρόβλημα καταγράφεται σήμερα στην Ανατολική Θεσσαλία, μέρος της οποίας ποτίζεται από επιφανειακά νερά και άλλο μέρος της από γεωτρήσεις. Εκεί οι γεωτρήσεις φτάνουν πλέον στα 200-300 μέτρα και συνεχώς κατεβαίνουν κι άλλο.
«Αν δεν υπάρχει ο υδροφόρος ορίζοντας, όπως τα ποτάμια, οι λίμνες, αναγκαζόμαστε να πάμε σε πιο μεγάλα βάθη. Αυτή τη στιγμή, τέλος καλοκαιριού, οι γεωτρήσεις που έχουμε στα 60-100 μέτρα βγάζουν λιγότερο νερό και αν αυτό συνεχιστεί, προφανώς σε δύο-τρία χρόνια δεν θα βγάζουν τίποτα. Θα χρειαστεί να πάμε πολύ πιο βαθιά, κάτι που είναι δύσκολο να κάνει κάποιος αγρότης, άρα δεν θα υπάρχει νερό» περιγράφει.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, για να κάνει κάποιος μια γεώτρηση 40-50 μέτρων απαιτούνται 10.000-12.000 ευρώ και η απόσβεση – αν βρεθεί βέβαια νερό – θα έρθει σε ορίζοντα πενταετίας για 50 στρέμματα. Την ίδια ώρα, για μια γεώτρηση άνω των 200 μέτρων, το κόστος ανεβαίνει στις 30.000 ευρώ.
Εν τω μεταξύ, τα στοιχεία για τον αριθμό των γεωτρήσεων στη Θεσσαλία είναι ιδιαίτερα αποθαρρυντικά, καθώς, σύμφωνα με την καταγραφή του ΕΑΓΜΕ, φτάνουν τις 21.894. Από αυτές οι 8.411 βρίσκονται στην Περιφερειακή Ενότητα Λάρισας, 6.312 στην Καρδίτσα, 2.799 στα Τρίκαλα, 2.594 στη Μαγνησία, ενώ οι υπόλοιπες σε γειτονικές περιοχές, που ανήκουν στο ίδιο υδατικό διαμέρισμα. Οπως καταγράφεται, κατά μέσο όρο, οι απολήψεις υπόγειων νερών από τη Θεσσαλία ανέρχονται σε περίπου 990 εκατ. κυβικά μέτρα νερού ετησίως.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Βλόντζος αναφέρει πως «οι ατομικές γεωτρήσεις ήταν ουσιαστικά το αποτέλεσμα στην έλλειψη της κρατικής παρέμβασης. Δηλαδή, η πολιτεία είτε σε επίπεδο περιφέρειας είτε σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης σε συγκεκριμένες περιοχές άφησε τους παραγωγούς και τους έκλεισε το μάτι να κάνουν οι ίδιοι γεωτρήσεις».
Νερά που δεν έπρεπε να αγγίξουμε
Αυτό, όπως επισημαίνει, αποτελεί και ένα… άθλημα πάρα πολύ ακριβό γιατί τα βάθη ολοένα και αυξάνονται. «Μιλάμε για βάθη πάνω από 300 μέτρα που σε καμία περίπτωση δεν στοιχειοθετείται νομιμότητα τέτοιου είδους. Ουσιαστικά, οι παραγωγοί στην απόγνωσή τους να διατηρήσουν τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις πήγαν σε τόσο βαθιά νερά, τα οποία από καθαρά περιβαλλοντική άποψη δεν έπρεπε να αγγίξουν, είναι νερά τα οποία δεν μπορούν να αναπληρωθούν» διευκρινίζει.
Χαρακτηριστικό της δύσκολης κατάστασης με τις γεωτρήσεις, σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΘΕΑΣ Μύρωνα Χιλετζάκη, είναι και το γεγονός ότι πολλοί δήμοι ανά τη χώρα έχουν προχωρήσει σε ανάκληση γεωτρήσεων γιατί έχουν πέσει οι στάθμες των υδάτων: «Εάν αυτό συνεχιστεί θα δούμε το φαινόμενο της Ανδαλουσίας που επί 36 μήνες δεν έβρεξε και η βαριά βιομηχανία στο ελαιόλαδο με δύο εκατ. τόνους παραγωγής εξαφανίστηκε μέσα σε δύο χρόνια, οδηγώντας σε αυτή την αύξηση τιμών που είδαμε την περασμένη χρονιά».
«Δεν θα πρέπει να κρύβουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί» καταλήγει ο Γιώργος Βλόντζος, τονίζοντας πως η λύση θα πρέπει να αφορά την εξασφάλιση νέων, μη συμβατικών πηγών νερού, όπως αφαλάτωση θαλασσινού ύδατος ή επαναχρησιμοποίηση του νερού λυμάτων κυρίως για τη γεωργία, καθώς το 70% των αποθεμάτων γλυκού νερού καταναλώνεται για την άρδευση καλλιεργειών. Ταυτόχρονα, όμως, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, απαιτούνται τολμηρές αποφάσεις, καθώς «τα ευρωπαϊκά κονδύλια δεν θα μας σώσουν».
Εκεί ποτίζουν σταγόνα-σταγόνα, εδώ «πλημμυρίζουμε» χωράφια
Το παράδειγμα του Ισραήλ
«Η ελληνική γεωργία πληρώνει το αποτέλεσμα της αδράνειας πάρα πολλών ετών. Σοβαρά μέτρα και έργα για την άρδευση έχουν να γίνουν στην Ελλάδα εδώ και πολλές δεκαετίες και είμαστε και τεχνολογικά αρκετά πίσω» επισημαίνει ο κ. Βλόντζος. Στο πλαίσιο αυτό, ο ίδιος φέρνει ως παράδειγμα τις κινήσεις που έχουν γίνει στο Ισραήλ για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας στον αγροτικό τομέα: «Εχει ουσιαστικά αναγάγει τη στάγδην άρδευση σε μοναδική επιλογή, ενώ εδώ στην Ελλάδα δυστυχώς υπάρχουν ακόμα αρκετές περιοχές που ποτίζουν με κατάκλιση, δηλαδή αφήνουν το νερό από τη μια πλευρά του χωραφιού και περιμένουν να βγει από την άλλη. Πλέον, αυτά είναι μέσα και τρόποι που δεν μπορούν να συνεχιστούν».
Σημειώνεται πως η στάγδην άρδευση χαρακτηρίζεται ως η μορφή άρδευσης του μέλλοντος. Είναι κατάλληλη για συστήματα ακριβείας και βασίζεται στην άρδευση του φυτού, του δέντρου κ.λπ., και όχι απλώς στην άρδευση του εδάφους. Το νερό μεταφέρεται στον αγρό με σωλήνες και σε κάθε φυτό επί της γραμμής παρέχεται υπό μορφή σταγόνων. Παράλληλα, η χρήση της συνεπάγεται μειωμένο κόστος και μείωση σπατάλης νερού, που σε σχέση με άλλους τρόπους άρδευσης φτάνει έως και 70%.
Σύμφωνα με τον Κώστα Τζέλλα, οι κυβερνήσεις εδώ και 30 χρόνια αδράνησαν. Δεν έκαναν κλειστά κυκλώματα, δεν έκαναν στάγδην άρδευση, δεν έκαναν το έργο του Αχελώου που θα μπορούσε ήδη να έχει βοηθήσει. Τώρα, όπως λέει, το κόστος είναι μεγάλο: «Για παράδειγμα, για τη στάγδην άρδευση αν οι σωλήνες δεν είναι αυτορρυθμιζόμενες είναι γύρω στα 100 ευρώ το στρέμμα, ενώ αν είναι αυτορρυθμιζόμενες πάει στα 150 ευρώ. Αυτό όμως είναι σήμερα. Οταν εμείς τους ζητούσαμε εδώ και 20 χρόνια να γίνει αυτό για να μη χάνεται το νερό και συγχρόνως το κόστος παραγωγής για τον αγρότη να είναι χαμηλότερο δεν έγινε τίποτα. Φτάνουμε τώρα και λέμε από δω και πέρα τι να γίνει, που δεν θα υπάρχει κόσμος και μόνο αγρότες άνω των 20.000 στρεμμάτων οι οποίοι θα το επιβάλλουν».
Συντονισμός: Aγγελος Σκορδάς
Γράφει: Γιώργος Φωκιανός
Επιμέλεια: Παναγιώτης Σωτήρης