Η επόμενη ημέρα μετά την ιαπωνική καταιγίδα στις αγορές

Οι στρατηγικές επιτοκιακού πλεονεκτήματος, ο «κανόνας Σαμ», ο δείκτης «φόβου» και ο γεωπολιτικός κίνδυνος - Πώς θα πρέπει να κινηθούν τώρα οι επενδυτές, σύμφωνα με τους αναλυτές.

Οι στρατηγικές επιτοκιακού πλεονεκτήματος (Carry Trade) σε γεν και το κλείσιμο επενδυτικών θέσεων μετά την απόφαση της ιαπωνικής κεντρικής τράπεζας να αυξήσει τα επιτόκια, σε συνδυασμό με την ανησυχία για τη δυναμική της οικονομίας των ΗΠΑ μετά την ανακοίνωση των στοιχείων για την αγορά εργασίας του Ιουλίου, που ενεργοποίησε τον «κανόνα Σαμ» (Sahm rule), παράλληλα με την κλιμάκωση των εντάσεων και την αβεβαιότητα για τις γεωπολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, οδήγησαν σε παγκόσμιο ξεπούλημα (sell-off) στα χρηματιστήρια την περασμένη Δευτέρα, αυξάνοντας τις συνολικές απώλειες τις τελευταίες τρεις εβδομάδες σε 6,4 τρισ. δολάρια.

Ο δείκτης μεταβλητότητας CBOE, γνωστός και ως δείκτης «φόβου» (VIX), εκτινάχθηκε ως και 161%, στο υψηλότερο επίπεδο από τις αρχές της πανδημίας το 2020, ενώ παρά τις προσπάθειες εξισορρόπησης των τιμών βραχυχρόνια, οι αγορές παραμένουν ευάλωτες. Αναλυτές της JPMorgan Chase & Co εφιστούν την προσοχή των επενδυτών, καθώς παρά τη διόρθωση δεν υπάρχουν και πολλές ενδείξεις ότι οι μετοχές έχουν εισέλθει σε υπερπουλημένα επίπεδα όπως είχε συμβεί τον Οκτώβριο του 2023. Οι επενδυτές θα πρέπει να προετοιμαστούν για μεγαλύτερη αστάθεια μετά το παγκόσμιο sell-off, σύμφωνα και με την Goldman Sachs, θεωρώντας πως αν και η διόρθωση σταθεροποιείται, δείχνει πως δεν έχει ολοκληρωθεί.

Διακυμάνσεις

Οταν η Τράπεζα της Ιαπωνίας αύξησε αιφνιδιαστικά τα επιτόκια στις 31 Ιουλίου στο 0,25%, στο υψηλότερο επίπεδο από το 2008 και ο διοικητής της, Kazuo Ueda, δήλωσε ότι σκόπευε να συνεχίσει τις αυξήσεις, πυροδότησε απότομη άνοδο του γεν και άγριες διακυμάνσεις στις διεθνείς αγορές. Τα τελευταία χρόνια εξάλλου, κοινός τόπος είναι πως πολλοί επενδυτές δανείζονταν με μηδενικά επιτόκια σε γεν επενδύοντας σε περιουσιακά στοιχεία σε άλλα μέρη του κόσμου με μεγαλύτερες αποδόσεις («Yen Carry Trade»), αλλά και σε χρηματιστηριακά εργαλεία που απέφεραν μέσω και της μόχλευσης μεγαλύτερα κέρδη.

Το κλείσιμο ορισμένων θέσεων από μεγάλα χαρτοφυλάκια, ελέω της αύξησης των επιτοκίων, ενέτεινε το παγκόσμιο sell-off, ενώ το γεν ενισχύθηκε έναντι του δολαρίου, πιέζοντας ορισμένα hedge funds (αντισταθμιστικά ταμεία) να κλείσουν τις θέσεις τους. Οι πιο κερδοφόρες τοποθετήσεις του 2024 από τον ιαπωνικό δείκτη Nikkei (-12,40%) που εμφάνισε τη Δευτέρα τη χειρότερη μέρα από το κραχ του 1987, ως τις μετοχές υψηλής τεχνολογίας «Magnificent Seven» (Apple, Microsoft, Alphabet, Amazon, Nvidia, Tesla, Meta), το Bitcoin και την αγορά των κρυπτονομισμάτων κατέρρευσαν, την ώρα που η Berkshire Hathaway του Γουόρεν Μπάφετ ανακοίνωσε ότι μείωσε στο μισό τη συμμετοχή της στην Apple, ενώ το ιαπωνικό γεν, που υποχώρησε σε χαμηλό 38 ετών το προηγούμενο διάστημα, εκτινάχθηκε σε υψηλά επτά μηνών έναντι του δολαρίου.

Ετσι, την περασμένη Τετάρτη, ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ιαπωνίας (BOJ) Shinichi Uchida έστειλε ένα νέο, πιο ήπιο μήνυμα, στον απόηχο της ιστορικής μεταβλητότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών, αναφέροντας πως η κεντρική τράπεζα δεν θα προχωρήσει σε νέες αυξήσεις όσο οι αγορές παραμένουν ασταθείς, αν και οι αναλυτές αναμένουν μία ακόμη αύξηση πριν από το τέλος του έτους.

Η τράπεζα, σημείωσε, θα λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν τη συνολική κατάσταση των αγορών σε μελλοντικές αποφάσεις χάραξης πολιτικής, ενώ αναλυτές σχολίασαν πως «η BOJ αύξησε τα επιτόκια επειδή δεν της άρεσε το αδύναμο γεν, ενώ τώρα φαίνεται να προτείνει μια παύση στις αυξήσεις γιατί δεν της αρέσει να πέφτουν οι μετοχές». Παράλληλα, ένας άλλος παράγοντας που συνέβαλε στο παγκόσμιο sell-off των τελευταίων ημερών είναι η επίκληση του αποκαλούμενου «κανόνα Σαμ» (Sahm rule). Πρόκειται για μία φόρμουλα που έχει πάρει το όνομά της από την αμερικανίδα οικονομολόγο Κλόντια Σαμ και προβλέπει ότι όταν ο μέσος όρος του ποσοστού ανεργίας για τρεις διαδοχικούς μήνες υπερβαίνει κατά τουλάχιστον 0,5% το χαμηλό των προηγούμενων 12 μηνών τότε είναι θέμα χρόνου η οικονομία των ΗΠΑ  να υποπέσει σε ύφεση.

Η μέτρηση έφτασε τις 0,53 μονάδες τον Ιούλιο, σύμφωνα με τα στοιχεία για την ανεργία που ανακοινώθηκαν στις 2 Αυγούστου, σηματοδοτώντας την αρχή της ύφεσης, κάτι που φόβισε τους επενδυτές, καθώς ο «κανόνας Σαμ» έχει προβλέψει κάθε ύφεση από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα. Αναλυτές της Goldman Sachs εκτιμούν πως οι πιθανότητες ύφεσης δεν υπερβαίνουν το 25%, ενώ οι οικονομολόγοι της UBS είναι πεπεισμένοι πως οι ΗΠΑ θα αποφύγουν την ύφεση, καθώς η αμερικανική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε τροχιά ήπιας προσγείωσης, με τη Fed να προχωρεί μάλιστα σε μείωση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης τον Σεπτέμβριο. «Ηπια προσγείωση» της αμερικανικής οικονομίας αναμένει και η Morgan Stanley, σημειώνοντας πως οι επενδυτές θα πρέπει να προετοιμαστούν για τις επερχόμενες (από τον Σεπτέμβριο) μειώσεις των επιτοκίων της Fed.

Οι φόβοι για ύφεση είναι υπερβολικοί, εκτίμησε και η BlackRock, ενώ τα περιουσιακά στοιχεία υψηλού κινδύνου μπορούν να ανακάμψουν, καθώς σταθεροποιούνται και οι στρατηγικές επιτοκιακού πλεονεκτήματος, αφού αρκετά επενδυτικά κεφάλαια που δανείστηκαν σε γεν μετατρέποντάς τα σε δολάρια και άλλα νομίσματα, τώρα που η BOJ αυξάνει τα επιτόκια, κλείνουν πλέον τις θέσεις τους. Για τη UBS, η ενδεδειγμένη επενδυτική στρατηγική σήμερα αφορά τοποθετήσεις σε ποιοτικά ομόλογα μέσης διάρκειας και σε ποιοτικές μετοχές, με τον χρυσό και το ελβετικό φράγκο να προσφέρουν αντιστάθμιση στα χαρτοφυλάκια, σε ένα περιβάλλον μάλιστα αυξημένου γεωπολιτικού κινδύνου.

Τα επιτόκια

Για την αγορά σημαντικό ερώτημα αποτελεί το πώς θα κινηθεί πλέον η Fed. Οι traders τιμολογούν τώρα πιθανότητες 84% να μειώσει τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης τον Σεπτέμβριο, ενώ και οι οικονομολόγοι της Citigroup πιστεύουν τώρα ότι η ομοσπονδιακή τράπεζα θα προσπαθήσει να επαναφέρει ταχύτερα τα επιτόκια αναφοράς σε ουδέτερα επίπεδα. Αντί για μειώσεις επιτοκίων 75 μονάδων βάσης εφέτος, αναμένει τώρα συνολική μείωση κατά 125 μονάδες βάσης, με μειώσεις κατά 50 μονάδες βάσης τον Σεπτέμβριο και τον Νοέμβριο και στη συνέχεια περικοπές κατά 25 μονάδες βάσης έως ότου τα επιτόκια φθάσουν στο 3%-3,25% στα μέσα του 2025.

Πώς να κινηθούν τώρα οι επενδυτές; Για τη Citigroup η λίστα ελέγχου της που δείχνει αν οι αγορές εισέρχονται σε Bear Market (μακροχρόνια πτωτική αγορά) δείχνει πως 8,5 από τις 18 συνολικά παραμέτρους που εξετάζει βρίσκονται στο «κόκκινο», κάτι που παραπέμπει μεν σε αδυναμία των αγορών, αλλά καθώς η λίστα των αρνητικών παραμέτρων δεν είναι διψήφια, συνιστά τοποθετήσεις σε πτώσεις των τιμών και ειδικά αν οι αγορές παρουσιάσουν σημάδια σταθεροποίησης.

Η Ελλάδα

Οσον αφορά τις ελληνικές μετοχές που ανέκαμψαν μερικώς μετά τις απώλειες κατά 6,5 δισ. ευρώ της Δευτέρας, η Alpha Finance εκτιμά πως οι αποτιμήσεις παραμένουν ελκυστικές, με τον Γενικό Δείκτη, για τον οποίο βλέπει περιθώρια ανόδου πάνω από τις 1.550 μονάδες, να διαπραγματεύεται με βάση τον πολλαπλασιαστή κερδών (Ρ/Ε) περίπου στις 8,5 φορές, δηλαδή με discount 40% σε σύγκριση με τον ιστορικό μέσο όρο και με έκπτωση 30% σε σχέση με τον ευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600 (30%) και 21% σε σχέση με τον δείκτη αναδυομένων αγορών MSCI ΕΜ.

Στο επίκεντρο η ενέργεια

Το γεωπολιτικό ρίσκο και οι τιμές του πετρελαίου

Η κλιμάκωση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή αυξάνει το γεωπολιτικό και γεωοικονομικό ασφάλιστρο κινδύνου στις αγορές. Σύμφωνα με στοιχεία της Citigroup όμως, τα χρηματιστήρια, παρά στην αρχική αστάθεια, κινούνται συνήθως υψηλότερα 12 μήνες μετά την έναρξη των γεωπολιτικών συγκρούσεων, αλλά σημειώνουν σημαντική πτώση όταν οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι οδηγούν σε ενεργειακές κρίσεις, όπως π.χ. κατά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ τη 10ετία του 1970 και κατά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία που εκτίναξε τις τιμές του αερίου. Ετσι οι επενδυτές θα πρέπει να εστιάσουν την προσοχή τους στον τομέα της ενέργειας.

Αν και στην αρχή της νέας κλιμάκωσης στη Μέση Ανατολή η τιμή του πετρελαίου υποχώρησε, καθώς οι επενδυτές τιμολογούσαν περισσότερο τον κίνδυνο ύφεσης σε σχέση με τον κίνδυνο του πολέμου, τις τελευταίες ημέρες οι τιμές ανέκαμψαν ελαφρά, αφού οι αγορές παρέμειναν σε εγρήγορση για το ενδεχόμενο ανταποδοτικού χτυπήματος από το Ιράν στο Ισραήλ, αλλά κυρίως λόγω της απότομης μείωσης των αποθεμάτων αργού στις ΗΠΑ για έκτη συνεχόμενη εβδομάδα κατά 3,7 εκατ. βαρέλια στα 429,3 εκατ. βαρέλια και της χαμηλότερης παραγωγής στο πετρελαϊκό κοίτασμα Sharara της Λιβύης με δυναμικότητα 300.000 βαρελιών ανά ημέρα που αύξησαν τις ανησυχίες για ελλείψεις εφοδιασμού.

Συστάσεις

Το Brent από τα υψηλά του 24 Ιουλίου των περίπου 88 δολ./βαρέλι κινείται πάντως στα 78 δολ./βαρέλι, κοντά στα χαμηλά επτά μηνών (76 δολ./βαρέλι). Ο καιρός, οι γεωπολιτικές εξελίξεις και οι χρηματοοικονομικές ροές θα μπορούσαν να στηρίξουν προσωρινά τις τιμές, αναφέρει το τμήμα εμπορευμάτων της Citigroup, συστήνοντας πάντως πωλήσεις σε περίπτωση που ο μαύρος χρυσός ξεπεράσει τα 80 δολ./βαρέλι, επίπεδα τα οποία για τους αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας δεν μπορούν να στηριχθούν με βάση τα θεμελιώδη μεγέθη. Αν και υπάρχει η πιθανότητα κλιμάκωσης των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή με κίνδυνο ιρανικής αντεπίθεσης στο εγγύς μέλλον, οι αναλυτές της Citigroup θεωρούν πως το Ισραήλ δεν θα έπληττε π.χ. ιρανικά πετρελαϊκά περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων τερματικών σταθμών εξαγωγών (το νησί Kharg, από το οποίο διοχετεύεται το 90% των εξαγωγών πετρελαίου της χώρας, είναι ευάλωτο σημείο στην πετρελαϊκή υποδομή του Ιράν), εν μέσω μάλιστα εκλογικού κύκλου στις ΗΠΑ, αν και εσφαλμένοι υπολογισμοί θα μπορούσαν ενδεχομένως να οδηγήσουν σε απρόβλεπτη κλιμάκωση. Από την άλλη πλευρά, αν οι ΗΠΑ υποπέσουν τελικά σε ύφεση, ιστορικά στοιχεία των τελευταίων 60 ετών δείχνουν πως οι τιμές του μαύρου χρυσού ισορροπούν στην περιοχή των 60 δολ./βαρέλι.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.